Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Γύρω από το καυτό θέμα των αποκρατικοποιήσεων παίζεται εδώ και πολλά χρόνια ένα πολύ διασκεδαστικό "έργο", αρκεί να είσαι απλός θεατής κι όχι πολίτης αυτής της άμοιρης χώρας.

Το ένα κόμμα εγκαλεί το άλλο ότι "πούλησε τσάμπα τα… ασημικά" κι απειλεί ότι όταν έλθει στην εξουσία θα ανατρέψει τα συμπεφωνηθέντα, ώσπου γίνεται κυβέρνηση κι απλώς αλλάζουν οι… ρόλοι.

Η τρέχουσα περίοδος δεν πρόκειται να αποτελέσει εξαίρεση. Γι' αυτό και θα είναι χρήσιμο αν ξεκαθαρίσουν από τώρα έστω τα βασικά.

Από "ταμειακής" πλευράς, το πιο βασικό είναι να εξασφαλίσει η κυβέρνηση ικανοποιητικά τιμήματα.

Όμως, ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί ικανοποιητικό τίμημα υπό τις σημερινές συνθήκες distressed selling στις οποίες βρίσκεται η χώρα είναι να προβλεφθούν ρήτρες "claw back" και "earn out".

Δηλαδή, ρήτρες που να διασφαλίζουν με συγκεκριμένα κριτήρια μελλοντικό όφελος για τον πωλητή, είτε με τη μορφή συμμετοχής στα κέρδη (earn out) είτε με την επιστροφή ποσοστού ιδιοκτησίας (claw back) εφόσον καλυφθούν κάποιες συνθήκες ανάπτυξης και κερδοφορίας.

Επί αυτού του θέματος, όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι το επιτελείο του ΤΑΙΠΕΔ έχει καταλήξει σε τέτοιες μορφές διεκδίκησης μελλοντικού οφέλους.

Το δεύτερο θέμα αφορά το «τι θα πωληθεί» και με πόσο επείγουσες διαδικασίες.

Ασφαλώς, τυχόν μεταφορά ιδιοκτησίας φυσικών πόρων και μονοπωλιακών δικτύων από τον κρατικό στον ιδιωτικό τομέα (π.χ. δίκτυα ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, υδροφόρος ορίζοντας κ.λπ.) θα προκαλούσε εύλογες αντιδράσεις. Κατά τα φαινόμενα, όμως, τέτοιες σκέψεις δεν υπάρχουν στην κυβέρνηση.

Οπότε περνάμε σε θέματα που άπτονται της λειτουργίας των "κοινωφελών" υπηρεσιών, που εκ της φύσεώς τους έχουν είτε μονοπωλιακό είτε ολιγοπωλιακό χαρακτήρα.

Κι εδώ θα παίξει ρόλο η προετοιμασία πριν από την πώληση.

Πρόκειται για ζήτημα ιδιαίτερα ακανθώδες, που κατά την άποψή μου θίγει την ουσία του προβλήματος. Πού είναι το πρόβλημα; Ότι ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο ιδιοκτήτης, όταν υπάρχει μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο οι μηχανισμοί της "αγοράς" παύουν να λειτουργούν προς όφελος του καταναλωτή, ήτοι της κοινωνίας.

Εδώ λοιπόν, εφόσον δεν υπάρχουν περιθώρια κατάργησης του μονοπωλίου ή του ολιγοπωλίου, προκύπτει η σημασία του κράτους ως "ρυθμιστή" της αγοράς, με τρόπο που να διασφαλίζεται το κοινωνικό αλλά και το εθνικό συμφέρον.

Η διασφάλιση αυτών των συμφερόντων περνά μέσα από τη θέσπιση κανονιστικών πλαισίων και "ρυθμιστικών αρχών", θεσμών δηλαδή που εν Ελλάδι εξακολουθούν να βρίσκονται σε νηπιακή ηλικία.

Ασφαλώς προκειμένου π.χ. να αποκρατικοποιηθεί η ΔΕΗ, είτε η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, είτε τα λιμάνια, θα πρέπει να υπάρξει ενδελεχής μελέτη της ξένης εμπειρίας με στόχο να διαμορφωθεί το πλαίσιο λειτουργίας αυτών των κρίσιμων κοινωφελών αγορών.

