Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Επιταγές: Τι πρέπει να ξέρετε για την αναστολή πληρωμών

Ποια η τύχη επιχειρήσεων που έχουν λάβει τις «υπό αναστολή» επιταγές. Τι συμβαίνει σε περιπτώσεις οπισθογράφησης και όχι έκδοσης της επιταγής. Πώς αντιμετωπίζονται οι επιταγές από εταιρείες που δεν πλήττονται βάσει του ΚΑΔ. Γράφει ο Γ. Ψαράκης.

Επιταγές: Τι πρέπει να ξέρετε για την αναστολή πληρωμών
  • Του Γιώργου Ψαράκη*

Αρκετά είναι τα ζητήματα που έχουν προκύψει μετά την έκδοση της από 30/3/2020 ΠΝΠ για την αναστολή πληρωμής των επιταγών. Οι ρυθμίσεις της συγκεκριμένης ΠΝΠ είναι πλέον γνωστές σε όλους τους ενδιαφερόμενους: αναστέλλεται η πληρωμή των επιταγών για 75 ημέρες από την ημέρα έκδοσης, μόνο όταν εκδότες αυτών είναι επιχειρήσεις που εντάσσονται βάσει ΚΑΔ σε πληττόμενο κλάδο.

Ως προς τα ερωτήματα, λοιπόν, που τίθενται:

Α. Μπορεί ο νομοθέτης να επεμβαίνει με τόσο δραστικό τρόπο στις μεταξύ των συμβαλλομένων σχέσεις;

Ο νομοθέτης ήρθε αναδρομικά να μεταβάλει το ληξιπρόθεσμο της απαίτησης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Μετατίθεται ο χρόνος πληρωμής των επιταγών χωρίς να έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους τα μέρη και τούτο προφανώς συνιστά έναν σημαντικό περιορισμό της συνταγματικά κατοχυρωμένης συμβατικής ελευθερίας των συναλλασσόμενων. Ο περιορισμός αυτός, όμως, είναι αποδεκτός από την έννομη τάξη, όπως έχει αρκετές φορές κριθεί δικαστικώς, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και υφίστανται σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος (βλ. π.χ. Ολομέλεια ΣτΕ 1909/2001: «Νομοθετική επέμβαση στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής σχέσης συνιστά εξαιρετικό μέτρο και δικαιολογείται για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος…»).

Β. Ποια η τύχη των επιχειρήσεων που έχουν λάβει τις συγκεκριμένες «υπό αναστολή» επιταγές (κομίστριες αυτών);

Οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει επιταγές και τις έχουν ακόμα στα χέρια τους (κομίστριες αυτών) έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Καθότι ούτε μπορούν να εισπράξουν, αλλά ούτε ο νομοθέτης τις προστατεύει από τους δικούς τους δανειστές, όταν έχουν προμηθευτεί πρώτες ύλες π.χ. δίχως επιταγές («ανοιχτά» δηλαδή, ως είθισται να λέγεται) ή με επιταγές, αλλά δεν εντάσσονται οι ίδιες στους πληττόμενους ΚΑΔ. Μάλιστα ήδη κάποιες επιχειρήσεις (π.χ. ενεργειακού και μεταφορικού κλάδου) έχουν καταργήσει τις πιστώσεις, ενώ σε κάποιους άλλους κλάδους ουδέποτε υπήρχαν, με αποτέλεσμα να καθίσταται άμεση ανάγκη η εύρεση ρευστότητας για εξόφληση υποχρεώσεων.

Συναφές παράδειγμα αποτελεί ο κλάδος των πρατηριούχων, όπου η ομοσπονδία τους (Π.Ο.Π.Ε.Κ.) εξέδωσε σχετική ανακοίνωση περί της αδυναμίας είσπραξης των επιταγών που έχουν στα χέρια τους και ταυτόχρονη υποχρέωση πληρωμής των πετρελαιοειδών προϊόντων τοις μετρητοίς, χωρίς να έχουν δυνατότητα πίστωσης.

Ομοίως τα προβλήματα είναι έντονα και για τις εισαγωγικές επιχειρήσεις που εξοφλούν τοις μετρητοίς τα εμπορεύματα ή πρώτες ύλες στους ξένους προμηθευτές. Έντονες αντιδράσεις έχουν διατυπωθεί εξάλλου και από τις αγροτικές επιχειρήσεις που δεν πρόκειται να πληρωθούν τις επιταγές που έχουν στην κατοχή τους (από εμπόρους, μεταποιητικές μονάδες κ.λπ.), αλλά θα πρέπει το ίδιο διάστημα να πληρώνουν κανονικά τις υποχρεώσεις τους και τις επιταγές που οι ίδιες έχουν εκδώσει.

