Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η ψηφιακή εποχή και οι... υπέροχες δουλειές

Τα νέα δεδομένα που φέρνει ο αυτοματισμός στην απασχόληση. Γιατί αναμένεται αύξηση ανισότητας και πίεση στο σύγχρονο κράτος πρόνοιας. Η ανάγκη μετασχηματισμού, τα ρίσκα και οι απαντήσεις στα προβλήματα.

  • του Bruno Palier*
Η ψηφιακή εποχή και οι... υπέροχες δουλειές

Το διεθνές οικονομικό τοπίο αλλάζει με γοργούς ρυθμούς και το ερώτημα είναι κατά πόσον οι αλλαγές αυτές γίνονται και κοινωνικά αποδεκτές σε μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού. Ιδιαίτερα δε όταν είναι γνωστό ποιον ρόλο παίζει στις ανθρώπινες κοινωνίες η δύναμη της συνήθειας. Στο πλαίσιο αυτό, στο μέτρο που στις προηγμένες οικονομίες και τους κοινωνικούς τους ιστούς η αυτοματοποίηση κερδίζει έδαφος, τα επίπεδα οργάνωσης, αλλά και η φύση της εργασίας καλούνται να αλλάξουν.

Καίριος, στο σημείο αυτό, είναι ο ρόλος της ψηφιοποίησης, η οποία δημιουργεί νέους όρους εργασίας και διοίκησής της. Είναι έτσι ξεκάθαρο ότι οι εργαζόμενοι θα επηρεαστούν, κάποιοι δε περισσότερο από άλλους.

Όσοι έχουν αυτό που οι οικονομολόγοι Maarten Goos και Alan Manning αποκαλούν «υπέροχες δουλειές» θα τα πάνε μια χαρά, δημιουργώντας και διαχειριζόμενοι ρομπότ και διάφορες ψηφιακές εφαρμογές και προσθέτοντας πολλή αξία στον τομέα των υπηρεσιών, όπως τα χρηματοοικονομικά. Ωστόσο, όσοι έχουν αυτό που οι Goos-Manning αποκαλούν «χάλια δουλειές» (σε τομείς όπως η μεταποίηση, το λιανικό εμπόριο, οι παραδόσεις προϊόντων ή συνηθισμένες θέσεις γραφείου), θα τα πάνε λιγότερο καλά, αντιμετωπίζοντας χαμηλές αμοιβές, σύντομες συμβάσεις, επισφαλή απασχόληση και ολοκληρωτική απώλεια θέσεων εργασίας.

Η οικονομική ανισότητα συνολικά στην κοινωνία είναι πιθανό να αυξηθεί, μαζί με τα αιτήματα για αυξημένες κρατικές δαπάνες προς τις κοινωνικές υπηρεσίες διαφόρων ειδών –ακριβώς όταν οι πόροι για την κάλυψη των δαπανών αυτών θα μειώνονται λόγω των χαμηλότερων φορολογικών εισφορών από ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό. Αυτές οι τάσεις θα δρομολογήσουν μία κρίση στο σύγχρονο κράτος πρόνοιας, τα όρια του οποίο θα γίνονται όλο και περισσότερο μη βιώσιμα.

Αλλά αυτό που θα κάνει την κατάσταση ακόμη χειρότερη θα είναι η μεταβαλλόμενη φύση της απασχόλησης. Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης του 20ου αιώνα είχαν συσταθεί για την αντιμετώπιση των κινδύνων που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι που εργάστηκαν σε μαζικές βιομηχανικές οικονομίες –εκείνες στις οποίες υπήρχε γενικά αφθονία διαθέσιμων θέσεων εργασίας για όλα τα είδη των εργαζομένων.

Η βασική υπόθεση πίσω από όλα αυτά ήταν ότι σχεδόν όλοι οι ενήλικες θα πρέπει να εργάζονται σταθερά, κερδίζοντας μισθούς και πληρώνοντας φόρους, και η κυβέρνηση θα παρεμβαίνει για να βοηθήσει στην φροντίδα των ανέργων, των νέων, των ηλικιωμένων, των αρρώστων, των ατόμων με ειδικές ανάγκες, και ούτω καθεξής. Η κοινωνική ασφάλιση, που παρέχεται από το κράτος στην Ευρώπη και από την αγορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε ως στόχο την εγγύηση της ασφάλειας του εισοδήματος για τα άτομα με σταθερές θέσεις εργασίας.