Ομοίως θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στη συγκρότηση των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών, ώστε να στελεχωθούν με υπερκομματικά κριτήρια από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και γνώσεων, ανεξάρτητα από πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα. Γι' αυτό θα πρέπει να διασφαλιστούν δύο ακόμη στοιχεία "αμεροληψίας":

Εξονυχιστικό "πόθεν έσχες" και θέσπιση "ασυμβίβαστου", που θα ισχύει επί σειρά ετών, για… ευνόητους λόγους

Κι έλεγχος πεπραγμένων όχι μόνο από τη Βουλή αλλά και από υπερκείμενο διοικητικό μηχανισμό, προκειμένου να θεραπεύονται φαινόμενα παντοδυναμίας και "αυτοκρατορικής" συμπεριφοράς.

Η εμπειρία της Ελλάδας, αλλά και τα φαινόμενα που σημειώθηκαν και σημειώνονται σε χώρες πολύ πιο προχωρημένες από τη δική μας σε θέματα μείωσης του κράτους και ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας αναδεικνύουν σήμερα ως κορυφαίο σημείο προστασίας του "δημόσιου συμφέροντος" με την πραγματική του έννοια όχι το θέμα της ιδιοκτησίας, αλλά το θέμα του ελέγχου λειτουργίας.

Κι αυτός ο έλεγχος μπορεί να είναι αποτελεσματικός μόνο όταν διασφαλίζεται η δημιουργική "σύγκρουση συμφερόντων" μεταξύ ελεγκτή και ελεγχομένου, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

ΥΓ.: Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, λόγω της αναπτυξιακής του σημασίας, αλλά και της συμμετοχής των Ελλήνων επενδυτών στην όποια ανάκαμψη, αφορά την παραμονή των εταιριών (που ενδεχομένως θα μεταβιβαστούν σε ξένα χέρια) στο ελληνικό χρηματιστήριο.

Τυχόν έξοδος της ΔΕΗ και των άλλων "κρατικόχαρτων" από το χρηματιστήριο θα επέφερε συντριπτικό πλήγμα στην ελληνική αγορά, με σημαντικά επακόλουθα σε διάφορους τομείς.

Γι' αυτό και θα ήταν σκόπιμο η παραμονή εντός του Χ.Α. για ένα εύλογο χρονικό διάστημα να περιληφθεί ως όρος πώλησης των εισηγμένων ΔΕΚΟ.

Παρά το γεγονός ότι σε αυτήν τη Σύνοδο Κορυφής πράγματι τέθηκαν οι βάσεις για σημαντικά βήματα «συνένωσης» στην Ευρώπη (και κυρίως πάτησε επιτέλους πόδι κερδίζοντας παραχωρήσεις ο ευρωπαϊκός Νότος), όσοι ευελπιστούν ότι η ατμόσφαιρα στις αγορές θα αλλάξει δραστικά ενδέχεται σύντομα να διαψευστούν.

Το χρηματιστηριακό πάρτι της Παρασκευής και η άνοδος του ευρώ δεν πρέπει να μας παρασύρουν σε βιαστικά συμπεράσματα. Εδώ και δύο χρόνια, κάθε φορά που γίνεται Σύνοδος Κορυφής, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο: πάρτι την επόμενη μέρα και σταδιακή επιστροφή στην πρότερη κατάσταση μερικές μέρες ή εβδομάδες αργότερα..

Θα έλεγα, δε, ότι η ιδιαίτερα περιορισμένη μείωση των επιτοκίων στην Ισπανία και στην Ιταλία αποτελεί ένδειξη, με δεδομένο ότι οι επενδυτές στις αγορές ομολόγων θεωρούνται περισσότερο «σοφιστικέ» από τους άλλους.

