Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η Ελλάδα και ο κακώς νοούμενος συνδικαλισμός

Ο εν Ελλάδι συνδικαλισμός έχει απολέσει τον χαρακτήρα του. Αντί να επιδιώκει τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών, αγκιστρώνεται απο κεκτημένα που παραπέμπουν σε ”δημοσιοϋπαλληλισμό”. Αραγε περιλαμβάνονται στο λεξιλόγιο των εργατοπατέρων λέξεις όπως ”ανεργία”; Γράφει ο Χρήστος Μελάς.

Η Ελλάδα και ο κακώς νοούμενος συνδικαλισμός
του Χρήστου Μελά *

Η ύπαρξη συνδικαλιστικών οργάνων και το δικαίωμα της συλλογικής έκφρασης αιτημάτων αποτελούν συνιστώσες της Δημοκρατίας, που εξασφαλίζονται συν τοις άλλοις και από το Σύνταγμα της χώρας. Παράλληλα, αποτελούν προϊόν όλων σχεδόν των ανεπτυγμένων χωρών, στο βαθμό που η εκάστοτε κοινωνία έχει διαμορφώσει.

Στην Ελλάδα, όμως, έχουμε περάσει στην αντίπερα όχθη. Ο συνδικαλισμός έχει απολέσει, σχεδόν ολοσχερώς, τον χαρακτήρα του. Αντί να δρα ως φορέας προώθησης αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, έχει μεταλλαχθεί σε καταστατικό όργανο που θεωρεί σκόπιμο να προβάλλει την παγίωση και το κεκτημένο.

Η χρήση της λέξης ”κεκτημένο” αντίκειται εξ ορισμού στην έννοια της προόδου. Είναι αδιανόητο σε ένα περιβάλλον ευμετάβλητων εργασιακών συνθηκών, μακροοικονομικών τάσεων και γεωπολιτικής αστάθειας να υφίστανται ακόμη όργανα που ως μόνο σκοπό δράσης έχουν τη διατήρηση συγκεκριμένων πτυχών της οικονομίας. Πιο βαθιά συντηρητική αντίληψη δεν υπάρχει.

Στη χώρα μας ο συνδικαλισμός πλέον αφορά σχεδόν αποκλειστικά στον δημόσιο τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη δεκαετία 1991-2001

–σύμφωνα με στοιχεία μη κυβερνητικών οργανώσεων που ασχολούνται με τα συγκεκριμένα ζητήματα– οι κατατασσόμενοι υπάλληλοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (συμπεριλαμβάνει εργαζομένους σε ΔΕΚΟ έως και το 1996) απήργησαν κατά μέσο όρο 19 εργάσιμες ημέρες τον χρόνο με ”θεσμικά αιτήματα”.

Ο μέσος αντίστοιχος όρος των αντίστοιχων υπαλλήλων στην Ευρωζώνη ήταν 2,9 ημέρες. (Για όσους ενδιαφέρονται, τα στοιχεία υπάρχουν στην ιστοσελίδα eupolitix.com).

Σε ό,τι αφορά όμως τους υπαλλήλους του ευρύτερου ιδιωτικού τομέα, η ”σύγκλιση” είναι σαφώς πιο ορατή. Ο μέσος ιδιωτικός υπάλληλος στη δεκαετία 1991-2001 απώλεσε 4,8 εργάσιμες ημέρες ετησίως αιτούμενος τη θωράκιση των εργασιακών του ζητημάτων, έναντι μέσου όρου 3,7 ημερών στην Ευρωζώνη.

Εκ πρώτης όψεως προκύπτει πως οι υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα μάλλον αισθάνονται αδικημένοι. Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι απεργούν περισσότερο; Κι όμως, δεδομένου ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου για τους υπαλλήλους του Δημοσίου ισχύουν μόνο στην Ελλάδα και τη Γερμανία (όπου στη δεύτερη περίπτωση είναι μόλις 190.000 αυτοί που εμπίπτουν), αντιλαμβάνεται με σχετική ευκολία κανείς πως η έλλειψη της πιθανότητας απομάκρυνσής τους από τον εργασιακό χώρο είναι αυτή που δρα ευεργετικά στη δυνατότητα καθόδου στους δρόμους.

Δυστυχώς, ουδείς έχει ποσοτικοποιήσει το κόστος των συλλαλητηρίων στους δρόμους της πρωτεύουσας. Πόσες φορές άραγε έχουμε αναρωτηθεί γιατί οφείλουμε να προσθέσουμε άλλη μία ώρα στον χρόνο μετάβασης από το σπίτι μας στην εργασία διότι μια ομάδα ανθρώπων έχει αποφασίσει να κλείσει δύο ή τρεις βασικές οδικές αρτηρίες; Πάντως, το κόστος υπάρχει και υφίσταται.