Ως προς το ζήτημα δε των επιχειρήσεων που δεν εντάσσονται στους πληττόμενους ΚΑΔ αλλά μεγάλο ποσό εσόδων τους (το σύνολο της αξίας των αξιογράφων των οποίων αναστέλλεται η πληρωμή είναι μεγαλύτερο του 20% του μέσου μηνιαίου κύκλου συναλλαγών τους του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους) δεν εξοφλείται λόγω της επίμαχης αναστολής των 75 ημερών, ο νομοθέτης προβλέπει το εξής: οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορούν να ενταχθούν ατομικά κι αυτές στο προστατευτικό πλαίσιο της από 11/3/2020 ΠΝΠ με τις εκεί φορολογικές και ασφαλιστικές διευκολύνσεις. Αυτή η ρύθμιση όμως δεν επιφέρει την αναστολή των δικών τους υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές τους και, ιδίως, δεν επιφέρει την αναστολή πληρωμής των δικών τους επιταγών.

Γ. Ποια η τύχη των πληττόμενων επιχειρήσεων που απλώς έχουν οπισθογραφήσει και όχι εκδώσει επιταγές;

Ο τρόπος εφαρμογής της συγκεκριμένης ΠΝΠ φαίνεται να προστατεύει μόνο τις εκδότριες επιχειρήσεις και όχι τις οπισθογράφους, δηλαδή αυτές που δεν έχουν εκδώσει τις επιταγές παρά μόνο οπισθογραφήσει. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον η εκδότρια δεν είναι πληττόμενη, η επιταγή εμφανίζεται και σφραγίζεται, εφόσον βρεθεί ακάλυπτη, κανονικά, με κίνδυνο να ασκηθούν ένδικα βοηθήματα και κατά της οπισθογράφου επιχείρησης, αν και αυτή δραστηριοποιείται σε πληττόμενο κλάδο. Εδώ φυσικά προκύπτει μια αντίφαση, καθότι αν και η διατύπωση του νόμου μπορεί να υποστηρίξει και την προστασία του οπισθογράφου, η πρακτική των πιστωτικών ιδρυμάτων κατευθύνεται προς την προστασία μόνο του εκδότη.

Δ. Ποια η τύχη των επιταγών που έχουν εκδοθεί από μη πληττόμενες επιχειρήσεις βάσει ΚΑΔ;

Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών: «Οι προαναφερθείσες διατάξεις της ΠΝΠ της 30.03.2020 δεν επηρεάζουν την εμφάνιση/πληρωμή/σφράγιση των αξιογράφων, οι υπόχρεοι προς πληρωμή των οποίων δεν εμπίπτουν στους παραπάνω ΚΑΔ». Εξάλλου, πράγματι το γεγονός της πανδημίας αποτελεί μεν γεγονός ανωτέρας βίας, εφόσον συνδέεται με την αδυναμία που έχει προκύψει (π.χ. δεν αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας για μια επιχείρηση σούπερ μάρκετ), δεν αποτελεί, όμως, και λόγο απαλλαγής από την υποχρέωση εξόφλησης χρηματικών υποχρεώσεων. Το μόνο που μπορεί να προσφέρει κατ’ αρχάς ένα γεγονός ανωτέρας βίας στον οφειλέτη χρηματικής υποχρέωσης είναι η απαλλαγή του από τους τόκους υπερημερίας.

Τούτο διότι, όπως γράφεται, ένας επιμελής οφειλέτης φροντίζει να διαχειρίζεται τα οικονομικά αποθέματά του έτσι ώστε να είναι συνεπής με τις πληρωμές του (βλ. π.χ. Εφετείο Αθηνών 39/2017 σε σχέση με PSI: «Σε περίπτωση που ο οφειλέτης στερείται χρημάτων δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να καταβάλει τη χρηματική οφειλή»). Άρα ακόμα και σε ανυπαίτια καθυστέρηση εκπλήρωσης ο οφειλέτης εξακολουθεί να οφείλει την καθυστερούμενη παροχή απλά χωρίς τόκο. Επομένως, οι επιχειρήσεις που δεν εντάσσονται στα προστατευτικά μέτρα της παραπάνω ΠΝΠ είναι κατ' αρχάς υποχρεωμένες να πληρώσουν τις επιταγές που έχουν εκδώσει, έστω κι εν μέσω οικονομικής κρίσης.

Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να υπάρξει μεταβολή των όρων εκπλήρωσης μιας επιταγής ή μιας σύμβασης εν γένει, κατόπιν προσφυγής στην δικαιοσύνη. Το τελευταίο καταφύγιο του οφειλέτη σε σχέση με την πανδημία του κορωνοϊού είναι η επίκληση της αρχής της καλόπιστης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων (των άρθρων 288 και 388 του Αστικού Κώδικα). Εντούτοις, εκτός από τις περιπτώσεις των συμβάσεων μίσθωσης και έργου (όπου πράγματι γίνεται συχνά χρήση των εν λόγω διατάξεων), δεν υπάρχουν αρκετές δικαστικές αποφάσεις που να δέχονται την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και σε λοιπές συμβάσεις, όπως π.χ. αυτής της προμήθειας αγαθών (πώλησης).