Μια εμπεριστατωμένη και κατά τη γνώμη μου αξιόπιστη ανάλυση του τι πραγματικά συνέβη στη Σύνοδο Κορυφής, μαζί με τις «λεπτομέρειες» που κρίνουν τελικά και το αποτέλεσμα, έχει κάνει ένας γνωστός insider (με την ιδιότητα του τεχνοκράτη συμβούλου Ευρωπαίων πολιτικών αξιωματούχων), ο Sony Κapoor, την οποία και μπορείτε να διαβάσετε εδώ στα ελληνικά, μέσω του Euro2day.gr.

Για τον λόγο αυτόν θα περιοριστώ στα πολύ βασικά και στην ελληνική «διάσταση».

-Κατ' αρχάς, πρέπει να σημειώσουμε ότι στην καλύτερη περίπτωση οι περισσότερες αλλαγές που τροχοδρομήθηκαν στη Σύνοδο (π.χ. σε σχέση με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών) δεν πρόκειται να πάρουν σάρκα και οστά πριν από το 2013. Και οι αγορές ίσως δεν θελήσουν να περιμένουν ως τότε.

-Δεύτερον, θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν μας ότι οι απευθείας αγορές ιταλικού και ισπανικού χρέους, παρότι «κερδίζουν χρόνο», δεν αποτελούν οριστική λύση στο πρόβλημα κόστους δανεισμού που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες. Τα κεφάλαια του EFSF-ESM δεν επαρκούν για κάτι τέτοιο, ενώ ακόμη δεν έχει προσδιοριστεί και το «κατώφλι» (επιτόκιο) πάνω από το οποίο θα παρεμβαίνουν.

-Τρίτον, δεν σημειώθηκε κάποια θεμελιώδης απόκλιση από την πολιτική σκληρής λιτότητας που πρεσβεύει το ευρωπαϊκό «κέντρο», ούτε και δόθηκε η δυνατότητα στην ΕΚΤ να παρεμβαίνει δανείζοντας με πολύ χαμηλά επιτόκια τα κράτη, γεγονός που για πολλούς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αλλάξει κάτι στις «ρίζες» του ευρωπαϊκού προβλήματος.

-Τέλος, πάρα πολλές κρίσιμες «λεπτομέρειες» των σχεδίων που υιοθετήθηκαν παραμένουν αδιευκρίνιστες. Κι ως γνωστόν, συνήθως «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες».
 

Ωστόσο, όσα διαδραματίστηκαν αποτελούν εν δυνάμει «παράθυρα ευκαιρίας» για την Ελλάδα. Εάν όντως η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών δεν προσμετρηθεί στο ελληνικό χρέος (περνώντας στο EFSF-ESM), θα έχουμε «κέρδος» που θα φτάσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τα 50 δισ. ευρώ.

Εύλογα, η αλλαγή αυτή, εφόσον συμβεί, θα σηματοδοτήσει αναπροσαρμογή των στόχων του προγράμματος προς τα κάτω, προφανώς και χρονική παράταση, άρα θα δώσει «ανάσα» στην ελληνική οικονομία.

Όχι όμως σε θέματα διαρθρωτικών αλλαγών ή και περιορισμού των «περιττών» δαπανών. Τουναντίον, μια τέτοια ρύθμιση θα λειτουργήσει από την πλευρά των δανειστών μας σαν καρότο, με σκοπό να πειθαρχήσει η ελληνική κυβέρνηση σε αυτού του είδους τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους, όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις Γιούνκερ.

Με απλά λόγια, για να μπει η Ελλάδα στη ρύθμιση για τις τράπεζες -και να «κερδίσει» 50 δισ.- θα πρέπει να είναι «καλό παιδί» και να κάνει μεταρρυθμίσεις στον κρατικό αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.

Σημαίνουν αυτά ότι θα αλλάξει η «φιλοσοφία» του ελληνικού προγράμματος, που αποσκοπεί μεταξύ άλλων στην «εσωτερική υποτίμηση»; Προς ώρας, δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο. Όπως είπαμε, δεν εκδηλώθηκαν τέτοιου είδους ριζικές αλλαγές στην κυρίαρχη πολιτική της ευρωζώνης. Απλώς μαζί με τη λιτότητα προσφέρεται πλέον και μια «γεύση» ανάπτυξης.

