Η εικόνα που παρουσιάζει το πολιτικό σύστημα και, κυρίως, τα κόμματα του προοδευτικού χώρου παραπέμπει στο διάσημο θεατρικό έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό», όπου οι χαρακτήρες περιμένουν κάποιον θεό ή σωτήρα να έρθει, που δεν έρχεται όμως ποτέ, αλλά εκείνοι συνεχίζουν να περιμένουν.
Στο εγχώριο πολιτικό σύστημα «αριστερότερα του κέντρου» όλοι… περιμένουν: τις εξελίξεις που θα ξεκουνήσει τη δημοσκοπική βελόνα τους, το κόμμα Τσίπρα, το κόμμα Καρυστιανού, τις νέες ενώσεις, τις νέες διασπάσεις και, όλοι μαζί, το «μπαμ» μίας σιωπηλής κοινωνίας. Χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια αν θα γίνει και ποιους θα πάρουν τα σκάγια.
Όποια ερώτηση γίνει σε στέλεχος υπάρχοντος κόμματος θα πάρει απάντηση με τα παραπάνω «εάν». Κι αυτή είναι η απόδειξη ότι κανένας σχηματισμός δεν μπορεί, αυτή τη στιγμή, να δείξει αυτοπεποίθηση για τη δική του αυτοτελή (νικηφόρα) πορεία.
Κατά γενική ομολογία, η δημοσκοπική βελόνα του ΠΑΣΟΚ παραμένει κολλημένη με την εκτίμηση εκλογικής επιρροής του (σ.σ. όχι της πρόθεσης ψήφου) να μην ξεπερνά το 14%. Το dead line των εορτών που είχε θέσει … ο νονός της «βελόνας», Παύλος Γερουλάνος, έφτασε, αλλά κανένα στέλεχος του κόμματος δεν εγείρει το αυτονόητο ερώτημα: Και τώρα, τι;
Η χρονική προθεσμία φαίνεται να ανανεώνεται σιωπηρά μέχρι τον Μάρτιο που θα γίνει το συνέδριο και, πλην απροόπτου, θα ανανεωθεί ξανά μέχρι τις κάλπες - εάν στηθούν εντός του 2026.
Το γεγονός ότι η Άννα Διαμαντοπούλου δήλωσε πως μετά από ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα θα τεθεί θέμα προέδρου, ανοίγει μία συζήτηση για το ενδεχόμενο αυτό το θέμα να τεθεί… πριν τις κάλπες, εάν διαφανεί ότι αυτές θα στηθούν το 2017 και η «βελόνα» παραμείνει ακούνητη - ή πάρει την κατιούσα.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έδειξε εσχάτως να παίρνει σοβαρά υπόψη τις συζητήσεις για συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων και τη δυναμική που αναπτύσσει αυτή η προοπτική στο λεγόμενο κεντροαριστερό κοινό: Παρότι η «γραμμή» για «αυτονομία του ΠΑΣΟΚ» και ο στόχος «εκλογική πρωτιά έστω και με μία ψήφο» παραμένουν, ο ίδιος μίλησε για την ανάγκη «να αγωνιστούμε όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις, για να υπάρξει ταχύτατα πολιτική αλλαγή».
Οι πληροφορίες τον φέρουν πρόθυμο να «συζητήσει» με στελέχη από τη Νέα Αριστερά (κυρίως τον Αλέξη Χαρίτση) αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ (σε προσωπικό επίπεδο, πάντα) προκειμένου να πάρει σάρκα και οστά η περίφημη «διεύρυνση» και να εκφραστεί εκλογικά με μία συνεργασία ή έναν εκλογικό συνδυασμό.
Σε μία τέτοια περίπτωση, όμως, ο κ. Ανδρουλάκης και, συνολικά, τα κεντρικά στελέχη του κόμματος, θα πρέπει να αφαιρέσουν από τη ρητορική τους την σκληρή κριτική στην «κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ», καθώς τα παραπάνω στελέχη ήταν κεντρικοί υπουργοί της.