Αποτέλεσμα της χρήσης των παραπάνω διατάξεων είναι να μεταβληθεί η παροχή. Όχι μόνο ως προς τον χρόνο και τρόπο εκπλήρωσής της αλλά και ενίοτε ως προς το ύψος αυτής. Στόχος είναι η προσαρμογή της σύμβασης στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Ωστόσο η ανάγκη αναπροσαρμογής της σύμβασης δεν είναι ίδια για τον κάθε συμβαλλόμενο-επιχείρηση. Για παράδειγμα μια μεγάλη επιχείρηση με υψηλά αποθεματικά μπορεί να αντιμετωπίσει τους κλυδωνισμούς στην αγορά με μεγαλύτερη ευκολία από μια ατομική π.χ. επιχείρηση. Επίσης η εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων του Αστικού Κώδικα θα κριθεί και από τα επί μέρους συμβατικά κείμενα που έχουν συνταχθεί μεταξύ των επιχειρήσεων.

Για παράδειγμα κρίθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (με την υπ’ αριθμ. 188/2018 απόφασή του) ότι το τίμημα της πώλησης ιατροτεχνολογικών προϊόντων πρέπει να μειωθεί κατά 30% λόγω της οικονομικής αδυναμίας του Νοσοκομείου και των συναλλακτικών ηθών που είχαν διαμορφωθεί.

Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί μια απόφαση του Αρείου Πάγου του 1986 (1733/1986). Στην υπόθεση αυτή είχε καταρτιστεί μία σύμβαση κατασκευής και παράδοσης τεμαχίων χυτοσιδήρου σε καιρό οικονομικής σταθερότητας. Τελικώς το κόστος παραγωγής μεταβλήθηκε ραγδαία προς τα πάνω και κατά τούτο κρίθηκε ότι και η τιμή πώλησης θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί, αυξανόμενη κατά 30% από αυτό που είχε αρχικώς συμφωνηθεί («Τα γεγονότα αυτά έφεραν απότομη και μεγάλη αύξηση σε όλα τα είδη και το κόστος της ζωής γενικότερα και κατ` αυτόν τον τρόπο η παροχή της πωλήτριας εναγούσης έγινε, ως προς το μέρος της συμβάσεως που δεν είχε ακόμη εκτελεσθεί υπέρμετρα επαχθής»).

Μία περίπτωση όπου θα μπορούσε να γίνει δεκτή δικαστικά η αναστολή πληρωμής επιταγής είναι αναφορικά με τις επιχειρήσεις που εντάσσονται ατομικά στην από 11/3/2020 ΠΝΠ για φορολογικές και ασφαλιστικές διευκολύνσεις βάσει κύκλου εργασιών (βλ. παραπάνω) αλλά όχι στην παρούσα ΠΝΠ για τις δικές τους επιταγές. Στην περίπτωση αυτή εφόσον ο νομοθέτης έκρινε ότι το πλήγμα γι’ αυτές από τη μη είσπραξη των απαιτήσεών τους είναι τόσο βαρύ που θα πρέπει να ισχύσει η από 11/3/2020 ΠΝΠ, δεν υπάρχει λόγος να μην προστατευτούν και βάσει της παρούσας από 30/4/2020 ΠΝΠ για τις δικές τους επιταγές. Ιδίως όταν τα ποσά των υπό αναστολή επιταγών που έχουν στα χέρια τους είναι σε σχέση με τον κύκλο εργασιών τους ιδιαίτερα υψηλά. Τούτο καθότι δεν συνάδει με τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, να εμποδίζεται νομοθετικά η επιχείρηση από το να εισπράξει μεγάλο τμήμα των εσόδων της αλλά την ίδια στιγμή να υποχρεούται να εξοφλήσει οφειλές στους δικούς της προμηθευτές με κίνδυνο να σφραγιστούν επιταγές της.

Τώρα όλα τα παραπάνω σε επίπεδο δικαστικών ενεργειών απαιτούν άμεσες κινήσεις. Θα πρέπει ο εκδότης μη πληττόμενου ΚΑΔ να ζητήσει, και εφόσον δεν έρθει σε συμβιβασμό με τον κομιστή της επιταγής, δικαστικώς (με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων μεσεγγύησης), τη μη εμφάνιση και πληρωμή της επιταγής παρά μόνο π.χ. μετά από ένα αντίστοιχο χρονικό διάστημα 75 ημερών, πετυχαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη νομοθετική αναστολή με δικαστική απόφαση, όμως, αυτή τη φορά.

Αντίστοιχα μπορεί να αναπροσαρμοστεί και το τίμημα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως π.χ. κρίθηκε στις παραπάνω αποφάσεις. Προφανώς και λίγες επιχειρήσεις θα είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν σε τέτοιες ενέργειες, ερχόμενες και σε σύγκρουση με προμηθευτές τους, και άρα το βάρος θα αναγκαστούν τελικώς να το αντιμετωπίσουν με τραπεζική χρηματοδότηση, εφόσον αυτό είναι, βάσει των δικών τους δεδομένων, εφικτό και επωμιζόμενες, φυσικά, το κόστος αυτής.

* Ο Γιώργος Ψαράκης είναι Δικηγόρος Αθηνών, εταίρος στη Δικηγορική Εταιρεία «Ψαράκης|Κεφαλάς», ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert (www.psarakislegal.com)


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v