Μπορεί να πετύχει λοιπόν αυτή η «αλλαγή μίγματος» στην ίδια συνταγή; Κατά την άποψή μου, μάλλον όχι, άποψη την οποία συμμερίζονται και πολλοί ξένοι αναλυτές.

Εντούτοις, για μία ακόμη φορά τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη φαίνεται να κερδίζουν χρόνο. Χρόνο απαραίτητο, ίσως, προκειμένου να γίνουν στην πορεία και περαιτέρω αλλαγές.

Με τις σημερινές συνθήκες, ουδείς μπορούσε ρεαλιστικά να περιμένει κάτι περισσότερο, άρα το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι «πάλι καλά»! Σε σχέση με άλλες συνόδους, το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο του αναμενομένου.
Τελικά, αυτή η κυβέρνηση, ακόμη δεν εκφώνησε τις προγραμματικές, και πάει -δυστυχώς- από γκάφα σε γκάφα. Μετά τη μεγαλειώδη γκάφα με τον Γιώργο Βερνίκο, έχουμε την απίστευτη «πρεμούρα» για αλλαγές σε οποιαδήποτε εταιρία σχετίζεται με τον δημόσιο τομέα.

Κι όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, η αρχή γίνεται από την Εθνική Τράπεζα, στην οποία το ίδιο το δημόσιο έχει απειροελάχιστη συμμετοχή, ενώ και η συμμετοχή των ταμείων (ναι, αυτών που κουρεύτηκαν, αλλά δεν αποζημιώθηκαν) είναι μειοψηφική.

Κι όμως, είναι πλέον κοινό μυστικό ότι μία μέρα πριν γίνει η τακτική γενική συνέλευση ζητήθηκε από τον υπηρεσιακό κατ' ουσίαν υπουργό -προφανέστατα κατ' εντολήν του πρωθυπουργού- η παραίτηση του διευθύνοντος συμβούλου Απόστολου Ταμβακάκη.

Αυτή ακριβώς η άκομψη κίνηση επέφερε τη… δεύτερη παραίτηση Ράπανου, σε διάστημα λίγων ημερών, αυτήν τη φορά για λόγους αρχής. Ποιος, άραγε, ήταν ο λόγος;

Κρίθηκε ο κ. Ταμβακάκης αποτυχημένος; Ασφαλώς και όχι, όπως δεν είχε κριθεί αποτυχημένος ούτε και ο προκάτοχός του Τάκης Αράπογλου. Τα γράφαμε και τότε, τα γράφουμε και σήμερα. Μόνο που σήμερα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές

Η διοίκηση της Εθνικής θεωρείται «φέουδο» της κάθε κυβέρνησης και αντικαθίσταται με την αλλαγή της τελευταίας, αργά ή γρήγορα. Ασχέτως αν αυτό δημιουργεί αλγεινή εντύπωση στους ξένους επενδυτές.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν έχουμε μια μονοκομματική κυβέρνηση πλειοψηφίας, αλλά μια συγκυβέρνηση, στο πλαίσιο της οποίας αξιοποιούνται -υποτίθεται- στελέχη και τεχνοκράτες με διαφορετικές κομματικές επιρροές.

Γιατί λοιπόν «δεν τους έκανε» ο τεχνοκράτης Ταμβακάκης; Διότι έπρεπε να ανοίξει ο χώρος για προσωπικές επιλογές του κ. Σαμαρά, κατόπιν και της απίστευτης διαβεβαίωσης Βενιζέλου ότι «είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε οποιοδήποτε πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας», δήλωση που έγινε επ' αφορμή της τοποθέτησης νέου υπουργού Οικονομικών.

Όπως έχουμε ήδη καταγράψει στο Euro2day.gr, το ίδιο αναμένεται να συμβεί λίαν συντόμως και στις διοικήσεις της ΔΕΗ (η οποία ξεκάθαρα κρίνεται ως αποτυχημένη, με βάση και τα προβλήματα της συγκεκριμένης ΔΕΚΟ, άρα έπρεπε να είχε αντικατασταθεί από καιρό) πιθανώς και του ΟΠΑΠ αλλά και πληθώρας άλλων οργανισμών για τους οποίους ήδη ακούγονται διάφορα ονόματα.

Με βάση τα παραπάνω, μόνο ένα συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε:

Ότι προτεραιότητα εκείνων που συμμετέχουν στη νέα διακυβέρνηση είναι να σπεύσουν να πιάσουν τα πόστα όχι με κριτήριο την επιτυχημένη ή μη θητεία των υπαρχουσών διοικήσεων, αλλά με την παγιωμένη εδώ και δεκαετίες νοοτροπία της εναλλαγής «εξουσίας» προς όφελος του νικητή των εκλογών.

Να με συγχωρήσετε, αλλά εμένα αυτό καθόλου δεν μου θυμίζει «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», και το παραδέχομαι δημοσίως.

Περισσότερο μου θυμίζει απέλπιδες προσπάθειες (δια)νομής μιας φευγαλέας και ίσως έσχατης «ευκαιρίας» στην εξουσία, με τη χώρα όχι απλώς στο χείλος του γκρεμού, αλλά πέρα από αυτό.

Δυστυχώς για όλους μας.
Ασφαλώς το κείμενο συμφωνίας μεταξύ των τριών κομμάτων που πλέον συγκυβερνούν φαντάζει μάννα εξ ουρανού. Τι περισσότερο να θελήσει κάποιος από αυτό το κυβερνητικό πρόγραμμα;

Περιουσιολόγιο και γενικευμένο «πόθεν έσχες», δικαιότερο φορολογικό σύστημα και κατάργηση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και αξιολόγηση των υπαλλήλων, κατάργηση οργανισμών, αλλά όχι απολύσεις, πληθώρα αναπτυξιακών μέτρων, προστασία των αδυνάτων στην κοινωνία, καθώς και αλλαγές στο πολιτικό σύστημα με αναδρομικό πόθεν έσχες στους πολιτικούς και δραστικό περιορισμό της περιβόητης ασυλίας (αναλυτικά εδώ όλο το κείμενο συμφωνίας για όσους θέλουν να εμβαθύνουν).

Οι… καχύποπτοι θα πουν ότι «είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό» και ίσως να μην έχουν άδικο.

Πρώτον, διότι η εφαρμογή του θα εξαρτηθεί από τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας και, δεύτερον, διότι ως ένα κείμενο λέξεων (χωρίς… αριθμούς, αν με εννοείτε) κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια του προεκλογικού ευχολογίου των κομμάτων.

Επ' αυτών λοιπόν… οψόμεθα.

Υπάρχει όμως πάντα και το θέμα των προσώπων. Όσο καλό κι αν είναι ένα σχέδιο, όσο λεπτομερές, πλήρες και με συγκεκριμένους στόχους, πρέπει πρώτα απ' όλα να…  εφαρμοστεί επιτυχώς.

Από κάποια ηγετικά πρόσωπα και από κάποιους μηχανισμούς.

Στο θέμα των προσώπων είναι πλέον πανθομολογούμενο ότι η κυβέρνηση στελεχώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από «φίλους». Εντιμότατους ίσως, αλλά σίγουρα «πολιτικούς φίλους», ενίοτε και πολύ στενούς, των δύο ισχυρών προσώπων αυτής της κυβέρνησης, ήτοι του κ. Αντώνη Σαμαρά και του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου.

Θα τολμούσα μάλιστα να υποστηρίξω, δεδομένων των εκλογικών συσχετισμών, ότι οι φίλοι του δεύτερου είναι αναλογικά περισσότεροι κι από τους φίλους του πρώτου, που είναι και πρωθυπουργός.

Ίσως γι' αυτό τα «κενά» της κυβερνητικής σύνθεσης βγαίνουν ήδη στην επιφάνεια, κι όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα «παραγωγικά» υπουργεία.

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι αν αυτοί οι «φίλοι», οι εντιμότατοι -δεν θέλω να αμφιβάλλω έτσι γενικώς- είναι δυνατόν να είναι οι «άριστοι», οι καλύτεροι, οι εμπειρότεροι, αυτοί που θα συγκρουστούν για το καλό της χώρας.

