Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το βαρύ φορτίο του Τζο Μπάιντεν

Γιατί μια μεγάλη δύναμη από λύση σε διεθνή προβλήματα, γίνεται η ίδια σοβαρό πρόβλημα; Ποια είναι τα βάρη που επωμίζεται ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ. Γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.

Το βαρύ φορτίο του Τζο Μπάιντεν

Την ώρα που οι τραμπούκοι οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ εξευτέλιζαν στη χώρα τους τον Ναό της Δημοκρατίας τους, ενώ ο πλανήτης παρακολουθούσε σοκαριστικές και εύγλωττες εικόνες, ένας πρώην σύμβουλος της κυβέρνησης Ομπάμα, ο Βαν Τζόουνς, καλούσε από το πλατό του CNN, μέσω της τηλεόρασης, τους Αμερικανούς να κάνουν ένα βήμα πίσω και να αναρωτηθούν: «Είναι αυτό το τέλος κάποιου πράγματος ή η αρχή κάποιου πράγματος; Είναι η επιθανάτια αγωνία κάτι άσχημου στη χώρα μας, απελπισμένου, που ετοιμάζεται να φύγει κι έπειτα θα ανέλθει το όραμα για το οποίο μιλά ο Τζο Μπάιντεν ή είναι οι ωδίνες τοκετού μιας χειρότερης αταξίας; Εδώ βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή και νομίζω πως η χώρα πρέπει να πάρει μια απόφαση», δήλωσε.

Λίγες ώρες αργότερα, ο Ντόναλντ Τραμπ έδινε τη δική του απάντηση: «Παρότι πρόκειται για το τέλος της σπουδαιότερης πρώτης προεδρικής θητείας στην Ιστορία», αποφάνθηκε, «δεν είναι παρά η αρχή της μάχης μας να δώσουμε πίσω στην Αμερική το μεγαλείο της».

Και το πρώτο ερώτημα που αμέσως έρχεται στο νου είναι αυτό του ποιος θα δώσει πίσω ένα μεγαλείο, το οποίο βρίσκεται σε κρίση τριάντα χρόνια τώρα. Όσο για το ποσοτικό μέγεθος της κρίσης αυτής, το εκφράζουν τα 74 εκατομμύρια Αμερικανών που πριν από λίγες εβδομάδες ψήφισαν τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ.

Πρόκειται για το 47% του εκλογικού σώματος και αυτό δεν μπορεί κανείς να το παρακάμψει. Επίσης μπορεί το μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής κοινής γνώμης να καταδικάζει τα έκτροπα που έγιναν από τους οπαδούς του Τραμπ στο Καπιτώλιο, πλην όμως ισχυρό είναι και το ποσοστό των Αμερικανών που πιστεύουν ότι η προεδρική εκλογή είναι διαβλητή.

Είναι κατάδηλο έτσι ότι στη σημερινή αμερικανική πραγματικότητα, ο διχασμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό της και κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τι μπορεί να κρύβει το γεγονός αυτό. Διότι, όπως προκύπτει από βαθύτερες αναλύσεις των τάσεων της κοινής γνώμης, στην αμερικανική κοινωνία παρατηρείται μια βαθιά κρίση ταυτότητας. Και το φαινόμενο αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην προεδρική εκλογή.

Όπως υποστηρίζει η αναλύτρια του Brookings Ιnstitution και συγγραφέας Ισαβέλα Σόουχιλ, πολλοί από τους Αμερικανούς που τον περασμένο Νοέμβριο πήγαν στην κάλπη, κινητοποιήθηκαν λιγότερο από την οικονομική τους κατάσταση και τις πολιτικές τους προτιμήσεις. Στις αποφάσεις τους ήταν πιο αδρές οι πολιτιστικές αξίες που εκφράζουν τον χαρακτήρα μιας κοινωνίας στην οποία θέλουν να ζήσουν. Υπό αυτή την έννοια, ζητήματα όπως οι αμβλώσεις, ο ρατσισμός και οι χειρισμοί της πανδημίας Covid-19 έπαιξαν σημαντικότερο ρόλο από τις εισοδηματικές διαφορές.

Επιπλέον, τονίζει η Ισαβέλα Σόουχιλ, στο περιοδικό «Foreign Affairs», η πολιτική είναι συνυφασμένη με τη θρησκεία. Περίπου οι μισοί Ρεπουμπλικάνοι πιστεύουν ότι ο Θεός επέλεξε τον Τραμπ για να σώσει τη χώρα από τα φιλελεύθερα δεσμά. Πάνω στην αντίληψη αυτή εδράζεται το μένος κατά των ελίτ, συναίσθημα με το οποίο κατά κόρον έπαιξε ο Ντόναλντ Τραμπ.

Όπως το θέτει ο δημοσιογράφος Ezra Klein στο βιβλίο του "Why We're Polarized", «μια ταυτότητα, μόλις υιοθετηθεί, είναι πιο δύσκολο να αλλάξει από όσο μια γνώμη. Μια ταυτότητα που σε ενώνει με μια κοινότητα που σε ενδιαφέρει είναι δαπανηρό και επώδυνο να εγκαταλειφθεί και το μυαλό θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγει την εγκατάλειψή της».

