Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το μεγάλο λάθος στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής

Απαιτείται από εμάς να κερδίσουμε τον πόλεμο, γράφει ο M. Wolf ενώ διεξάγεται η COP27. Είναι απαραίτητη μια τεράστια επιτάχυνση των επενδύσεων, που θα βοηθήσει αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες.

Το μεγάλο λάθος στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής
  • του Martin Wolf

Η προτεραιότητα της COP27 στο Σαρμ ελ Σέιχ είναι να διασφαλιστεί η συνέχιση της ζωής σε αυτόν τον πλανήτη όπως την ξέρουμε. Ωστόσο, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο στόχος του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα στον συνιστώμενο 1,5 βαθμό Κελσίου θα πρέπει να «κηρυχθεί νεκρός» αφού δεν είναι πλέον ρεαλιστικός.

Η προσαρμογή των στόχων μας στις αποτυχίες μας αποτελεί ήττα. Αν αποτύχουμε να μειώσουμε τις εκπομπές ταχύτερα, θα καταλήξουμε να χρειαστεί να δαπανήσουμε πολύ περισσότερα για την προσαρμογή. Θα πρέπει επίσης να ανακαλύψουμε τρόπους απομάκρυνσης τεράστιων ποσοτήτων άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Ίσως χρειαστεί να υιοθετήσουμε ακόμη και την επικίνδυνη επιλογή της γεωμηχανικής. Είναι αλήθεια ότι κάποια από αυτά, ίσως και πολλά από αυτά, μπορεί να γίνουν αναπόφευκτα στο τέλος. Πράγματι, η προσαρμογή είναι ήδη αναπόφευκτη, όπως δείχνει η καταστροφή από τις πλημμύρες στο Πακιστάν. Ωστόσο, πρέπει να σταματήσουμε να ρίχνουμε αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Αυτό παραμένει προτεραιότητα.

Και πάλι, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι όσοι έχουν κάνει ελεύθερη χρήση της παγκόσμιας καταβόθρας διοξειδίου του άνθρακα για έως και δύο αιώνες οφείλουν αποζημιώσεις σε όσους δεν το έκαναν. Η απόκλιση στις σωρευτικές εκπομπές ανά κεφαλή είναι όντως έντονη. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, το να αποσπάται η προσοχή από τις προτεραιότητες του σήμερα και να κατευθύνεται προς αποζημιώσεις για αδικίες του παρελθόντος δεν θα οδηγήσει σε δράση αλλά σε ατέρμονες και μη παραγωγικές διαμάχες (βλ. διαγράμματα).

Τι πρέπει, λοιπόν, να συμβεί, αν θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα παραμείνουμε κοντά στο συμφωνημένο ανώτατο όριο θερμοκρασίας; Η Επιτροπή Ενεργειακών Μεταβάσεων παρουσιάζει μια απογοητευτική εικόνα: μέχρι το 2030, οι ετήσιες εκπομπές CO₂ πρέπει να είναι κατά 22 γιγατόνους χαμηλότερες από ό,τι στο πλαίσιο της «συνήθους λειτουργίας»· μόνο το 40% περίπου αυτής της έλλειψης καλύπτεται από (αμφίβολες) δεσμεύσεις· η πρόοδος προς την κατεύθυνση της ανάληψης νέων δεσμεύσεων καθαρού μηδενικού ισοζυγίου και της νομοθέτησής τους έχει επιβραδυνθεί· και οι πιθανές σωρευτικές εκπομπές της Κίνας, της Ινδίας και των χωρών με υψηλό εισόδημα κατά τον επόμενο μισό αιώνα θα εξαντλήσουν και με το παραπάνω τον εναπομένοντα παγκόσμιο προϋπολογισμό για τον άνθρακα, καθιστώντας αναπόφευκτη την απομάκρυνση του άνθρακα σε μεγάλη κλίμακα.

Συνοψίζοντας, είναι πολύ πιθανό να αποτύχουμε. Η μεγαλύτερη δυσκολία από όλες βρίσκεται στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες. Πώς θα συνδυαστεί η ανάπτυξη που χρειάζονται οι πληθυσμοί τους με τον περιορισμό και τελικά την εξάλειψη των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου; Η επίλυση αυτής της πρόκλησης δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την παγκόσμια επιτυχία, αλλά σίγουρα είναι αναγκαία.

Στις χώρες υψηλού εισοδήματος και στην Κίνα, η πρόκληση, αν και τεράστια, είναι ζήτημα πολιτικών και πολιτικής. Στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι επίσης ζήτημα πρόσβασης στην τεχνολογία και τη χρηματοδότηση. Αυτό συζητείται στην έκθεση της Επιτροπής Ενεργειακών Μεταβάσεων. Αναφέρεται επίσης λεπτομερώς στην έκθεση «Finance for Climate Action», η οποία προέρχεται από μια ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου.

Το πρόβλημα είναι ξεκάθαρα απογοητευτικό. Έχουμε μια παγκόσμια πρόκληση που μπορεί να επιλυθεί μόνο με τεράστιες επενδύσεις, ιδίως σε νέα ενεργειακά συστήματα. Αλλά οι κεφαλαιαγορές μας είναι κατακερματισμένες λόγω του κινδύνου ανά χώρα. Η μόνη λύση είναι οι πλούσιες χώρες να αναλάβουν ένα σημαντικό μέρος αυτού του κινδύνου, παρέχοντας χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους, τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο, προωθώντας έτσι τις απελπιστικά αναγκαίες ροές ιδιωτικών κεφαλαίων.