Ακόμη και η… στατιστική λέει πως όχι.

Δύσκολο οι άριστοι αυτής της χώρας, από τον χώρο της πολιτικής και των «τεχνοκρατών» (όπως συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε στην Ελλάδα εκείνα τα επαγγελματικά στελέχη που είναι στενά προσκείμενα σε κάποιο κόμμα), να έχουν ως κοινή ιδιότητα την… επιστήθια φιλία με έναν από τους δύο-τρεις πολιτικούς αρχηγούς.

Υπάρχει όμως και το θέμα των μηχανισμών. Ο υπουργός μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αν όμως οι μηχανισμοί από κάτω δεν υιοθετήσουν τα λεγόμενά του δουλειά δεν γίνεται.

Το ερώτημα είναι αν θα το πράξουν. Εν πρώτοις, η συγκυβέρνηση τριών κομμάτων δημιουργεί περισσότερα εχέγγυα, ωστόσο στην πράξη έχει αποδειχτεί ότι σε τέτοιου είδους «συνασπισμούς», τουλάχιστον εν Ελλάδι, λειτουργεί η πρακτική των συμψηφισμών, της κομματικής συνδιαλλαγής, της αποφυγής συγκρούσεων.

Μακάρι αυτήν τη φορά τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά.

Το μειωμένο πολιτικό «ειδικό βάρος», ωστόσο, σε επίπεδο κυβέρνησης (πάλι επιστρέφουμε θέλοντας και μη στα κεντρικά πρόσωπα) δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας.

ΥΓ.: Έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα μπερδεύουμε τους τεχνοκράτες με τους… καθηγητές. Δυστυχώς πρόκειται για εντελώς διαφορετικές ιδιότητες, ασχέτως αν σε ορισμένες περιπτώσεις κάποια άτομα φέρουν και τις δύο.

Εξ ορισμού, ο καθηγητής διδάσκει (έχει δηλαδή άμεση σχέση με τη θεωρία), ενώ ο τεχνοκράτης υλοποιεί (έχει άμεση σχέση με την πράξη και θεωρείται ειδήμων στον χώρο του).

Εμείς σε αυτήν τη φάση έχουμε ανάγκη και των δύο, με τη διαφορά ότι οι καθηγητές καλό είναι να έχουν συμβουλευτικό - επιτελικό ρόλο και οι τεχνοκράτες εκτελεστικό. Περιττό να ειπωθεί ότι η τρέχουσα σύνθεση της κυβέρνησης δεν υπακούει ιδιαίτερα σε αυτούς τους διεθνώς αποδεκτούς «κανόνες» της διοίκησης.
Θα ήθελα πολύ να πανηγυρίσω για την πρώτη «καθαρόαιμη» κυβέρνηση συνεργασίας στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν γίνεται.

Για μία ακόμη φορά, ο φόβος του «πολιτικού κόστους» θριάμβευσε επί του ρεαλισμού, δημιουργώντας λειτουργικά αλλά και πολιτικά κενά.

Κι αυτό παρότι η εμπειρία Σαμαρά από τη «συγκυβέρνηση» Παπαδήμου έπρεπε να έχει καταδείξει σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές το εξής απλό:

Όσο «διακριτική» κι αν είναι η παρουσία μιας παράταξης στην κυβέρνηση, όσο κι αν ο αρχηγός της (τότε ο Σαμαράς) διατείνεται ότι «δεν κυβερνά, απλώς στηρίζει», το πολιτικό κόστος «φυγείν αδύνατον», όπως φάνηκε καθαρότατα στις εκλογές της 6ης Μαΐου.

Η απουσία των δύο πολιτικών αρχηγών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ (σε θέσεις αντιπροέδρων της κυβέρνησης) συνιστά το πρώτο λειτουργικό «ατόπημα», το οποίο θα συνοδευτεί από συσκέψεις και επισκέψεις (εκτός των πλαισίων της κυβέρνησης) προκειμένου να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις.

