Ιδιαίτερα αιχμηρός για τους κυβερνητικούς χειρισμούς όσον αφορά την προβληματική λειτουργία των θεσμών, εμφανίστηκε ο Κώστας Καραμανλής, στην ομιλία του στην επετειακή εκδήλωση για τα 15 χρόνια κυκλοφορίας της εφημερίδας «Δημοκρατία». Παρουσία του Αντώνη Σαμαρά, του Προέδρου της Βουλής Νικήτα Κακλαμάνη, του Ευάγγελου Βενιζέλου, του Νίκου Δένδια και πολλών άλλων, ο πρώην πρωθυπουργός έκανε λόγο για «διάβρωση της ποιότητας της δημοκρατίας» και σημείωσε:
«Δεν αρκεί να λέμε ότι η Δημοκρατία υπάρχει. Οφείλουμε να εξετάζουμε αν λειτουργεί όπως πρέπει. Αν οι θεσμοί της παραμένουν ανθεκτικοί. Αν οι εγγυήσεις που συγκροτούν το Κράτος Δικαίου παραμένουν αξιόπιστες. Αν οι πολίτες εμπιστεύονται τους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα. Γιατί θεμέλιο της Δημοκρατίας είναι η εμπιστοσύνη και η συμμετοχή των πολιτών. Γιατί χωρίς εμπιστοσύνη καμμιά Δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί όρθια».
Η αλήθεια, τόνισε ο κ. Καραμανλής, «είναι ότι ένα ολοένα διευρυνόμενο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι οι θεσμοί δεν λειτουργούν με την πληρότητα που απαιτείται. Ότι το Κοινοβούλιο υποβαθμίζεται. Ότι η Δικαιοσύνη επηρεάζεται. Ότι τα ΜΜΕ χειραγωγούνται. Ότι οι κυβερνήσεις δεν ακούνε και δεν καταλαβαίνουν. Ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην τους. Ότι η πολιτική ασκείται με όρους κλειστών συστημάτων, χωρίς έγνοια, χωρίς αναφορά, στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας».
Όταν αυτή η αντίληψη, εξήγησε «γενικεύεται και παγιώνεται ως πεποίθηση, ακόμα κι αν δεν ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα, τότε οδηγούμαστε σε κρίση εμπιστοσύνης. Κρίση αντιπροσώπευσης, κρίση αμφισβήτησης των θεσμών, κρίση απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Τότε δοκιμάζεται η Δημοκρατία και η ποιότητά της. Μη κρυβόμαστε. Τα φαινόμενα αυτά και υπαρκτά είναι και συνεχώς ογκούμενα. Σε όλον τον κόσμο, στην Ευρώπη και στην χώρα μας».
Ο Κώστας Καραμανλής υπογράμμισε ότι «η στρεβλή παγκοσμιοποίηση, οι ανώνυμες αγορές που υπερισχύουν πάσης πολιτικής ή κοινωνικής προτεραιότητας, η άκαμπτη δημοσιονομική πειθαρχία έχουν ναρκοθετήσει την μέγιστη των Ευρωπαϊκών κατακτήσεων.
Όλο και μεγαλύτερα στρώματα βλέπουν το μέλλον δυσοίωνο, τις συνθήκες ζωής να δυσκολεύουν, τις ευκαιρίες να λιγοστεύουν, το κράτος πρόνοιας να συρρικνώνεται, τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας και παιδείας να υποβαθμίζονται, τις κοινωνικές ανισότητες, αντί να αμβλύνονται, να οξύνονται και μάλιστα με ρυθμό καλπάζοντα.
Τα πρόδρομα φαινόμενα των ‘γκέτο των πλουσίων’ όπου οι λίγοι έχοντες και κατέχοντες θα διάγουν βίο πολυτελείας, αποκομμένοι, προστατευμένοι, φυλασσόμενοι και περιφρουρούμενοι, μακριά από την ευρεία κοινωνία, μοιάζουν εικόνες ενός κοντινού δυστοπικού μέλλοντος».
Ο πρώην πρωθυπουργός ανέφερε ότι «η συσσώρευση πλούτου στα χέρια ολίγων και η περιθωριοποίηση όλο και περισσοτέρων, η απίσχνανση της άλλοτε κραταιάς μεσαίας τάξης είναι νάρκη στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος, και πάντως σίγουρα της ποιότητας και της ευρυθμίας του.
Η μεγάλη αυτή κοινωνική ανατροπή, σε βάρος των πολλών και σε όφελος των ολίγων, έχει άμεση σχέση με την επιδείνωση του πολιτικού κλίματος στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Ενώ τα προηγούμενα 60 χρόνια πρωταγωνιστούσαν πολιτικοί σχηματισμοί με παράδοση και ιστορία, μετριοπαθή λόγο και πρόγραμμα, διασφαλίζοντας ομαλή εναλλαγή στην εξουσία και πολιτική σταθερότητα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο φαινόμενο».
Οι μεν παραδοσιακοί σχηματισμοί, σημείωσε, «να περιθωριοποιούνται ή και να εξαερώνονται και φωνές πιο οξείες, ενίοτε και ακραίες, να παίρνουν το πάνω χέρι. Είναι εσφαλμένη και επιδερμική ανάλυση ότι αυτά οφείλονται σε ρηχή και ανεύθυνη πολιτική συμπεριφορά.
Αντιθέτως, δείχνει την αποστροφή αυξανόμενων κοινωνικών ομάδων προς εκείνους που πίστεψαν και θεωρούν ότι τους πρόδωσαν και την ανάγκη τους να ακουστούν η δυσφορία και οι αγωνίες τους.