Με ή χωρίς συνεργασίες, το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να πείσει ότι αποτελεί τον εναλλακτικό κυβερνητικό πόλο, κάτι που αυτή τη στιγμή δεν μοιάζει εφικτό. Η Χαρ. Τρικούπη ρίχνει πλέον όλο το βάρος στο Λεκανοπέδιο (όπου βγήκε τέταρτο ή και πέμπτο κόμμα στις προηγούμενες εθνικές εκλογές, αλλά και στις ευρωεκλογές) θεωρώντας ότι πάει πολύ καλύτερα στην περιφέρεια.
Η παράμετρος που θα φρενάρει την προσπάθεια του (ή θα την επιταχύνει, κατά άλλους) είναι η συζήτηση για τυχόν νέα συγκυβέρνηση με τη ΝΔ «χωρίς τον Κυριάκο Μητσοτάκη επικεφαλής της». Οι πολέμιοι μίας τέτοιας εξέλιξης εκφράζονται από τον Χάρη Δούκα ο οποίος ζητά επίμονα να πάρει απόφαση το συνέδριο πως «το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη ΝΔ» ανεξαρτήτως αρχηγού της.
Η κα Διαμαντοπούλου, η οποία κατατάσσεται στα πιο «κεντροδεξιά» στελέχη του κόμματος, παραπέμπει στα εκλογικά αποτελέσματα από τα οποία θα εξαρτηθούν οι απαντήσεις. Κοινώς, δεν το αποκλείει, αλλά και δεν το διαφημίζει.
«Όποιοι έχουν στερητικό σύνδρομο από την παραμονή εκτός ‘γκουβέρνου’ εδώ και 12 χρόνια, βλέπουν θετικά την προοπτική συγκυβέρνησης. Οι υπόλοιποι προτιμούν κι άλλη αναμονή εκτός θώκων προκειμένου να ‘χτιστεί’ η προοδευτική κυβέρνηση», σημειώνει με ειλικρίνεια πολύπειρο στέλεχος του κόμματος που παρακολουθεί με προσοχή τις ζυμώσεις.
Περιμένοντας… τον Τσίπρα
Έτσι κι αλλιώς (και) στο ΠΑΣΟΚ περιμένουν τα νέα κόμματα για να αρχίσει να σχηματίζεται το νέο πολιτικό παζλ. Ως προς το «κόμμα Τσίπρα» η Χαρ. Τρικούπη εμφανίζεται βέβαιη ότι δεν θα έχει απώλειες άνω του 1-2% «το πολύ», διότι η εκλογική βάση του κόμματος είναι «φανατικά αντιτσιπρική».
Ο αντίλογος των ψύχραιμων στελεχών και αναλυτών είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι η διατήρηση του σημερινού 11-12% αλλά η προσέλκυση του 25-30% που ψήφιζε κάποτε το ΠΑΣΟΚ, στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ το 2012-2019 και όταν τον εγκατέλειψε (το 2023) δεν επέστρεψε στα πράσινα πάτρια εδάφη.
Κατά το αφήγημα αυτό, συνεπώς, εάν ο Αλέξης Τσίπρας παρουσιάσει ένα ελκυστικό νέο εγχείρημα, χωρίς τα βαρίδια (σε πρόσωπα και θέσεις) που έστειλαν το πρώην κόμμα του στην εκλογική πανωλεθρία το 2023, μπορεί να ξανακερδίσει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που του έδωσαν τις προηγούμενες νίκες. Δοθέντων και των επικοινωνιακών χαρισμάτων που διαθέτει, όπως προσθέτουν με νόημα αναλυτές του χώρου.
Κατά τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται να αντλεί ψήφους κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ αλλά και την Πλεύση Ελευθερίας, ενώ έλκει και ένα 10% από τους αναποφάσιστους, οι οποίοι στο σύνολο τους ξεπερνούν ελαφρώς το 20%.