Συνιστά όμως και πολιτικό εμπόδιο, καθώς το ειδικό βάρος των δύο αρχηγών δεν θα συνοδεύει τις κυβερνητικές αποφάσεις, παρά μόνο έμμεσα, διά της τεθλασμένης.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η «προγραμματική πλατφόρμα» που θα ενώσει τις τρεις πολιτικές δυνάμεις στην κυβερνητική προσπάθεια δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως, γι' αυτό και θα περιοριστώ γενικά στο θέμα των προσώπων που φαίνεται ότι θα τη στελεχώσουν σε ευαίσθητους και μη τομείς.

Όπως προκύπτει με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η παρουσία «τεχνοκρατών» σε συγκεκριμένες θέσεις δεν έχει γίνει ως επί το πλείστον με γνώμονα την προτίμηση προς αυτούς λόγω των προσόντων, σε σχέση με αμιγώς πολιτικά πρόσωπα.

Μάλλον ακολουθείται ως «προκάλυμμα», ώστε να μην «εκτεθούν» πολιτικά πρόσωπα από τις παρατάξεις (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ), που επιθυμούν να ακολουθήσουν σε επίπεδο εντυπώσεων την τακτική του… ολίγον έγκυος.

Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι με αυτήν την τακτική δεν συγκροτείται «κυβέρνηση αρίστων», αυτό δηλαδή που έχει σήμερα ανάγκη ο τόπος κι αυτό που υπέδειξε η «λαϊκή εντολή», ούτε κυβέρνηση «μακράς πνοής».

Περισσότερο φαίνεται να έχουμε, σε επίπεδο σύνθεσης, μια αντιστροφή της συγκυβέρνησης των προηγούμενων μηνών, όπου ο (ελαφρά) χρωματισμένος τεχνοκράτης πρωθυπουργός αντικαθίσταται από (περισσότερο) χρωματισμένους τεχνοκράτες, σε εξαιρετικά ευαίσθητα υπουργεία, τα οποία θα συσσωρεύσουν και το μεγαλύτερο (προσωπικό) κόστος σε περίπτωση αποτυχίας.

Από την άποψη αυτή (δεδομένης της γνωστής ρήσης περί της πατρότητας νίκης και ήττας), η λογική του πολιτικού κόστους είναι και πάλι προφανής.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω, απλώς για να καταδείξω τι εννοώ, ότι όταν απομακρύνθηκε από το υπουργείο Οικονομίας ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, για να αντικατασταθεί από το «νούμερο 2» του τότε ΠΑΣΟΚ, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ένας από τους λόγους που ακούστηκαν αφορούσε το μεγαλύτερο (πολιτικό) βάρος του τελευταίου στο κόμμα και στην ευρύτερη κοινή γνώμη.

Η παρουσία λοιπόν του σεβαστού κατά τα άλλα Βασίλη Ράπανου στη θέση του υπουργού Οικονομικών (παρά τα πλούσια θεωρητικά προσόντα του και την πείρα σε περιφερειακές θέσεις «εφαπτόμενες» των ευρωπαϊκών διαδικασιών) με κάνει να διερωτώμαι από τώρα το εξής:

Από πόσα κέντρα εξουσίας πέριξ και εντός της κυβέρνησης θα πρέπει να λαμβάνει πράσινο φως για να πει όχι σε άλλους υπουργούς ή να συγκρουστεί για να επιβάλει συγκεκριμένες πολιτικές, σε αυτήν την υποτιθέμενη κυβέρνηση «σωτηρίας»;

Εμένα περισσότερο «κυβέρνηση… με μισή καρδιά» μου θυμίζει.

Θα σταματήσω την «γκρίνια» σε αυτό το σημείο γιατί ενδόμυχα θέλω κι εγώ να πιστέψω στη νίκη. Όχι στην ποδοσφαιρική νίκη της Παρασκευής ενάντια στη Γερμανία, αλλά σε μια νίκη της χώρας απέναντι στην κρίση, που την έχει καταρρακώσει.

Με όλα αυτά που παρατηρώ, όμως, δεν ξέρω αν το «θαύμα» της ερχόμενης Παρασκευής είναι πιο εύκολο από αυτά που θα απαιτηθούν τους επόμενους μήνες.

v
Απόρρητο