Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ο κατώτατος, η ουσία και οι εντυπώσεις

Οταν ζητήματα όπως ο κατώτατος μισθός γίνονται αντικείμενο προεκλογικής πλειοδοσίας, ας μην αναζητούμε «νικητές». Το ρίσκο είναι μεγάλο και αφορά ολόκληρη την οικονομία.

Ο κατώτατος, η ουσία και οι εντυπώσεις

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Η πέραν πάσης προσδοκίας αύξηση κατά σχεδόν 11%, που ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας στον κατώτατο μισθό, έγινε δεκτή από την αξιωματική αντιπολίτευση με την ιαχή «αργήσατε» ή, ακριβέστερα, «η αύξηση... έπρεπε να είχε δοθεί ήδη από το 2017…».

Και τούτο ενώ σε προηγούμενο επεισόδιο της ίδιας σειράς, ο πρόεδρος της ΝΔ Κ. Μητσοτάκης υπερθεμάτιζε έναντι των κυβερνητικών εξαγγελιών περί επικείμενης αύξησης του κατώτατου μισθού, με υποσχέσεις για αυξήσεις με ρυθμό διπλάσιο εκείνου της ανάπτυξης της οικονομίας.

Όταν, όμως, ο κατώτατος μισθός γίνεται αντικείμενο προεκλογικής πλειοδοσίας, χαμένη κινδυνεύει να αναδειχθεί η οικονομία. Δηλαδή, όλοι εμείς.

Βάσει του πορίσματος το οποίο συνέταξε η λεγόμενη «Επιτροπή Σοφών» που ορίστηκε από τα υπουργεία Εργασίας, Οικονομικών και Ανάπτυξης για να καταγράψει τις δυνατότητες προσαρμογής του νομοθετημένου ελάχιστου μισθού και ημερομισθίου, το «πλαφόν» μίας δυνητικής αύξησης του κατώτατου μισθού έφθανε έως το 10%.

Σύμφωνα με την ίδια επιτροπή, η αύξηση του μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας από μία αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10% θα είναι 2,86% και κατά πολύ υψηλότερη, κατά 3% ή και 4%, για τις μικρές επιχειρήσεις, με χαμηλή παραγωγικότητα σε κλάδους όπως το εμπόριο, τα καταλύματα και ο επισιτισμός.

Η επιτροπή παραδέχεται επίσης ότι ακόμη και μια ήπια αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να κλονίσει κάποιες εξαιρετικά αδύναμες επιχειρήσεις, κυρίως από τους κλάδους του λιανικού εμπορίου και της τουριστικής βιομηχανίας, αμφότεροι καίριας σημασίας για την ελληνική οικονομία.

Ταυτόχρονα, δε, είναι σαφές ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα αντικατοπτριστεί και στη διαμόρφωση σειράς επιδομάτων και παροχών, συνολικά είκοσι τεσσάρων, που αφορούν την ανεργία, την επίσχεση εργασίας, τη μητρότητα κ.α.

Υπό αυτό το πρίσμα, όμως, ο υπερθεματισμός στον οποίο προχώρησαν οι δύο κυριότερες πολιτικές πλευρές στην πατρίδα μας, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, παραμερίζει παραμέτρους όπως η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Το «αντίβαρο», μας λένε, θα είναι η αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης, η οποία θα οδηγήσει σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και σε υψηλότερα έσοδα μέσω της έμμεσης φορολογίας, για τον προϋπολογισμό. Δίχως άλλο, προσδοκάται ότι θα οδηγήσει και σε ευμενέστερα εκλογικά αποτελέσματα.

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα υψηλό ρίσκο, το οποίο λαμβάνεται, όμως, με τα «λεφτά των άλλων», δίχως να έχει ακόμη κριθεί το στοίχημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και δίχως να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως οι δυνητικές επιπτώσεις στην ανεργία και την αδήλωτη εργασία.

Όλα αυτά, δε, σε μία -κατά τεκμήριο «ύποπτη»- εκλογική χρονιά.

Έτσι, λοιπόν, στον απόηχο μίας σχεδόν υπερδεκαετούς κρίσης και πριν ακόμη μπορέσει η ελληνική οικονομία να σταθεί πραγματικά στα πόδια της, τα όποια οφέλη έχει κατορθώσει να αποκομίσει, αρχίζουν να εξανεμίζονται χάριν προεκλογικών σκοπιμοτήτων.

Ακόμη και σε ένα πεδίο όπως ο κατώτατος μισθός, όπου αναγνωρισμένα έπρεπε να υπάρξουν βελτιώσεις, η πλειοδοσία και η πολιτική σκοπιμότητα εμφανίζονται να κυριάρχησαν και ενδέχεται να οδηγήσουν σε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις συνολικά την οικονομία και τον τόπο.

Ας προσέχαμε…


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v