Είναι προφανές ότι μέχρι να παρουσιάσει ο πρώην πρωθυπουργός το κόμμα του, δηλαδή το πρόγραμμα και το πολιτικό προσωπικό του, κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλείς προβλέψεις για τη δυναμική του.
Η χρονική στιγμή για το «κόμμα Τσίπρα» θα παίξει μεγάλο ρόλο: θα ιδρυθεί πριν ή μετά το «κόμμα Καρυστιανού»; Θα είναι «κόμμα» όπως αυτά που γνωρίζουμε ή ένας εκλογικός συνδυασμός με χαλαρή οργανωτική δομή που θα αποτελείται από πρόσωπα και όχι από υπάρχοντα κόμματα-συνιστώσες; Και, τελικά, αυτό που θα παρουσιάσει θα είναι «κάτι νέο» ή θα θυμίζει έναν… παλιό, λίγο διευρυμένο, ΣΥΡΙΖΑ;
Το μόνο σίγουρο, κατά τους συνομιλητές του, είναι ότι «ο Τσίπρας ξέρει να αιφνιδιάζει» και, επίσης, «ούτε θα τρέξει ‘να προλάβει’ την κ.Καρυστιανού ούτε θα μείνει θεατής επί μακρόν»…
Εννοείται ότι η Κουμουνδούρου δεν μπορεί να χαράξει σχεδιασμό πριν αποσαφηνίσει τις προθέσεις του ο κ. Τσίπρας. Θεωρείται δεδομένη η μετακίνηση στελεχών, βουλευτών και φυσικά (των περισσότερων) ψηφοφόρων προς το νέο κόμμα, οπότε ακόμα και εάν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερνε να βρει κοινό βηματισμό με ένα τμήμα της Νέας Αριστεράς (σ.σ. ένα άλλο κοιτάει προς το κόμμα Τσίπρα και ένα τρίτο με την εκτός Βουλής Αριστερά, κυρίως του Γιάνη Βαρουφάκη) το αποτέλεσμα θα ήταν «μηδέν».
Το «κόμμα Καρυστιανού»
Όσο για το «κόμμα Καρυστιανού» όλες οι πληροφορίες οδηγούν στην εκτίμηση ότι θα κάνει σύντομα την εμφάνιση του. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αντλεί ψηφοφόρους από όλα το πολιτικό φάσμα και, κυρίως, από την «οργισμένη δεξαμενή» που προτιμά πλέον να ψηφίζει αντισυστημικά.
Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό να πλήξει την «Πλεύση Ελευθερίας», ενδεχόμενο που εξηγεί την υπερκινητικότητα που επιδεικνύει εσχάτως η Ζωή Κωνσταντοπούλου με επίκεντρο την Εξεταστική για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Στην περίπτωση της Μαρίας Καρυστιανού θα παίξουν ιδιαίτερο ρόλο τα πρόσωπα που θα την περιβάλλουν, αφού μέχρι στιγμής είναι γνωστό ένα: η δικηγόρος της, Μαρία Γρατσία (πρώην υποψήφια βουλευτής με τη «ΝΙΚΗ»).
Στο στενό περιβάλλον της φέρεται ο Μιχαήλ Πατσίκας, που είχε παίξει κεντρικό ρόλο στις αντιδράσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και πρόσωπα συντηρητικής προέλευσης και εκκλησιαστικής προσήλωσης.
Επίσης, το τελευταίο διάστημα δείχνει «κοντά» ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Νικόλας Φαραντούρης, χωρίς, φυσικά, να ανοίγει τα χαρτιά του για τις επόμενες κινήσεις του.
Θεωρείται δεδομένο ότι η κα Καρυστιανού θα παραιτηθεί από πρόεδρος του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών (σ.σ. το ζητούν πλέον ανοικτά άλλοι συγγενείς-μέλη του Συλλόγου).