Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Σε τρεις ταχύτητες κινείται η αγορά των περιπτέρων

Το 40-50% των περιπτέρων κινείται «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας», λένε πηγές της αγοράς. Στο κόκκινο το 25% που τροφοδοτείται από την εμπορική και τουριστική κίνηση. Τα μέτρα στήριξης, τα ενοίκια και οι άδειες.

Σε τρεις ταχύτητες κινείται η αγορά των περιπτέρων

Από τα περίπου 5.500 περίπτερα που έμειναν στην αγορά μετά την δεκαετή οικονομική κρίση (ήταν περίπου 11.000 πριν) κινδυνεύουν να μείνουν τα μισά μετά την πανδημία, αφού το 40% με 50% των επαγγελματιών θα βρεθούν σε αδιέξοδο όταν θα έρθει η ώρα να πληρώσουν τα δανεικά, τότε δηλαδή που θα αρθούν τα μέτρα στήριξης.

Σημειώνεται ότι τα περίπτερα εντάχθηκαν στους ΚΑΔ των πληττόμενων επιχειρήσεων τον περασμένο Απρίλιο, καθώς η λειτουργία τους υπόκειται σε περιορισμούς. Τα έσοδά τους έχουν μειωθεί δραματικά και πιο ζημιωμένοι είναι οι επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε κεντρικά σημεία, εμπορικές πιάτσες και περιοχές που πριν την πανδημία ήταν στέκια με εστιατόρια, καφέ και μπαρ ενώ τροφοδοτούνταν εν πολλοίς και από την τουριστική κίνηση.

Είναι ενδεικτικό ότι στην ευρύτερη περιοχή του Συντάγματος λειτουργούσαν 20-25 περίπτερα και σήμερα μετριούνται στα δάχτυλα, ενώ όσα δουλεύουν έχουν περιορίσει το ωράριο λειτουργίας τους κατά τους τελευταίους μήνες, μέχρι τις 7-8 το βράδυ, λόγω της περιορισμένης ζήτησης. Οι επαγγελματίες σ’ αυτές τις περιοχές αντιπροσωπεύουν περίπου το 25% της αγοράς που βρίσκεται στο “κόκκινο”.

Τα περίπτερα στις κεντρικές οδούς και στάσεις μέσων μεταφοράς, παρά τους περιορισμούς στις μετακινήσεις, είναι σε λίγο καλύτερη κατάσταση, ενώ ικανοποιητικά είναι τα έσοδα για επαγγελματίες με περίπτερα στις περιφερειακές αγορές.

Τα σημεία πώλησης στις γειτονιές, περίπου το 25-30% της αγοράς, επωφελούνται από την τάση της εποχής, με τον "κατ’ οίκον περιορισμό" να στρέφει τους καταναλωτές να εξυπηρετούν τις ανάγκες τους σε κοντινά σημεία πώλησης. Αυτοί οι επαγγελματίες έχουν να αντιμετωπίσουν ισχυρό ανταγωνισμό από τα mini market και τα “καταστήματα ευκολίας”, ειδικά στα ζαχαρώδη και στα προϊόντα της “κρύας αγοράς” (όπως παγωτά, αναψυκτικά, μπύρες κ.α.), που μπορεί να τους φέρνουν περιορισμένο τζίρο, όπως και τα μικροπράγματα (αναπτήρες, παιχνίδια, αξεσουάρ κ.α.), αλλά αποφέρουν σημαντικότερα κέρδη συγκριτικά με τα καπνικά και τον Τύπο.

Το τοπίο στην αγορά έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία 10-15 χρόνια, από τότε που η αγορά τζίραρε 7-8 δισ. ευρώ και μόνο στην Αττική λειτουργούσαν 5.500 περίπτερα, όσα δηλαδή λειτουργούν σήμερα σε ολόκληρη την επικράτεια. Η σταδιακή αύξηση του ειδικού φόρου στα προϊόντα καπνού, πέρα από τις άλλες παρενέργειες που είχε στην αγορά, όπως το λαθρεμπόριο, όπως σημειώνουν επαγγελματίες, συρρίκνωσε δραματικά το περιθώριο κέρδους στα περίπτερα κοντά στο 4%, δηλαδή γύρω στα 16 λεπτά στο πακέτο. Οριακά υψηλότερο είναι το περιθώριο κέρδους στον Τύπο, όπου οι πωλήσεις έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ενώ διψήφιο είναι το ποσοστό κέρδους σε τρόφιμα-ποτά, γεγονός που άλλωστε έχει οδηγήσει πολλούς επαγγελματίες σε επεκτάσεις με καταψύκτες και ψυγεία, κυρίως σε σημεία με υψηλή ζήτηση, όπου μπορεί να αντισταθμιστεί το ενεργειακό κόστος.