Εν συντομία, για να επιτευχθεί ο αναγκαίος μετασχηματισμός στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, πρέπει να υπάρξει τεράστια επιτάχυνση των επενδύσεων, παράλληλη αύξηση της εξωτερικής ιδιωτικής χρηματοδότησης, αναβαθμισμένος και σημαντικά ενισχυμένος ρόλος για τις πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες, διπλασιασμός της χρηματοδότησης με ευνοϊκούς όρους από τις χώρες υψηλού εισοδήματος έως το 2025 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019 και ευφάνταστοι τρόποι διαχείρισης των προβλημάτων χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών.

Χονδρικά, ο κόσμος θα πρέπει να κινητοποιήσει 1 τρισ. δολάρια ετησίως σε εξωτερική χρηματοδότηση για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, εκτός της Κίνας. Δεν πρόκειται για τα 100 δισ. δολάρια ετησίως που υποσχέθηκαν οι χώρες υψηλού εισοδήματος και δεν έχουν μέχρι στιγμής καταφέρει να υλοποιήσουν. Πρόκειται για κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό.

Χωρίς όλα αυτά, οι στόχοι που καθορίζονται στη Συμφωνία του Παρισιού και στο Σύμφωνο της Γλασκώβης δεν θα επιτευχθούν: θα είναι οικονομικά απλησίαστοι. Ορισμένες χώρες της ομάδας υψηλού εισοδήματος, έχοντας τρομάξει από αυτά τα ποσά, μπορεί να ελπίζουν ότι οι χώρες αυτές θα ξοδέψουν λιγότερα και θα αναπτυχθούν λιγότερο. Όμως, εκτός του ότι αυτό θα ήταν ασυνείδητο, θα σήμαινε τη συνέχιση της ανάπτυξης με τη σημερινή καταστροφική πορεία των υψηλών εκπομπών και της μεγάλης κλίμακας αποψίλωσης των δασών. Ο πιο μετασχηματιστικός και πιο γενναιόδωρος δρόμος είναι αυτός του ορθολογικού ιδίου συμφέροντος.

Οι ανάγκες είναι πράγματι τεράστιες. Οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, εκτός της Κίνας, θα πρέπει να δαπανήσουν περίπου 4,1% του ΑΕΠ για μια στρατηγική επενδύσεων «μεγάλης ώθησης» σε βιώσιμες υποδομές έως το 2025 και στη συνέχεια 6,5% του ΑΕΠ το 2030, από 2,2% το 2019. Αυτό θα απαιτήσει ριζικές μεταρρυθμίσεις πολιτικής, ιδίως την εξάλειψη των στρεβλωτικών επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα και την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Ένας τρόπος για την επίτευξη του τελευταίου θα μπορούσε να είναι η διατήρηση των εγχώριων τιμών των ορυκτών καυσίμων στα σημερινά υψηλά επίπεδα, ακόμα και όταν οι παγκόσμιες τιμές πέφτουν. Σημαντικό μέρος της απαιτούμενης πρόσθετης χρηματοδότησης, ίσως και το ήμισυ, ευελπιστείται ότι θα προέλθει από εγχώριους πόρους. Όμως ένα μεγάλο μέρος πρέπει να προέλθει από εξωτερικές πηγές, μέσω δημόσιων και ιδιωτικών συμπράξεων που καθιστούν διαθέσιμες τις αναγκαίες ροές.

Ωστόσο, μόλις όλα αυτά διευκρινιστούν, οι άνθρωποι είναι πιθανό να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είναι μη ρεαλιστικά. Δεν είναι. Το μεγαλύτερο μέρος της πρόσθετης εξωτερικής χρηματοδότησης θα προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα και από μια πιο ευφάνταστη χρήση των ισολογισμών των Πολυμερών Αναπτυξιακών Τραπεζών. Η ομάδα υψηλού επιπέδου συνιστά να αυξηθεί η ετήσια διμερής χρηματοδότηση για το κλίμα με ευνοϊκούς όρους κατά 30 δισ. δολάρια έως το 2025. Αλλά αυτό θα ανερχόταν σε μόλις το 0,05% του ΑΕΠ όλων των πλούσιων χωρών.

Κανείς δεν μπορεί λογικά να ισχυριστεί ότι αυτό θα ήταν δυσβάσταχτο. Αντίθετα, το δυσβάσταχτο θα είναι να μη γίνει αυτό. Απαιτείται από εμάς να πολεμήσουμε έναν πόλεμο που απλά πρέπει να κερδίσουμε. Δεν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά, πρακτικά ή ηθικά, να αφήσουμε έναν κόσμο με ένα μη αναστρέψιμα αποσταθεροποιημένο κλίμα για το μέλλον, ενδεχομένως ακόμη και για το εγγύς μέλλον.

Δεν πρέπει να τα παρατήσουμε χωρίς να προσπαθήσουμε. Στην COP27, αυτό πρέπει να κάνουμε, με σοβαρότητα.

© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v