Πώς λοιπόν οι Ηνωμένες Πολιτείες χωρίστηκαν σε κοινότητες που αισθάνονται ότι είναι τόσο διακριτές και αμοιβαία εχθρικές; Η ιστορία δεν μπορεί να ειπωθεί χωρίς αναφορά στην απώλεια εμπιστοσύνης της χώρας στα βασικά μέσα ενημέρωσης και στον βασισμένο στα γεγονότα διάλογο. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) και η καλωδιακή τηλεόραση έχουν δημιουργήσει έναν χείμαρρο παραπληροφόρησης και θεωριών συνωμοσίας, που επιτρέπουν στους ανθρώπους να φτιάχνουν το δικό τους μeίγμα πληροφοριών για να επιβεβαιώνουν τις απόψεις τους. Με αυτές τις τελευταίες βέβαια να είναι επιφανειακές, υπεραπλουστευμένες και πάντα συνωμοτικές.

Σύμφωνα με έρευνες του Brookings αλλά και άλλων φορέων που μελετούν τις τάσεις στην αμερικανική κοινωνία, οι πολιτικές και πολιτιστικές εικόνες που δημιούργησαν και εκμεταλλεύονται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) δεν ξεκίνησαν επί Τραμπ, ούτε με την εμφάνιση του φιλικού προς αυτόν τηλεοπτικού δικτύου Fox News. Ο απερχόμενος πρόεδρος, με αρκετή επιτυχία, επωφελήθηκε και σε δεύτερη φάση τόνωσε με τη ρητορική του τις φυλετικές δυσαρέσκειες των λευκών μπλε κολάρων, που στον παραδοσιακό βιομηχανικό τομέα της οικονομίας πλήττονται από την ανεργία και την υποαπασχόληση.

Πολύ πριν από τις εκλογές του 2016, η κοινωνιολόγος Arlie Hochschild διαπίστωσε ότι οι ερωτηθέντες λευκοί της εργατικής τάξης στη Λουιζιάνα μισούσαν τους μετανάστες και τις μειονότητες, για τους οποίους θεωρούσαν ότι «προσπερνούν την ουρά» για θέσεις εργασίας ή άλλα προνόμια. Το 2016, οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι (συντριπτικά λευκοί) συμφώνησαν με την ακόλουθη δήλωση: «Οι άνθρωποι σαν εμένα καλούνται να κάνουν πάρα πολλές θυσίες που ωφελούν τους ανθρώπους μιας άλλης φυλής».

«Αφότου δημοσίευσα ένα βιβλίο για αυτή την ομάδα το 2018, πραγματοποίησα μια σειρά συζητήσεων με την εργατική τάξη, που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η ελκυστικότητα του Τραμπ προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του να περιφρονήσει τις ελίτ. Παρ' όλο τον πλούτο του, ο Τραμπ δεν ήταν ποτέ εκλεπτυσμένος και σίγουρα δεν ήταν πολιτικά ορθός. Πολλοί που τον ψήφισαν, ήταν ρατσιστές και μισογύνηδες, αλλά ίσως λιγότερο λόγω της αντιπάθειάς τους για συγκεκριμένους μαύρους ή γυναίκες παρά επειδή πίστευαν ότι αυτές οι ομάδες και οι φιλελεύθεροι υποστηρικτές τους ζητούσαν ειδικά προνόμια που δεν ήταν διαθέσιμα σε αυτούς. Οι κάτοικοι των οικονομικά παρακμαζουσών περιοχών ήθελαν θέσεις εργασίας, όχι ελεημοσύνες. Νόμιζαν ότι η κυβέρνηση ήταν διεφθαρμένη ή γελοία. Ακόμη και οι γυναίκες ευνόησαν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων και θρήνησαν για την απώλεια εκείνων των θέσεων εργασίας που παρείχαν στους άνδρες αξιοπρέπεια και επαρκές εισόδημα για τη στήριξη μιας οικογένειας.», γράφει η Ισαβέλα Σόουχιλ.

Κάθε επεισόδιο εχθρότητας, είτε στην κουλτούρα της δεξιάς είτε της αριστεράς, δημιουργεί μια αντίδραση από την άλλη πλευρά. Και έτσι ο Τραμπ και οι όμοιοί του έγιναν καταλύτες μιας αντίδρασης στα αριστερά -μιας αντίδρασης που αύξησε απότομα το ποσοστό των Αμερικανών που πιστεύουν ότι η διάκριση λόγω φυλής ή φύλου είναι ένα σημαντικό πρόβλημα.

Τα κινήματα Black Lives Matter και #MeToo είναι μόνο δύο εκδηλώσεις αυτής της αντίδρασης. Η μεταβολή είναι δύσκολο να εξηγηθεί με βάση μια αλλαγή στις αντικειμενικές συνθήκες των ανθρώπων: πρώην περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως οι μαύροι, οι γυναίκες και η κοινότητα LGBTQ έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο τις τελευταίες δεκαετίες. Ο εθνικός διάλογος, ωστόσο, έχει γίνει πιο θυμωμένος και πιο δυσανεκτικός.

Αυτή η δυναμική της κλιμάκωσης και ανακλιμάκωσης μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τον έλεγχο, επισημαίνει η Ισαβέλα Σόουχιλ, φέροντας στην επιφάνεια ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, το οποίο σίγουρα θα είναι ισχυρός πονοκέφαλος για τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.

Όπως σοβαρότατο πρόβλημα θα είναι και οι διχαστικές τάσεις που παρατηρούνται στους δύο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς και από αυτούς μεταφέρονται στην κοινωνία. Συνεπώς κάθε άλλο παρά απίθανη είναι μια σοβαρή αλλαγή και στο επίπεδο αυτό, με διασπάσεις που θα αλλάξουν και τα παραδοσιακά πολιτικά δεδομένα στις ΗΠΑ.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v