Ωστόσο λίγοι έχουν δυνατότητα να προβούν αυτόνομα σε επενδύσεις και αποδοτικές συμφωνίες με προμηθευτές. Έτσι αναπτύσσονται στην αγορά προτάσεις όπως τα Kiosky’s και τα άλλα concept καταστημάτων του ομίλου Μούχαλη, που δραστηριοποιείται παράλληλα και στο χονδρικό εμπόριο.

Η αγορά αναπτύσσεται με πολλές ταχύτητες και δοκιμάζεται εν μέσω πανδημίας. Όπως αναφέρει στο Εuro2day.gr ο Θεόδωρος Μάλλιος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Περιπτερούχων, το 40-50% των περιπτέρων κινείται “μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας” επιβιώνοντας με εξαιρετικά χαμηλούς τζίρους, κυρίως από τσιγάρα, τα οποία δεν φέρνουν κέρδος, είναι οι “κράχτες”, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. “Τα μέτρα μας κρατάνε ζωντανούς”, σημειώνει μεταφέροντας τη δική του εμπειρία, καθώς όπως λέει, ζει από την επιστρεπτέα και τα μεροκάματα της συζύγου του σε κομμωτήριο - όταν ήταν ανοιχτό.

Σημειώνει ότι οι επαγγελματίες δεν θα επιβίωναν χωρίς την ένταξή τους στα μέτρα, καθώς τα έξοδα είναι δυσβάστακτα ειδικά αν έχουν να πληρώνουν υψηλά ενοίκια. Μάλιστα τα μισθώματα κυμαίνονται σε ένα μεγάλο εύρος και στην ίδια περιοχή μπορεί να ποικίλουν από 500 μέχρι 3.500 ευρώ ενώ σε ορισμένα κεντρικά σημεία κινούνται σε μεγαλύτερα “ύψη”. Αυτό ισχύει και στην περιφέρεια, σε μεγάλες πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Λάρισα, το Ηράκλειο κ.α.

Οι τιμές καθορίζονται από τους δικαιούχους ανάπηρους ή τους κληρονόμους τους. Μέχρι πριν μια δεκαετία μάλιστα οι περιπτεράδες είχαν να αντιμετωπίσουν μεγάλο επιχειρηματικό ρίσκο, αφού οι δικαιούχοι μπορούσαν να σπάσουν μονομερώς τη σύμβαση. Όπως μας θυμίζει ο κ. Μάλλιος, από το 2008 θεσπίστηκε δυνατότητα να εξαντλείται το συμβόλαιο για την αναπροσαρμογή των όρων, ενώ από το 2016 διευρύνθηκε και η διάρκεια της σύμβασης σε δεκαετία. Ο νόμος προβλέπει ότι “σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή άδειας περιπτέρου, η μίσθωση μπορεί να συνεχίζεται από τον επιζώντα σύζυγο ή τα ενήλικα τέκνα αυτού, μέχρι τη λήξη της. Κατόπιν αιτήματος του μισθωτή, η μίσθωση παρατείνεται αυτοδικαίως πέραν του χρόνου λήξης της για μία μόνο φορά έως την έκδοση νέας πράξης παραχώρησης…”.

Στην περίπτωση που λήξει μία σύμβαση τον έλεγχο της διαδικασίας έχει ο Δήμος που “τρέχει” και τους σχετικούς διαγωνισμούς. Υπάρχει δε ποσόστωση: 30% σε ΑμεΑ και 70% σε πλειοδοτικό διαγωνισμό, όπως γίνεται με τις δημοπρασίες ακινήτων. Γίνεται η ανακοίνωση από το Δήμο για την τον τόπο, το χρόνο και το ελάχιστο ποσό της πρώτης προσφοράς. Έτσι, συμβαίνει πολλές φορές να χάνουν σ’ αυτούς τους διαγωνισμούς οι περιπτεράδες που δούλευαν πριν την άδεια.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v