Η απαξίωση της πολιτικής, η όξυνση του δημόσιου λόγου, η αυξανόμενη ένταση της πολιτικής συμπεριφοράς είναι ευθέως ανάλογη με την ανατροπή του Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου στα μεταπολεμικά χρόνια. Η πολιτική οξύτητα όμως, οι ακρότητες και η τοξικότητα ακόμα και στην εκφορά λόγου είναι πρόσθετοι λόγοι ανησυχίας για την ομαλή και ποιοτική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Το Κοινοβούλιο, όπως τόνισε, «δεν είναι χώρος τυπικών διαδικασιών, ούτε όργανο επικύρωσης αποφάσεων. Είναι, ή θα έπρεπε να είναι, ο τόπος όπου διεξάγεται ο ουσιαστικός διάλογος, η αντιπαράθεση ιδεών και προγραμμάτων, η νομοθέτηση, ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας. Η υποβάθμιση του ρόλου του, όταν συμβαίνει, είναι πλήγμα στην ποιότητα της Δημοκρατίας.
Απαξιώνεται η Βουλή στα μάτια των πολιτών όταν αισθάνονται ότι οι Εξεταστικές Επιτροπές για παράδειγμα λειτουργούν προσχηματικά ή παρελκυστικά. Ο κίνδυνος σήμερα δεν προέρχεται από θορυβώδεις εκτροπές ή θεαματικές, ηχηρές συγκρούσεις. Αντιθέτως, προέρχεται από την αργόσυρτη, υπόγεια διολίσθηση προς την ανοχή και εξοικείωση σε φαινόμενα υποβάθμισης των κανόνων. Η ποιότητα της Δημοκρατίας δεν διαβρώνεται από μια και μόνη πράξη, αλλά από την σωρευτική επίδραση πολλών μικρών παρεκκλίσεων».
Όσον αφορά τη Δικαιοσύνη, ο κ. Καραμανλής είπε: «Το κύρος της Δικαιοσύνης είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών. Η πίστη στην ανεξάρτητη και αδέκαστη Δικαιοσύνη είναι μείζων προϋπόθεση για την λειτουργία της Δημοκρατίας. Κι όμως, τα τελευταία χρόνια έχει απλωθεί μια σκιά σε πολλές Ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Μια σκιά αμφισβήτησης, μια αίσθηση μεροληψίας υπέρ των ισχυρών, μια αντίληψη ότι και η Δικαιοσύνη δέχεται πιέσεις, επηρεασμό, απόπειρα χειραγώγησης. Η αμφιβολία - και μόνο η αμφιβολία - αρκεί για να τραυματιστεί η πολιτική και κοινωνική συνοχή. Η ποιότητα της Δημοκρατίας δεν κινδυνεύει μόνο όταν η Δικαιοσύνη παύει να είναι ανεξάρτητη. Κινδυνεύει ήδη από την στιγμή που η ανεξαρτησία της τεθεί υπό αμφισβήτηση».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις τηλεφωνικές υποκλοπές: «Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων πολιτικών αρχηγών, υπουργών, ανώτερων στρατιωτικών, δημοσιογράφων και άλλων δεν έπεισε ότι δόθηκαν απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα που προέκυψαν, αναφορικά με τη νομιμότητα, την σκοπιμότητα, τους λόγους που έγιναν, τις εγκρίσεις που δόθηκαν, το περιεχόμενό τους.
Ο χρόνος κύλησε, τα γεγονότα έπαψαν να απασχολούν την επικαιρότητα, η πολιτική αντιπαράθεση κόπασε. Για την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών όμως τα αναπάντητα ερωτήματα μένουν και ρίχνουν την σκιά της αμφισβήτησης στην εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης».
Ο κ. Καραμανλής αναφέρθηκε και στην «υποβάθμιση του δημόσιου λόγου. Ο πολιτικός διάλογος διεξάγεται πια με όρους επικοινωνίας και θεάματος, έχοντας ως πρώτο στόχο την πρόκληση πρόσκαιρων εντυπώσεων. Η επιχειρηματολογία έχει αντικατασταθεί από την συνθηματολογία.
Η αντιπαράθεση ιδεών, προτάσεων, προγραμμάτων υποχωρεί, η δεν ακούγεται, από τον θόρυβο των υπερβολών, των αστήρικτων κατηγοριών, των ύβρεων, των προσωπικών προσβολών, των θεωριών συνωμοσίας. Κάπως έτσι ο δημόσιος λόγος χάνει και την ουσία του, αλλά και τη δύναμή του να φωτίζει προβλήματα και να οδηγεί σε λύσεις.
Η Δημοκρατία απαιτεί σοβαρότητα, νηφαλιότητα, μετριοπάθεια και υπευθυνότητα. Από όλους. Ακόμα, καίριας σημασίας ζήτημα για την ποιότητα της Δημοκρατίας είναι η έγκυρη, ακριβής και αμερόληπτη ενημέρωση. Είναι αναγκαίος όρος για την ελεύθερη επιλογή, η οποία υπονομεύεται όταν η πληροφόρηση εξυπηρετεί σκοπιμότητες ή συμφέροντα.
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στο πεδίο της επικοινωνίας, οι τεράστιες δυνατότητες του Διαδικτύου, οι ασύλληπτες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης, οι υπαρκτοί κίνδυνοι αποπροσανατολισμού, παραπληροφόρησης και διασποράς fake news, ο ρόλος της προπαγάνδας δεν μπορεί παρά να μας προβληματίζουν και να μας κινητοποιούν… Καμιά σκοπιμότητα δεν είναι υπέρτερη. Η αποστολή του Τύπου δεν είναι να εξωραΐζει καταστάσεις, ούτε να λιβανίζει τις εξουσίες. Είναι να τις ελέγχει με αυστηρότητα, όποιες και αν είναι, όσο ψηλά και αν βρίσκονται».