Τις προηγούμενες μέρες οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες δέχτηκαν διπλό σοκ. Το πρώτο επήλθε από την ανακοίνωση της Νέας Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, (την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ αναλυτικά). Το δεύτερο από την πρόθεση των ΗΠΑ, να χειραφετηθεί η συμβατική ευρωπαϊκή ασφάλεια, στους κόλπους του ΝΑΤΟ, τάχιστα, έως το… 2027.
Το σοκ όμως των ευρωπαϊκών φιλελεύθερων ηγεσιών, δεν οφείλεται σε τίποτα άλλο, παρά στον στρουθοκαμηλισμό, την άρνηση τους να δεχτούν την πραγματικότητα. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι ο υπογράφων, ένας δημοσιογράφος από την Ελλάδα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια τις προδιαγραφές αυτής της στρατηγικής, ήδη από τον Ιανουάριο του 2025 στο σημείωμα με τίτλο «Το δόγμα Τραμπ η ταπείνωση της Ευρώπης και οι αγωνίες της Ελλάδας».
Αποτυπωμένο πλέον, με τον πιο επίσημο τρόπο, το νέο στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ, έχει έντονη τη σφραγίδα του «MAGA» και θεμελιώδεις διαφορές από το παρελθόν του λιμπεραλισμού:
-Ανακηρύσσει το δυτικό ημισφαίριο και την εσωτερική ασφάλεια των ΗΠΑ, σε κορυφαίο ζήτημα, ως μια εξέλιξη του παλαιού «δόγματος Μονρόε», με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, όχι μόνο για τη Βενεζουέλα, με τον τεράστιο πετρελαϊκό πλούτο, αλλά και τη Γροιλανδία και τον Καναδά.
-Απαρνείται το ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και τις ιδεολογικές αποσκευές του, έναντι της συνεργασίας, αλλά και του οικονομικού ανταγωνισμού, ακόμη και με απολυταρχικές χώρες, ενώ η Κίνα φαίνεται να αντιμετωπίζεται πλέον περισσότερο με όρους οικονομικού ανταγωνιστή, που πρέπει να περιοριστεί, κι όχι πλέον ως απόλυτος γεωστρατηγικός αντίπαλος.
- Η στρατηγική ασφαλείας γίνεται προέκταση της «επανάστασης» που προωθεί στις ΗΠΑ, η παράταξη Τραμπ, οπότε και οι φιλελεύθερες ηγεσίες της Ευρώπης αντιμετωπίζονται πλέον ως «εσωτερικός εχθρός» της Δύσης που θέτει σε κίνδυνο τον πολιτισμό της, λόγω woke ατζέντας και μεταναστευτικού.
-Διατρανώνεται έτσι η υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης σε δεξιά εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης, καθώς (σ.σ. αυτό δεν αναφέρεται αλλά έχει καταστεί πλέον προφανές) τα φιλελεύθερα κόμματα είναι ευθυγραμμισμένα με τους Δημοκρατικούς. Άρα, αποτελούν απειλή στην απόπειρα του Τραμπ να μονιμοποιήσει την ανατροπή του κατεστημένου στις ΗΠΑ, αλλά και να την επεκτείνει μέσω ομοϊδεατών, στην Ευρώπη.
Οι προϋποθέσεις άλλωστε υπάρχουν, καθώς στις τρεις από τις τέσσερις ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες, τα δεξιά εθνικιστικά κόμματα έχουν τη πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις (Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία), ενώ στην τέταρτη, την Ιταλία, κυβερνούν ήδη επιτυχώς.
Στόχος η «στρατηγική σταθερότητα» με τη Ρωσία
Επιπλέον, στο επίσημο πλέον «δόγμα Τραμπ» καθίσταται σαφές ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν «στρατηγική σταθερότητα με τη Ρωσία», εκτιμούν ότι η Ευρώπη δεν δείχνει «αυτοπεποίθηση» και για αυτό καταφεύγει σε διαρκή κλιμάκωση, ενώ προσδιορίζεται ρητά ότι «πρέπει να λάβει τέλος η πραγματικότητα, αλλά και η αντίληψη του ΝΑΤΟ ως μια αενάως επεκτεινόμενη συμμαχία».
