Οι ελίτ σε ΗΠΑ-Κίνα και ο «εμφύλιος που έρχεται»

Μια ευρύτερη αίσθηση εθνικής παρακμής πλανάται πάνω από την υπερδύναμη, βλέποντας την Κίνα να καλπάζει και τους διχασμούς στο εσωτερικό της να διευρύνονται. Το αφήγημα της «Ανατολής που ακμάζει» και ένα ιστορικό δίδαγμα.

Οι ελίτ σε ΗΠΑ-Κίνα και ο «εμφύλιος που έρχεται»
  • Του Gideon Rachman

O Γκρεγκ Τρέβερτον ήταν ο επικεφαλής «μελλοντολόγος» των ΗΠΑ. Ως πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών, επέβλεπε την τετραετή έκθεση Global Trends της αμερικανικής κυβέρνησης.

Η έκθεση που εξέδωσε το 2017 περιλάμβανε και μια διστακτική αναγνώριση των αδυναμιών των ΗΠΑ. Επισήμανε την «αυξανόμενη ανισότητα» και την «εξαιρετικά πολωμένη πολιτική ζωή». Αλλά η έκθεση κατέληγε στο αισιόδοξο συμπέρασμα ότι το «συμπεριληπτικό ιδεώδες» των ΗΠΑ παραμένει ένα πλεονέκτημα.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Τρέβερτον, ο οποίος πλέον διδάσκει σε πανεπιστήμιο, έχει υιοθετήσει μια δραματικά πιο απαισιόδοξη στάση. Την περασμένη εβδομάδα δημοσίευσε άρθρο, το οποίο έγραψε μαζί με την Κάρεν Τρέβερτον, με τίτλο «Ο Εμφύλιος Πόλεμος Έρχεται». Υποστηρίζει ότι οι διαιρέσεις ανάμεσα στις «κόκκινες» και τις «μπλε» ΗΠΑ είναι πλέον τόσο ακραίες που κάποιου είδους διάσπαση είναι αναπόφευκτη. Η διαίρεση μπορεί να είναι ειρηνική, και να περιλαμβάνει μια πολύ «πιο χαλαρή συνομοσπονδία». Αλλά θα μπορούσε να είναι και βίαιη. Οι Τρέβερτον επισημαίνουν με δυσοίωνο τόνο: «Οι Ρεπουμπλικάνοι είναι δύο φορές πιο πιθανό να έχουν όπλα από τους Δημοκρατικούς».

Αν αυτή ήταν απλώς μια μεμονωμένη άποψη, θα μπορούσε να μην είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Αλλά και άλλοι επιφανείς Αμερικανοί αναλυτές καταλήγουν σε εξίσου δυστοπικά συμπεράσματα. Την επόμενη εβδομάδα θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο της Μπάρμπαρα Γουόλτερ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, μιας ακαδημαϊκής αυθεντίας στο συγκεκριμένο ζήτημα. Υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ πληρούν τα κριτήρια μιας χώρας που βρίσκεται στα πρόθυρα μιας βίαιης εσωτερικής σύγκρουσης. Κατά την άποψή της αυτή θα χαρακτηριζόταν από «αρκετά συστηματικές τρομοκρατικές επιθέσεις» παρά από συγκρούσεις μεταξύ τακτικών στρατών.

Ακόμα και ακαδημαϊκοί οι οποίοι δεν είναι επικεντρωμένοι αποκλειστικά στην πολιτική βία είναι ολοένα και πιο απαισιόδοξοι. Ο Τόμας Έντσαλ, ο οποίος παρακολουθεί τις τάσεις στις κοινωνικές επιστήμες για τους New York Times, επισήμανε την περασμένη εβδομάδα ότι πολιτικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ολοένα και πιο συχνά ότι «μια επιστροφή στις παραδοσιακές δημοκρατικές νόρμες στις ΗΠΑ θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη». Αυτού του είδους η ανησυχία και απελπισία δεν περιορίζεται μόνο στις «μπλε» ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πιο πιθανό να πουν ότι η δημοκρατία της χώρας βρίσκεται σε κίνδυνο σε σχέση με τους Δημοκρατικούς – μια αντανάκλαση της επιμονής του Ντόναλντ Τραμπ ότι του έκλεψαν τις εκλογές του 2020.

Oι αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο είναι συχνές και στην αμερικανική δεξιά. Ο γερουσιαστής Τεντ Κρουζ μίλησε τον περασμένο μήνα για απόσχιση του Τέξας από τις ΗΠΑ. Ο Μάικλ Άντον, ο οποίος υπηρέτησε στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Τραμπ, συνέκρινε πρόσφατα τις σημερινές ΗΠΑ με την κατάσταση της χώρας πριν από τον εμφύλιο πόλεμο και υποστήριξε ότι: «Οι Αμερικανοί είναι περισσότερο διχασμένοι, όχι λιγότερο, από ό,τι ήμασταν την παραμονή αυτής της μεγάλης σύγκρουσης».