Ωστόσο, στις ψηφιακές οικονομίες του 21ου αιώνα, η απασχόληση γίνεται όλο και λιγότερο ρουτίνα, λιγότερο σταθερή και γενικά λιγότερο καλά αμειβόμενη. Η κοινωνική πολιτική, επομένως, θα πρέπει να καλύψει τις ανάγκες όχι μόνον όσων βρίσκονται εκτός της αγοράς εργασίας, αλλά ακόμη και πολλών μέσα σε αυτήν. Με άλλα λόγια, ακριβώς όπως η τεχνολογική ανάπτυξη αναδιαρθρώνει την οικονομία, έτσι και το κράτος πρόνοιας θα πρέπει επίσης να αναδιαρθρωθεί, για να προσαρμοστεί στις συνθήκες της εποχής.

Η εργασιακή ζωή

Το μέλλον της κοινωνικής πολιτικής θα εξαρτηθεί από το πόσο η ψηφιοποίηση αλλάζει την οικονομία και την απασχόληση. Στην μετάβαση από την βιομηχανική στην ψηφιακή οικονομία, πολλές θέσεις εργασίας και δραστηριότητες καταστράφηκαν, αλλά νέος πλούτος δημιουργείται επίσης. Ρομπότ αντικαθιστούν τους ανθρώπους σε πολλές περιπτώσεις, αλλά οι νέες τεχνολογίες και τα επιχειρηματικά μοντέλα δημιουργούν μία τεράστια γκάμα νέων προϊόντων, υπηρεσιών και εφαρμογών, καθώς και τις απαραίτητες εργασίες για την κατασκευή και την λειτουργία τους.

Η τεχνολογία δεν επιτρέπει μόνον στα παλιά πράγματα να γίνονται καλύτερα και φθηνότερα. Ανοίγει επίσης νέα δυνητικά επιχειρηματικά μοντέλα και τα μέσα για να ικανοποιηθούν ανάγκες προηγουμένως άγνωστες. Εκείνοι που μπορούν να διαισθανθούν και να αναπτύξουν τέτοιου είδους μοντέλα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες αυτές, οι επιχειρηματίες, είναι οι βασιλιάδες αυτού του νέου κόσμου –βάζοντας τα ταλέντα τους σε χρήση για να ακούν τους πελάτες, αναγνωρίζοντας τις ανικανοποίητες επιθυμίες τους, και δημιουργώντας επιχειρήσεις για να τις προσφέρουν.

Σε αυτές τις προσπάθειες, η ψηφιακή τεχνολογία είναι εκ των ων ουκ άνευ, καθιστώντας τις επιχειρήσεις πιο επεκτάσιμες και παραμετροποιήσιμες και αυξάνοντας την απόδοση του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Το λογισμικό και τα ρομπότ δεν κάνουν όλη την δουλειά σε τέτοιες επιχειρήσεις. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Αλλά η φύση της ανθρώπινης εργασίας αλλάζει συχνά. Η σταθερή, μακροπρόθεσμη απασχόληση σε θέσεις εργασίας ρουτίνας συχνά δεν είναι πλέον απαραίτητη. Η τυπική και άτυπη συνεργασία για προσωρινά έργα είναι (πλέον) περισσότερο ο κανόνας.

Η σαφής διάκριση μεταξύ της εργασίας και της ζωής στο σπίτι διαβρώνεται, εξάλλου, καθώς η εργασία γίνεται ad hoc και μπορεί να γίνει οπουδήποτε, ακόμη και καθώς η λεγόμενη οικονομία της μοιρασιάς (sharing economy) βάζει υπό τους όρους της αγοράς (marketizes) μία σειρά άμεσων peer-to-peer συναλλαγών (σ.τ.μ.: συναλλαγές όπου τα δύο μέρη μοιράζονται ισοδύναμα τους πόρους τους) εκτός των τυπικών εταιρικών καναλιών.