Επί του πρακτέου, έχει δημιουργηθεί μια ομάδα ”προνομιούχων” και μια ομάδα ”μη προνομιούχων”. Στην πρώτη εμπίπτουν όσοι έχουν την άνεση να μην ασχολούνται με τις βιοποριστικές τους ανάγκες, διότι την πρώτη του μηνός οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, διά των εισφορών τους, θα κληθούν να καταβάλλουν τους μισθούς τους.

Στη δεύτερη κατηγορία εμπίπτουν όσοι ζουν υπό το καθεστώς της μόνιμης αμφιβολίας της εργασιακής βιωσιμότητάς τους, η διατήρηση της εργασίας των οποίων εναπόκειται στις ”συνθήκες” της αγοράς.

Οι ”εργατοπατέρες” δεν μπορούν να χωρέσουν στο λεξιλόγιό τους τις έννοιες της ”πλεονάζουσας εργατικής ισχύος”, των ”διαρθρωτικών αλλαγών” και της ”ανεργίας”.

Γι’ αυτούς κάποια ανώτερη δύναμη έχει αποφασίσει πως αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά τους να εργάζονται και πως άλλοι πληρώνουν. Συν τοις άλλοις, έχουν αναγάγει τον εαυτό τους σε εκφραστές του λαϊκού δικαίου και του συνόλου των εργαζομένων.

Επιπροσθέτως, έχουν εκτιμήσει πως οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύπτει από τον ευρύτερο ”κεντροδεξιό” χώρο, είναι αυτονόητο πως αντίκειται στα συμφέρονταά τους. Ενώ οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύπτει από την ”κεντροαριστερά”, είναι αυτονόητο πως επιδεικνύει υψηλή ευαισθησία στα αιτήματά τους.

Ο συνδικαλισμός είναι απαραίτητος. Είναι απαραίτητος για να προτείνει δράσεις, για να βρει τρόπους αύξησης της παραγωγικότητας χωρίς να απειλούνται βασικές πτυχές της εργασιακής ζωής. Το δικαίωμα στην εργασία, χωρίς να λαμβάνονται ως κριτήρια η πολιτική άποψη, το φύλο και η σωματική ή νοηματική ικανότητα. Με λίγα λόγια, η εξασφάλιση ΙΣΩΝ ευκαιριών.

Ο συνδικαλισμός δεν είναι απαραίτητος όταν χρησιμοποιεί ΔΟΓΜΑΤΑ. Δεν υπάρχουν σήμερα πάγιες αλήθειες. Διότι δεν υπάρχουν πάγιες συνιστώσες στο διεθνές οικονομικό στερέωμα. Οι θεωρίες της ”Αριστεράς” όσον αφορά στη διαχείριση της οικονομικής πολιτικής εκφράζονται πολιτικά στη χώρα μας στη μεταπολίτευση από ένα ποσοστό ψηφοφόρων που δεν ξεπερνά το 10% (το άθροισμα του ποσοστού που λαμβάνουν ΚΚΕ και Συνασπισμός).

Απέναντι υπάρχει ένα 50%-60% που απλώς θέλει να οδηγηθεί στην οικονομική ευημερία διά της εξασφάλισης συνθηκών της αγοράς που θα το επιτρέψουν. Το Ηνωμένο Βασίλειο, που επί δεκαπέντε χρόνια βίωσε τις ”σκληρές φιλελεύθερες” πολιτικές που τόσο αντιπαθούν οι εργατοπατέρες, διαθέτει από το 1996 τον χαμηλότερο ετήσιο ρυθμό ανεργίας στην Ε.Ε. (μόλις 4,2%). Ποσοστό ανεργίας που δεν έχει δει η Ελλάδα ΠΟΤΕ στη μεταπολιτευτική της ιστορία.

Θέλετε να πάρετε ως παράδειγμα την Ισπανία; Την τελευταία διετία της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Γκονζάλες η ανεργία στην Ισπανία έφτασε το 19,2%. Επί της οκταετίας Αθνάρ η ανεργία μειώθηκε κατά 50%, στο 9,7%. Πώς; Με αποκρατικοποιήσεις και αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο.

Εν τέλει, τι έχει σημασία; Το δικαίωμα των λίγων ή το δικαίωμα των πολλών; Κι αν το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε τους πολλούς, δεν πιστεύουμε ποτέ ότι θα οδηγούνταν σε αυτή την ήττα. Την ήττα στην οποία το οδήγησαν οι ”πολλοί”. Μεταξύ των οποίων οι άνεργοι και οι ”μη προνομιούχοι”. Ας δράσουν επιτέλους τα συνδικαλιστικά όργανα υπέρ αυτών...

(Έναυσμα για τη θέση αυτή αποτελεί το ”Εγερτήριο” του κ. Θανάση Μαυρίδη της 11ης Μαρτίου 2004).

* Ο Χρήστος Μελάς είναι δημοσιογράφος και Phd aspirant στον τομέα μακροοικονομικής πολιτικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο