Εικόνα παγωμένη στο χρόνο που ελάχιστα έχει αλλάξει τη τελευταία δεκαετία, παρά τις εξαγγελίες και τους πιο αυστηρούς νόμους, θυμίζει η κατάσταση στην ελληνική αγορά καυσίμων.
Τα ποσοστά στις πειραγμένες αντλίες παραμένουν ψηλά, οι εισαγωγές που θα συνέβαλαν στο να πέσουν οι τιμές είναι εξαιρετικά περιορισμένες και επείγει να αυξηθούν, ενώ οι πολύ υψηλοί φόροι κρατούν σταθερά την Ελλάδα στην πρώτη τριάδα των πιο ακριβών χωρών πανευρωπαϊκά, πίσω από Δανία και Ολλανδία.
Και παρά την αυξητική σφράγιση πρατηρίων, τις εταιρείες που σέβονται το σήμα τους και τους πολλούς επιχειρηματίες που λειτουργούν με όρους θεμιτού ανταγωνισμού, είναι τόσες πολλές οι στρεβλώσεις που η μεγάλη εικόνα παραπέμπει σε μια όχι υγιή αγορά, κρίνοντας από τη προ ημερών έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Στο μείζον θέμα, αυτό των τιμών, το οικείο στους καταναλωτές μοτίβο «εύκολα αυξάνονται, δύσκολα μειώνονται» ναι μεν έχει βελτιωθεί σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο δεν έχει εξαλειφθεί. Το αναγνωρίζει η ίδια η Επιτροπή, καθώς στη περίπτωση για παράδειγμα μιας μείωσης 10% των τιμών χονδρικής στο ντίζελ κίνησης, στην αντλία φτάνει η… μισή, δηλαδή λίγο πάνω από το 5%.
Καθεστώς που σύμφωνα με την Επιτροπή ήταν πολύ χειρότερο στο παρελθόν, ειδικά σε τουριστικές περιοχές, όπως στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου όταν η τιμή χονδρικής της βενζίνης μειώνονταν κατά 10%, η τιμή λιανικής χαμήλωνε μόλις κατά 1,45%. Σαφή ωστόσο εικόνα κατά πόσο έχουν βελτιωθεί τα ποσοστά αυτά δεν καταγράφεται στην έκθεση (δεύτερων απόψεων) που αποτελεί συνέχεια της πρώτης, εκείνης του περυσινού Αυγούστου.
Στο κεφάλαιο μάλιστα αυτό, η Επιτροπή Ανταγωνισμού περιορίζεται να προτείνει τη δημιουργία από το υπουργείο Ανάπτυξης μιας ψηφιακής εφαρμογής (application) για την ενημέρωση των καταναλωτών ως προς τις τιμές σε πραγματικό χρόνο, ανά πρατήριο και ανά γεωγραφική περιοχή. Σε μια παραβατική ωστόσο αγορά, όπου υπάρχει άμεση σύνδεση της παραβατικότητας με τις χαμηλές τιμές, η παρότρυνση της Επιτροπής να αναζητά το φθηνότερο πρατήριο μπορεί να οδηγήσει σε άλλα προβλήματα.

Στο έτερο αυτό κεφάλαιο, δηλαδή της νοθείας και του λαθρεμπορίου, η έκθεση δείχνει ότι είμαστε «στο ίδιο έργο θεατές», επισημαίνοντας για πολλοστή φορά ότι η παραβατικότητα «λαμβάνει εκτεταμένως χώρα στον κλάδο, προκαλεί πρόσθετα εμπόδια στη λειτουργία αποτελεσματικού ανταγωνισμού, όπως π.χ. παράνομες εισαγωγές προϊόντων, μεταποιήσεις προϊόντων (π.χ. πετρέλαιο ναυτιλίας διατιθέμενο για σκοπούς κίνησης ή θέρμανσης), προσθήκη διαλυτών (τολουόλης/ξυλόλης) ή εμπορία προϊόντων που έχουν κλαπεί κατά τη μεταφορά».
Στο ίδιο συμπέρασμα που μοιάζει σαν να προέρχεται από αντίστοιχη έκθεση προηγούμενης δεκαετίας παραπέμπουν και οι απόψεις εταιρειών που παραθέτει η έκθεση, όπου πέρα από τη απώλεια κρατικών εσόδων, επισημαίνεται ότι «οι παράγοντες αυτοί λειτουργούν ανασταλτικά στην είσοδο ή επέκταση των επιχειρήσεων στην αγορά και επιφέρουν συρρίκνωση».
Και παρ' ότι είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους η εγχώρια αγορά δεν προσελκύει νέους παίκτες (υψηλή φορολογία, μικρό μέγεθος, στρεβλώσεις), εντούτοις τόσο εδώ, όσο και σε άλλους κλάδους, απουσιάζει η παρουσία ξένων, με τις Shell και BP να έχουν εξαγοραστεί εδώ και χρόνια από τους δύο διυλιστηριακούς ομίλους.
Τα λουκέτα σε 80 πρατήρια και η κατάργηση του πλαφόν
Στη πραγματικότητα έχουν ειπωθεί τόσα πολλά τα τελευταία χρόνια χωρίς αντίκρυσμα για τη βελτίωση του ανταγωνισμού και τη μείωση της παραβατικότητας στο χώρο, ώστε όλα τα παραπάνω έχουν ενταχθεί πλέον σε μια κανονικότητα, με αποτέλεσμα θετικές ειδήσεις, όπως η σφράγιση τον τελευταίο χρόνο 80 πρατηρίων, να χάνονται μέσα στο γενικότερο κουβάρι.