Οι άνθρωποι που δεν μπορούν πλέον να βρουν θέσεις εργασίας σταθερών μισθών αναζητούν τρόπους για να τα βγάλουν πέρα με κατ’ αποκοπήν δουλειές που προσφέρονται σε τεράστιες πλατφόρμες της on demand οικονομίας. Καθώς αυτές οι πλατφόρμες επεκτείνονται, ο καθένας μπορεί να πωλήσει πράγματα (στο eBay), μπορεί να νοικιάσει ένα περισσευούμενο δωμάτιο (στο Airbnb), να εκτελέσει μία εργασία (στο Mechanical Turk της Amazon) ή να μοιραστεί μία διαδρομή (στο BlaBlaCar).

Γιατί λοιπόν υπάρχει η ανάγκη για μία νέα κοινωνική πολιτική; Γιατί να μην στηριχτούμε απλά στην επιχειρηματική δραστηριότητα για να αναδιατάξει το εργατικό δυναμικό με βάση τις νέες δραστηριότητες; Εν μέρει λόγω διαφόρων νομικών και κανονιστικών εμποδίων που στέκονται στον δρόμο αυτού του γενναίου νέου κόσμου, έχουν δημιουργηθεί φραγμοί ακριβώς για να αποφευχθεί μία κατάσταση στην οποία όλη η ζωή θα γίνει υποκείμενο των λειτουργιών της αγοράς –αλλά και επειδή υπάρχουν άφθονοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν, καθώς και ευκαιρίες. Για παράδειγμα, η καινοτομία είναι το κλειδί στο ψηφιακό βασίλειο, αλλά η καινοτομία συνήθως συνοδεύεται από την αποτυχία. Ο δυναμισμός της ψηφιακής καινοτομίας αντισταθμίζεται από την αστάθειά της. Λίγες νεοσύστατες επιχειρήσεις θα βρουν ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο, πόσω μάλλον μία βιώσιμη αγοράς. Νέες επιχειρήσεις αναδύονται από το πουθενά, αλλά συχνά συντρίβονται τόσο γρήγορα όσο έχουν εκτοξευθεί στα ύψη.

Οι επιχειρηματίες που είναι επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων μπορούν να αποκομίσουν πλούσιες ανταμοιβές κατά την διάρκεια του σύντομου χρονικού διαστήματός τους στον ήλιο, αλλά το ίδιο μπορεί να μην συμβεί για τους υπαλλήλους τους χαμηλότερα στην τροφική αλυσίδα, οι οποίοι απορροφούν μεγάλο μέρος του ίδιου κινδύνου και κλονίζονται χωρίς να συμμετέχουν στα υπερμεγέθη οφέλη. Έτσι, στην ψηφιακή οικονομία μερικά τυχερά άτομα θα βρουν σημαντικό ή μακροχρόνιο εισόδημα και ασφάλεια, ενώ πολλοί περισσότεροι άτυχοι θα δουν τους εργοδότες τους να πηγαίνουν σε πτώχευση και θα πρέπει να αναζητήσουν νέους τρόπους για να τα βγάλουν πέρα. Τελικά, πολλές από τις σημερινές κοινωνικές παροχές, όπως οι συντάξεις, έχουν οργανωθεί γύρω από μία παλαιά οικονομία, οπότε οι άνθρωποι που βρίσκονται σε μετάβαση στην νέα οικονομία καταλήγουν να θυσιάζουν πολλά.

Εκτός λοιπόν και αν η κοινωνική πολιτική εξελιχθεί, η αυτοματοποίηση και η ψηφιοποίηση θα επιδεινώσουν την ανισότητα και θα αφήσουν πολλούς εργαζόμενους σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι πριν. Με τις κατάλληλες καινοτομίες, ωστόσο, νέα είδη κοινωνικής πολιτικής μπορούν να μειώσουν την ανισότητα, να προστατεύσουν τους εργαζόμενους, ακόμη και να προωθήσουν την δημιουργία θέσεων εργασίας. Το ψηφιακό εργατικό δυναμικό μπορεί να ενεργοποιηθεί και να ενισχυθεί, οι επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από ένα πιο παραγωγικό εργατικό δυναμικό και η κυβέρνηση μπορεί να αποδείξει την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητά της.