Ειδικά για το θέμα της Ουκρανίας, αναφέρoνται μεταξύ άλλων τα εξής «Κεντρικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών είναι να διαπραγματευτούν μια ταχεία παύση των εχθροπραξιών στην Ουκρανία, προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, να αποτραπεί μια ακούσια κλιμάκωση ή διεύρυνση του πολέμου και να αποκατασταθεί η στρατηγική σταθερότητα με τη Ρωσία, καθώς και να καταστεί δυνατή η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ουκρανίας ώστε να διασφαλιστεί η επιβίωσή της ως βιώσιμου κράτους.»
Με τη συμπλήρωση, ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε το παράδοξο αποτέλεσμα να αυξήσει τις εξωτερικές εξαρτήσεις της Ευρώπης, και ιδίως της Γερμανίας.
Σήμερα, γερμανικές χημικές εταιρείες κατασκευάζουν μερικές από τις μεγαλύτερες μονάδες επεξεργασίας στον κόσμο στην Κίνα, αξιοποιώντας ρωσικό φυσικό αέριο που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν στην πατρίδα τους.
Η κυβέρνηση Τραμπ βρίσκεται σε αντιπαράθεση με Ευρωπαίους αξιωματούχους που διατηρούν μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τον πόλεμο, στηριγμένοι σε εύθραυστες κυβερνήσεις μειοψηφίας, πολλές από τις οποίες καταπατούν βασικές αρχές της δημοκρατίας για να καταπνίξουν την αντιπολίτευση».
Τα τραγικά λάθη των Βορειοευρωπαίων
Τα παραπάνω αναδεικνύουν τα τραγικά λάθη των ευρωπαϊκών ηγεσιών, τα οποία ξεκίνησαν με την αλόγιστη σύνταξη τους με τα σχέδια της προηγούμενης διοίκησης των ΗΠΑ, για την Ουκρανία και την επέκταση του ΝΑΤΟ.
Ακόμη κι όταν επήλθε η άνοδος του Τραμπ στην εξουσία, με τα εντελώς προβλέψιμα, όπως είδαμε, χαρακτηριστικά, η ηγεσία των ισχυρών χωρών της Ευρώπης συνέχισε να επιμένει στο λάθος, πιεζόμενη και από τις φανατικά αντιρωσικές χώρες της Βαλτικής,.
Επέλεξε να δώσει τον «υπέρ πάντων αγώνα» εναντίον της πολιτικής του Τραμπ, όχι στο οικονομικό πεδίο, όπου διαθέτει κάποια όπλα, αλλά στην τομέα της άμυνας, εναντίον της Ρωσίας, στον οποίο εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τις ΗΠΑ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την ηγεσία της καταφανώς πλέον «λίγης», Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, υπέγραψε μια ετεροβαρή εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, τους παρέδωσε τα κλειδιά της ενεργειακής της εξάρτησης και τώρα διαπιστώνει, ότι ο Τραμπ δεν πρόκειται να της επιτρέψει να χαλάσει τα στρατηγικά του σχέδια, σε σχέση με την Ρωσία και την Κίνα.
Σε αυτό αποσκοπεί και η πίεση των Αμερικανών, να επιταχυνθεί στο 2027 η επάρκεια της Ευρώπης στο συμβατικό αμυντικό τομέα (τα πυρηνικά όπλα δεν εξαιρούνται τυχαία), η οποία εκδηλώνεται σε μια άκρως ευαίσθητη συγκυρία για την ειρηνευτική διαδικασία στην Ουκρανία
Η κυβέρνηση Τραμπ ζητά το αδύνατο, φέρνοντας το χρόνο εφαρμογής μέσα στη διάρκεια της θητείας του, για να δείξει στους Ευρωπαίους ότι είναι υποχρεωμένοι να επιδιώξουν άμεσα την στρατηγική σταθερότητα με τη Ρωσία. Εκτός κι αν θέλουν να την αντιμετωπίσουν, ίσως μόνοι τους, όντας απροετοίμαστοι.
Κι, ότι δεν έχουν την επιλογή να περιμένουν μια ενδεχόμενη αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ, το 2028, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2026.
Αυτή ίσως είναι και η έσχατη ψευδαίσθηση εκείνων των ευρωπαίων ηγετών, που έχουν καταστήσει την ελπίδα τους, στρατηγική. Ότι μια αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ, θα σημάνει επιστροφή σε μονοπολικές γεωπολιτικές συνθήκες. Αυτό όμως δεν υπάρχει περιθώριο να συμβεί ούτε σήμερα, πολύ περισσότερο, μετά από σχεδόν τρία χρόνια.
Προσαρμογή ή κρίση και κατάπτωση
Εν ολίγοις, η πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Ευρώπη μοιάζει να κατευθύνεται σε τοίχο. Έχει ανάγει σε υπαρξιακό κίνδυνο τη Ρωσία, η οποία είναι ο στενότερος σύμμαχος της Κίνας, ενώ οι φιλελεύθερες ηγεσίες της συγκρούονται πλέον με τις ΗΠΑ του Τραμπ, όχι μόνο ιδεολογικοπολιτικά, αλλά και στις καίριες στρατηγικές επιδιώξεις της υπερδύναμης. Η οποία, προωθεί καλύτερες σχέσεις με τη Ρωσία, προκειμένου να χαλαρώσει την εξάρτηση της από την Κίνα.
Κάποιοι αντιλέγουν ότι επιθυμούν να δημιουργήσουν ένα ιδεολογικό «φρούριο Ευρώπη». Παραγνωρίζουν όμως ότι στη νέα πραγματικότητα, κινδυνεύει να βρεθεί μόνη της χωρίς ισχυρό σύμμαχο, απέναντι στις τρεις μεγάλες δυνάμεις. Κι ότι χώρες όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία είναι ασήμαντες για τη μεγάλη εικόνα, οικονομική και στρατιωτική.
Ταυτόχρονα, οι πολιτικές ηγεσίες των ισχυρών κρατών της, με εξαίρεση την Ιταλία, βρίσκονται αντιμέτωπες με βαθιές πολιτικές κρίσεις στο εσωτερικό τους. Από τις οποίες δεν πρόκειται να ξεφύγουν με το να παριστάνουν τους μικρούς Ναπολέοντες στο εξωτερικό ή προωθώντας μια αλόγιστη και χωρίς σχέδιο αύξηση των αμυντικών δαπανών, ως εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης.
Τα «ψέματα» λοιπόν έχουν τελειώσει. Εάν δεν αποκολληθούν από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και την τροχιά σύγκρουσης με τον Τραμπ, κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με την πλήρη ταπείνωση της Ευρώπης και την περαιτέρω οικονομική και γεωπολιτική υποχώρηση της, σε βαθμό που να προκαλέσει χαοτικές καταστάσεις και πολιτικές κρίσεις στο εσωτερικό της. Χωρίς υπερβολή, είναι πιθανό ότι τα επόμενα χρόνια θα κρίνουν αν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μέλλον.
Η μόνο οδός διεξόδου, περνά μέσα από την ρεαλιστική αξιολόγηση της πραγματικότητας, από τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων. Οι οποίες, δεν μπορεί παρά να αφορούν και μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας και συνεργασίας για την Ευρώπη, η οποία αναπόφευκτα θα περιλαμβάνει και τη Ρωσία.
Το πρώτο βήμα σε κάτι τέτοιο, θα ήταν να ανοίξει επιτέλους ένας ευρωπαϊκός διάλογος με τη Ρωσία για το θέμα της Ουκρανίας, πρωτοβουλία που με τις ακραίες θέσεις της, η Ευρώπη έχει εκχωρήσει ως τώρα, απολύτως και ανοήτως, στις ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί όμως, ενόσω σε κρίσιμες υψηλές θέσεις παραμένουν φανατισμένα πρόσωπα όπως η Εσθονή Κάγια Κάλλας.
Αυτό που χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη, δεν είναι η ανεδαφική επιμονή στο μονοπολικό μοντέλο της "κατίσχυσης", που ξεπεράστηκε από τις παγκόσμιες εξελίξεις, αλλά η διπλωματική διασφάλιση χρόνου, οικονομικών και αμυντικών προϋποθέσεων, για τη στρατηγική επανατοποθέτηση της σε έναν πολυπολικό κόσμο, τον οποίο άργησε απελπιστικά να αντιληφθεί.
Με τις σημερινές ηγεσίες της όμως, οι πιθανότητες να το καταφέρει είναι ελάχιστες. Τέτοιες κινήσεις ούτως ή άλλως, απαιτούν ηγετική μαεστρία πολύ υψηλότερου επιπέδου.