Η βαθιά απόγνωση της ελίτ των ΗΠΑ συνδέεται με μια ευρύτερη αίσθηση εθνικής παρακμής. Ένα από τα λίγα πράγματα στα οποία συμφωνούν Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί είναι ότι οι ΗΠΑ πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουν την Κίνα ως έναν σοβαρό και επικίνδυνο παγκόσμιο αντίπαλο. Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότεροι Αμερικανοί υπέθεταν ότι, ανεξάρτητα από τα άλλα προβλήματά τους, οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν ένα τεχνολογικό πλεονέκτημα έναντι της Κίνας. Αλλά αυτό δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένο. Σε ένα πρόσφατο άρθρο, ο Γκράχαμ Άλισον του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και ο Έρικ Σμιντ, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Google, υποστήριξαν ότι «η Κίνα θα ξεπεράσει σύντομα τις ΗΠΑ στην τεχνολογία».

Η διάθεση απελπισίας που σχεδόν επικρατεί στις ΗΠΑ τρέφει το αντίθετο συναίσθημα στην κινεζική ελίτ - μια αυξανόμενη πεποίθηση ότι η χώρα τους ξεπερνά τις ΗΠΑ και ότι τελικά θα τις εκτοπίσει ως η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο. Σε μια πρόσφατη ομιλία του, ο ηγέτης της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, διακήρυξε ότι «η Ανατολή ακμάζει και η Δύση βρίσκεται σε παρακμή».

Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ κατέγραψαν 800.000 θανάτους ως αποτέλεσμα της πανδημίας Covid-19, ενώ η Κίνα ισχυρίζεται ότι είχε έναν αριθμό θανάτων κάτω από 5.000, αναφέρεται συχνά ως απόδειξη της ανωτερότητας του κινεζικού συστήματος.

Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση της Κίνας φαίνεται και στις επίσημες ανταλλαγές μεταξύ των δύο χωρών. Όταν ο Άντονι Μπλίνκεν, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, καταδίκασε τις κινεζικές ενέργειες στο Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν, ο Κινέζος ομόλογός του Γιανγκ Γιετσί αντέδρασε με φανερή περιφρόνηση, υποστηρίζοντας: «Οι ΗΠΑ δεν έχουν τις περγαμηνές να πουν ότι θέλουν να μιλήσουν στην Κίνα από θέση ισχύος».

Φυσικά, σε ένα κλειστό σύστημα όπως αυτό της Κίνας, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε αν η επίσημη ρητορική για την ανωτερότητα του κινεζικού συστήματος αντανακλά γνήσια εμπιστοσύνη. Όσοι επικρίνουν ανοιχτά τον Σι καταλήγουν συχνά στη φυλακή. Ο Ζανγκ Ζαν, ένας πολίτης-δημοσιογράφος που αμφισβήτησε τις επίσημες εκδοχές του τι συνέβη στη Γουχάν, όπου ξεκίνησε η πανδημία, καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση. Αλλά ξένοι παρατηρητές και δημοσιογράφοι που ταξιδεύουν ευρέως εκτός Πεκίνου αναφέρουν ότι η αυτοπεποίθηση και ο εθνικισμός της κεντρικής κυβέρνησης φαίνεται να διαπνέει και τα τοπικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και τον ευρύτερο πληθυσμό.

O συνδυασμός της κρίσης που περνάει σήμερα η αμερικανική δημοκρατία και της αυξανόμενης εμπιστοσύνης των αυταρχικών δυνάμεων θυμίζει τη δεκαετία του 1930. Η Μεγάλη Κρίση έπεισε πολλούς στην Αμερική και στον ευρύτερο κόσμο ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε μοιραία ελαττώματα. Τα μονοκομματικά κράτη της Σοβιετικής Ένωσης, η Ιταλία του Μουσολίνι και η ναζιστική Γερμανία διακήρυξαν την ανώτερη αποτελεσματικότητά τους στους δικούς τους λαούς -και στους πολιτικούς προσκυνητές από τη Δύση.

Όπως αποδείχθηκε, η αστραφτερή απεικόνιση των αυταρχικών δυνάμεων της δεκαετίας του 1930 συγκάλυπτε τα βαθιά προβλήματά τους, ενώ η επιφανειακή αδυναμία των ΗΠΑ συσκότισε τη βαθύτερη ανθεκτικότητά της.

Όσοι εξακολουθούν να βλέπουν τις ΗΠΑ ως τον παγκόσμιο θεματοφύλακα της πολιτικής ελευθερίας πρέπει να ελπίζουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.

© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v