Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το πάθημα της δεκαετίας του 2000 να γίνει μάθημα

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ξεκίνησε με θετικούς οιωνούς για την Ελλάδα, συνεχίστηκε με ακόμη καλύτερους, αλλά κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου κρίση. Για να μη βιώσουμε ξανά κάτι αντίστοιχο, καλό θα ήταν να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα.

Το πάθημα της δεκαετίας του 2000 να γίνει μάθημα

Αρκετοί φίλοι μάς λένε από καιρού εις καιρόν ότι η στήλη είναι απαισιόδοξη στις εκτιμήσεις της. Το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας, παρότι επιμένουμε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μας ότι είμαστε ρεαλιστές. 

Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε στο 3,62% την Παρασκευή, εν μέσω φημών περί αναβάθμισης των προοπτικών της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Fitch, γεγονός που προκάλεσε δυστροπία στους αποφασίζοντες. Η συμπίεση του κόστους δανεισμού συνδέεται προφανώς με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στο ορατό μέλλον. Επίσης, η διαφορά απόδοσης (spread) από το 10ετές ομόλογο της Γερμανίας  διαμορφώθηκε στις 124 μονάδες περίπου. Η διαφορά δείχνει πώς αντιλαμβάνεται η επενδυτική κοινότητα το ρίσκο των ελληνικών ομολόγων έναντι των πολύ ασφαλών αντίστοιχων γερμανικών.  

Όλα αυτά και τα όποια διθυραμβικά σχόλια στον Τύπο έφεραν στο νου τα γεγονότα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Γι’ αυτό επιδιώξαμε και βρήκαμε κάποιες παλιές σημειώσεις.

Μια από αυτές είχε υπότιτλο «Never mind the spread», δηλ. μη σκας για το spread, και ανέφερε (στα αγγλικά): Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ανέβηκε στο 5,08% κατά μέσο όρο τον Δεκέμβριο του 2008 από 4,4% στις αρχές της ίδιας χρονιάς, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ. Το spread άνοιξε σε επίπεδα που δεν είχαν ιδωθεί από το 1998, πολύ πριν η Ελλάδα υιοθετήσει το ευρώ. Από τις 69 μονάδες βάσης το 3ο τρίμηνο του 2008 κατά μέσο όρο στις 201 τον Δεκέμβριο, για να ξεπεράσει τις 300 μονάδες βάσης τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2009. Η τότε κυβέρνηση απέδωσε τη διεύρυνση του spread στο «κλείσιμο θέσεων και στη μαζική ρευστοποίηση ομολόγων από Ευρωπαίους και διεθνείς θεσμικούς επενδυτές», αντί για την «κατάρρευση της εμπιστοσύνης των επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα».

Η συγκεκριμένη εξέλιξη ανέβασε τους τόκους στο 5% σχεδόν του ΑΕΠ, δηλ. διπλάσιο από τον μέσο όρο στην ευρωζώνη. Φυσικά, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα τη δεκαετία του 1990 καθώς το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους έφθανε το 12,6% του ΑΕΠ. Τα μικρότερα δημοσιονομικά ελλείμματα και η πτώση του κόστους δανεισμού επέτρεψαν τη δραστική μείωσή του ως προς το ΑΕΠ. Όμως, το «χρέος έπεσε κατ’ όνομα μόνο». Με άλλα λόγια, η μείωση δεν έγινε με τον ορθόδοξο τρόπο, δηλ. τον προϋπολογισμό να εμφανίζει πλεονάσματα. Αντ’ αυτού, η Ελλάδα βασίστηκε στην ανάπτυξη του ΑΕΠ ταχύτερα από τη συσσώρευση δημοσίου χρέους και την πτώση των επιτοκίων, που επέτρεψε στον ΟΔΔΗΧ να αντικαθιστά βραχυπρόθεσμο χρέος που έληγε με φθηνότερο και μακροπρόθεσμα ομόλογα.

Από το 1999 μέχρι και το 2007, οι δύο ανωτέρω συνθήκες ίσχυσαν, με αποτέλεσμα το χρέος προς το ΑΕΠ να υποχωρήσει στο 95% περίπου το 2007 από 114% το 2001. Τι έγινε από εκεί και πέρα είναι γνωστό.

Ερχόμενοι στη σημερινή εποχή, το συμπέρασμα είναι προφανές. Καλή η συμπίεση του spread και του κόστους δανεισμού και κυρίως η μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ, που επέτρεψε στον λόγο χρέος προς ΑΕΠ να πέσει στο 171% από 206% το 2020, αλλά εκείνο που μετρά κυρίως είναι τα δημοσιονομικά πλεονάσματα.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v