Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ξεπερνώντας τις όποιες τυχόν αναστολές υφίστανται σχετικά με την ύπαρξη -ή μη- συνέχειας στην εξωτερική πολιτική της χώρας, -κατά το συνεπές πρότυπο της γείτονος - είναι δυνατή η διάκριση δυο διαφορετικών περιόδων στην διακυβέρνηση Μητσοτάκη σε αυτόν τον τομέα.
Η περίοδος των επιτυχιών και η περίοδος των αποτυχιών.
Διότι ακόμη κι αν παρατηρεί κανείς τα τεκταινόμενα από την άνεση του… καναπέ του, κατά την πρόσφατη αναφορά του κυβερνητικού εκπροσώπου Π. Μαρινάκη στους επικριτές της τρέχουσας εξωτερική πολιτικής, υπάρχουν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δύναται να ανασύρει ο κάθε πολίτης για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο στα 12 ν.μ, για παράδειγμα, είναι ένα από αυτά, καθώς αποτελεί ένα αντικειμενικό και μη αμφισβητήσιμο γεγονός σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων της χώρας μας, βάσει του διεθνούς δικαίου. Όχι απλώς την επίκληση αυτού του δυνητικού δικαιώματος αλλά την έμπρακτη άσκησή του. Για πρώτη φορά, μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου, το 1947, η Ελλάδα επεξέτεινε την κυριαρχία της.
Όπως αντίστοιχα αποτελεί άσκηση δικαιώματος και σαφώς επιτυχία της εξωτερικής μας πολιτικής η σύναψη συμφωνιών ΑΟΖ τόσο με την Ιταλία, όσο και με την Αίγυπτο, έστω μερικώς. Βάσει και αυτών των συμφωνιών και ειδικά αυτής με την Αίγυπτο, διαθέτει η χώρα μας έναν διεθνώς κατοχυρωμένο “αντίλογο” στο κατά τα λοιπά “παράνομο” τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Όπως αντίστοιχα, συνιστά έμπρακτη απόδειξη άσκησης επιτυχούς εξωτερικής πολιτικής η επί σειρά ετών εξασφάλιση όρων σύμπλευσης με τις δυνάμεις υπό τον Στρατηγό Χ. Χαφτάρ της Λιβύης και το κοινοβούλιο της Βεγγάζης, ως αντιστάθμισμα στην συμπόρευση της “νομίμου” κυβέρνησης της Λιβύης -και αντιπάλου του Χαφτάρ- με την Άγκυρα.
Όπως αντίστοιχα, κατά ακριβώς το ίδιο σκεπτικό, συνιστά αποτυχία της ακολουθούμενης εξωτερικής πολιτικής η διάρρηξη αυτών των σχέσεων κατά την τελευταία διετία-τριετία, και η “μετακόμιση” αυτών των δυνάμεων στο τουρκικό στρατόπεδο ή τουλάχιστον πλησίον των θέσεών του για το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Όπως βεβαίως αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα αδυναμίας άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας ή έστω του ρόλου της ως αυθύπαρκτης κρατικής οντότητας στο παγκόσμιο στερέωμα, η υπόθεση ερευνών για την πόντιση του καλωδίου Great Sea Interconnector (GSI).
Παλινδρομήσεις, αμφιταλαντεύσεις, διστακτικότητα, κατευνασμός και στο τέλος… τίποτε, παρά μόνον η επαναλαμβανόμενη επωδός ότι η υπόθεση του καλωδίου θα προχωρήσει όταν και όποτε κριθεί τούτο σκόπιμο από τη χώρα μας. Ακόμη κι αν χρηματοδοτείται το συγκεκριμένο ενεργειακό πρόγραμμα μερικώς από την ΕΕ, ακόμη κι αν δικαιούμεθα να διεξάγουμε αυτές τις έρευνες, όπως και να ποντίσουμε το καλώδιο, βάσει των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου.
Μία επίκληση που ηχεί γνώριμη καθώς επί δεκαετίες χρησιμοποιείται και στους διαδρόμους του ΥΠΕΞ αλλά και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, αναφορικά με ενδεχόμενη επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Αιγαίο στα 12 ν.μ. Υπόθεση την οποία η χώρα μας βιώνει υπό την απειλή πολέμου εκ μέρους της Τουρκίας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ακόμη κι αν ο καναπές που επικαλείται ο φίλτατος Μαρινάκης είναι ευμεγέθης, παρέχοντας την άνεση ενδεχομένως νηφαλίων συλλογισμών, τα αντικειμενικά γεγονότα δεν μπορούν ευχερώς να ξεπεραστούν.
Οι δυο περίοδοι της εξωτερικής πολιτικής που ασκήθηκε και ασκείται κατά την διακυβέρνηση Μητσοτάκη είναι απολύτως διακριτές και φέρουν το ονοματεπώνυμο όσων κάθισαν στην θέση του υπουργού των Εξωτερικών. Η περίοδος Ν. Δένδια και η – τρέχουσα – περίοδος, Γ. Γεραπετρίτη.
Τούτα όλα είναι γνωστά στον κάθε πολίτη, όπως βεβαίως και στον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος, κατά τεκμήριο, εξακολουθεί να περιβάλει με εμπιστοσύνη τους υπουργούς του.
Είναι προφανές ότι τα βλέπει και τα αναγνωρίζει όλα αυτά. Πρόκειται, εξάλλου, για την δική του παρακαταθήκη στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Το προϊόν της δικής του διακυβέρνησης.
Γεγονός το οποίο έχει την αξία του και δύναται να οδηγήσει σε συμπεράσματα τον κάθε πολίτη. Τον κάθε ψηφοφόρο.