Η αναζήτηση ασφάλειας

Μερικές από τις προκλήσεις που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει η μελλοντική κοινωνική πολιτική είναι παραδοσιακές, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η σύνταξη γήρατος και η φροντίδα των ηλικιωμένων. Άλλες θα έχουν μία νέα τροπή. Η οικονομικά προσιτή στέγαση, για παράδειγμα, είναι πιθανόν να γίνει μία αυξανόμενη ανησυχία, καθώς η ψηφιοποίηση της οικονομίας θα επικεντρώνει τις οικονομικές δραστηριότητες σε μεγάλες πόλεις, επιδεινώνοντας την έλλειψη ακινήτων μέσα σε αυτές. Όπως προτείνει ο οικονομολόγος Enrico Moretti στο «The New Geography Of Jobs» (Η νέα γεωγραφία της εργασίας), η αγορά ακινήτων στην Silicon Valley προσφέρει μία γεύση για το πόσο δύσκολο θα είναι για τους περισσότερους ανθρώπους να βρουν μία αξιοπρεπή κατοικία κοντά στα πυκνά συμπλέγματα φορέων καινοτομίας, όπου θα βρίσκονται οι νέες θέσεις εργασίας.

Η μεγαλύτερη πρόκληση, ωστόσο, θα είναι να αντιμετωπιστεί η μαζική περιοδική απασχόληση, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού θα πρέπει να αλλάζει θέσεις εργασίας σχετικά συχνά και να αντιμετωπίζει στο μεταξύ την προσωρινή ανεργία. Σήμερα, για πολλούς, η έννοια της διακεκομμένης εργασίας φέρνει μαζί της μία αίσθηση φόβου ή ντροπής, αλλά αυτό είναι μόνον επειδή προσεγγίζεται με συμπεριφορικούς όρους της παλαιάς οικονομίας. Στον 21ο αιώνα, η σταθερή μακροπρόθεσμη απασχόληση από έναν εργοδότη δεν θα είναι πλέον ο κανόνας και η ανεργία ή η υποαπασχόληση δεν θα είναι πλέον μία σπάνια και εξαιρετική κατάσταση. Οι διακοπές στην εργασιακή συνέχεια θα επικρατήσουν όλο και περισσότερο, με τα άτομα να είναι μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, επιχειρηματίες και άνεργοι σε διάφορα στάδια της επαγγελματικής τους ζωής.

Με τις κοινωνικές πολιτικές του 20ου αιώνα, μια τέτοια εξέλιξη σταδιοδρομίας θα ήταν καταστροφή, επειδή πολλά οφέλη συνδέονται με ορισμένα είδη θέσεων εργασίας και οι εργαζόμενοι χωρίς αυτές τις θέσεις εργασίας θα μπορούσαν να πέσουν μέσα από τα κενά του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Το έργο της κοινωνικής πολιτικής του 21ου αιώνα είναι να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία, βρίσκοντας τρόπους για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να έχουν πλούσια, πλήρη και επιτυχημένη ζωή ακόμα και όταν η καριέρα τους υποβάλλεται σε μεγάλη μεταβλητότητα.

Μία συχνά διαλαλημένη εναλλακτική προσέγγιση για την κοινωνική πολιτική είναι η κρατική παροχή ενός καθολικού, άνευ όρων βασικού εισοδήματος για όλους τους πολίτες. Για παράδειγμα, η ιδέα που προωθείται από τον πολιτικό- οικονομολόγο Philippe Van Parijs είναι να καταβάλλεται σε κάθε πολίτη ένα βασικό εισόδημα που θα εγγυάται την πρόσβασή του στα βασικά απαραίτητα αγαθά. Αυτό θα μπορούσε να εγγυηθεί την ελευθερία για όλους, λέει το επιχείρημα, δίνοντας στους ανθρώπους την δυνατότητα να επιλέγουν τις θέσεις εργασίας και την ζωή που πραγματικά θέλουν.

Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή και ανεπαρκής. Θα διασφαλίσει ότι όλοι έχουν κάποια χρήματα στις τσέπες τους στην αρχή κάθε μήνα, αλλά δεν θα εξασφαλίσει ότι θα επιλέξουν ή ακόμη και ότι θα είναι σε θέση να έχουν αξιοπρεπή υγειονομική περίθαλψη ή στέγαση. Απλά, το να προστεθούν χρήματα στην πλευρά της ζήτησης στην αγορά δεν θα παράγει αναγκαστικά περισσότερα ή καλύτερα αποτελέσματα από την πλευρά της προσφοράς. Έτσι, ενώ κάποια μορφή αυξημένης βοήθειας μπορεί κάλλιστα να είναι ένα απαραίτητο κομμάτι του παζλ, ένα εγγυημένο βασικό εισόδημα δεν ισοδυναμεί με ολοκληρωμένη και αποτελεσματική μεταρρύθμιση της κοινωνικής πολιτικής.

Μία άλλη πιθανή προσέγγιση είναι η παροχή από την κυβέρνηση όχι εισοδημάτων, αλλά θέσεων εργασίας. Η δημιουργία δουλειών στο Δημόσιο ήταν ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του New Deal στις ΗΠΑ. Παρόμοια προγράμματα σε άλλα μέρη, ακόμα και σήμερα, είναι ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες είναι λογικό για τις δημόσιες Αρχές τουλάχιστον να χρηματοδοτούν το κόστος συλλογικά χρήσιμων θέσεων εργασίας –για παράδειγμα, στην φροντίδα των παιδιών, στην φροντίδα των ηλικιωμένων, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση για βασικές δεξιότητες.

Ωστόσο, οι κυβερνήσεις δεν έχουν ούτε τα μέσα ούτε την ευελιξίας να αντικαταστήσουν την περισσότερη επιχειρηματική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα, επινοώντας και αναπτύσσοντας νέα επιχειρηματικά μοντέλα που μπορούν να προκαλέσουν σημαντική δημιουργία θέσεων εργασίας στην ψηφιακή οικονομία.

Αντί να προσπαθούν να αντικαταστήσουν ή να ανταγωνιστούν τους επιχειρηματίες, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προσπαθήσουν να τους στηρίξουν και να τους βοηθήσουν, με την κατάργηση των νομικών εμποδίων που συχνά παρεμποδίζουν την δημιουργία και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων που μπορούν να προσφέρουν θέσεις εργασίας. 

Για παράδειγμα, σε πολλά μέρη του κόσμου σήμερα οι υπάρχοντες στόλοι των ταξί και των οδηγών ταξί δεν μπορούν να αντικατασταθούν από πληθώρα περιστασιακών, on demand οδηγών εργαζομένων σε εταιρείες όπως η Uber ή η Lyft, εξ αιτίας των κυβερνητικών κανονισμών που περιορίζουν τεχνητά την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς. Η τροποποίηση ή η κατάργηση αυτών των κανονισμών θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν ενάρετο κύκλο, στον οποίο η διαθεσιμότητα περισσότερων οδηγών θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγαλύτερη ζήτηση για πιο εξατομικευμένες ή οικονομικά προσιτές υπηρεσίες.

Παρόμοια διαδικασία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί επίσης στον τομέα της υγείας. Σε μία όλο και πιο ψηφιοποιημένη οικονομία, πολλές εργασίες ρουτίνας στην υγεία που σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία απαιτούν γιατρό, θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να επιτευχθούν με νοσοκόμες που υποστηρίζονται από λογισμικό και άλλες τεχνολογίες. Έτσι, η μεταρρύθμιση των κανονισμών θα μπορούσε ταυτόχρονα να μειώσει το κόστος, να αυξήσει την απασχόληση και να βελτιώσει τα αποτελέσματα του τομέα της υγείας.

Η καλύτερη προσέγγιση για την μεταρρύθμιση της κοινωνικής πολιτικής θα ήταν να βασιστεί στην έννοια της «ευελιξίας με ασφάλεια» (flexicurity –σύντμηση από το flexible και το security), η οποία είναι από καιρό ένα δημοφιλές μοντέλο στις σκανδιναβικές χώρες (κυρίως στην Δανία) και στην Ολλανδία. Η ουσία της ευελιξίας με ασφάλεια είναι ο διαχωρισμός της παροχής των ωφελημάτων από τις θέσεις εργασίας. Αν η κυβέρνηση μπορεί να εγγυηθεί στους πολίτες πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την στέγαση, την εκπαίδευση και την κατάρτιση και τα παρόμοια σε καθολική βάση, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη το καθεστώς της απασχόλησής τους, λέει το επιχείρημα, οι άνθρωποι δεν θα είναι τόσο τρομοκρατημένοι από την εναλλαγή θέσεων εργασίας ή από το να χάσουν μία θέση εργασίας.

Αυτό, με την σειρά του, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να απελευθερώσει τις αγορές εργασίας, αφήνοντας στις ίδιες τις επιχειρήσεις τις αποφάσεις για την πρόσληψη και την απόλυση των εργαζομένων, που πρέπει να γίνουν σύμφωνα με την οικονομική λογική. Το εξαγόμενο είναι μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, δυναμισμός και παραγωγικότητα, όλα χτισμένα γύρω από τις ανάγκες των εργαζομένων και όχι στις πλάτες τους.

Τα κράτη πρόνοιας του 20ου αιώνα προέκυψαν από την τραυματική εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης, όταν κατέστη σαφές ότι η απορρόφηση των κραδασμών από μερικά από τα σκληρότερα χτυπήματα των αχαλίνωτων αγορών στο μαζικό κοινό ήταν αναγκαία για την διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του καπιταλισμού και της ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησής τους. Οι προσεγγίσεις flexicurity πάνε τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα, ενσωματώνοντας μία πιο σοσιαλδημοκρατική αντίληψη ότι τα κράτη και οι αγορές μπορούν και πρέπει να συνεργαστούν για να επιτύχουν μεγαλύτερα δημόσια αγαθά που παντρεύουν μία υγιή οικονομία με μία υγιή κοινωνία. Κατά την άποψη αυτή, η κυβερνητική κοινωνική πολιτική δεν αντισταθμίζει μόνον περιστασιακές αποτυχίες της αγοράς. Λειτουργεί επίσης παράλληλα με τις αγορές, για να βοηθήσει στην διατήρηση ενός ευέλικτου, καλά εκπαιδευμένου, πολύ παραγωγικού εργατικού δυναμικού.

Με την παραδοχή της δημόσιας ευθύνης για την άμβλυνση ορισμένων βασικών ειδών κινδύνου –με την αντιμετώπιση της υγειονομικής περίθαλψης, ας πούμε, όχι στο επίπεδο ενός ατόμου ή μιας εταιρείας, αλλά μάλλον στο επίπεδο της κοινωνίας στο σύνολό της– μία ακτιβιστική προσέγγιση στην πραγματικότητα ευνοεί μία πιο ρευστή και επιχειρηματική οικονομία, με όλα τα οφέλη που απορρέουν από αυτό.

Ως εκ τούτου, στο τέλος, η καλύτερη συνταγή για την κοινωνική πολιτική σε μία γρήγορη, ιδιαίτερα ανταγωνιστική ψηφιακή οικονομία μπορεί παραδόξως να είναι μία συνταγή που περιλαμβάνει περισσότερο κρατικό ακτιβισμό απ’ όσο συνήθως ευνοούν οι ίδιοι οι ψηφιακοί επιχειρηματίες, αλλά ακτιβισμό που είναι πιο ευαίσθητος και υποστηρικτικός προς τους μηχανισμούς της αγοράς απ’ όσο οι κρατιστές ήσαν συνήθως στο παρελθόν. 

 

* Διευθυντής Ερευνών CNRS στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών και συν-διευθυντής του Εργαστηρίου για την Διεπιστημονική Αξιολόγηση των Δημόσιων Πολιτικών στην Sciences Po.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v