Στο θέμα είχε αναφερθεί πρόσφατα ο επικεφαλής της Εlinoil και πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Γιάννης Αλιγηζάκης, θυμίζοντας ότι πέραν των 80 λουκέτων, έχουν συνολικά μπει στο μικροσκόπιο των αρχών πάνω από 200 πρατήρια.
«Αν και η αύξηση των ελέγχων και τα λουκέτα στέλνουν σαφές μήνυμα ενεργοποίησης των μηχανισμών, εντούτοις η μη εφαρμογή του νόμου, είτε λόγω αποφάσεων των πρωτοδικείων, είτε λόγω έλλειψης συντονισμού των εμπλεκόμενων υπουργείων, θολώνουν την εικόνα και δεν μας επιτρέπουν να αισθανθούμε ότι λειτουργούμε σε μια υγιή αγορά», σχολιάζει ο κ. Αλιγιζάκης.
Στο θέμα της κατάργησης του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, η Επιτροπή εκτιμά ότι θα δώσει κίνητρο στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν το κόστος τους σε χαμηλά επίπεδα, εφαρμόζοντας λύσεις ικανές να οδηγήσουν σε βελτίωση της παραγωγικότητας και σε πιθανή μείωση των τιμών για τους καταναλωτές.
Γιατί πρέπει να αυξηθούν οι εισαγωγές
Στο τομέα ωστόσο που εστιάζει περισσότερο από κάθε άλλο η Επιτροπή ως μέτρο ενίσχυσης του ανταγωνισμού και μείωσης των τιμών, είναι στην ανάγκη να αυξηθούν οι εισαγωγές. Καθώς όπως αναφέρει «είναι περιορισμένες, λόγω κυρίως των περιορισμών που τίθενται στους αποθηκευτικούς χώρους και του αυξημένου κόστους που ενέχουν λόγω και του κόστους τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας, τα οποία συνιστούν εμπόδια για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, ενώ και το χρηματοοικονομικό κόστος και ρίσκο που αναφέρουν οι εταιρείες κατά τη διαβούλευση συνιστούν περαιτέρω φραγμούς για τη διενέργεια εισαγωγών».
Ως εκ τούτου, οι εισαγωγές στην Ελλάδα ιδίως από τις μη καθετοποιημένες εταιρείες είναι αμελητέες.
Τρία μέτρα
Στη λογική αυτή η Επ. Ανταγωνισμού προτείνει τρία μέτρα, με πρώτο μια παλιά πρόταση που ουδέποτε εφαρμόστηκε, τη σύσταση Κεντρικού Φορέα Τήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας. Ενός φορέα που θα τελεί υπό την εποπτεία της ΡΑΑΕΥ, θα διατηρεί τα αποθέματα ασφαλείας για λογαριασμό των υπόχρεων, έναντι προκαθορισμένου τιμήματος, και μέσω αυτού οι εταιρείες εμπορίας (ιδίως οι μη καθετοποιημένες), θα μπορούν να εισάγουν καύσιμα, χωρίς να διασυνδέονται άμεσα με το επιπλέον κόστος που συνεπάγεται η τήρηση ανάλογων αποθεμάτων.
«Έχει τη σημασία του ότι ο νέος αυτός φορέας δεν θα επιτρέπει την εμφάνιση και «συντήρηση» του διαπραγματευτικού πλεονεκτήματος των εγχώριων εταιρειών διύλισης ως πιστοποιημένων αποθηκευτικών φορέων τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε στρέβλωση των συνθηκών ανταγωνισμού, μέσω ενδεχόμενης άρνησης πώλησης, καταχρηστικών πρακτικών», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Σαν δεύτερο μέτρο ικανό να ενισχύει τη δυνατότητα εισαγωγών και άρα του ανταγωνισμού, προτείνεται η καταγραφή των αποθηκευτικών χώρων και των τυχόν ελλείψεων ή αναξιοποίητων χώρων σε ένα ενιαίο μητρώο από έναν αρμόδιο φορέα. Η καταγραφή δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στους πιστοποιημένους αποθηκευτικούς χώρους, δηλαδή των διυλιστηρίων, των εταιρειών εμπορίας και των μεγάλων τελικών καταναλωτών.
Στο τρίτο μέτρο, η Επιτροπή προτείνει να καταργηθεί η αποκλειστικότητα στις συμβάσεις αποθήκευσης ή και εξυπηρέτησης καυσίμων. Εχει τη σημασία της η αναφορά ότι οι συμβάσεις αποκλειστικότητας δεν εξυπηρετούν τον ομαλό εφοδιασμό του συνόλου της χώρας και την ορθολογική διαχείριση των αποθηκευτικών χώρων.
Ενδιαφέρον έχει και ένα τελευταίο μέτρο, σύμφωνα με το οποίο «προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος σιωπηρής συμπαιγνίας στη διύλιση προτείνεται η μείωση της διαφάνειας ως προς τις τιμές».
Και αντί να γνωστοποιείται ηλεκτρονικά στις εταιρείες εμπορίας η τιμή πώλησης των πετρελαιοειδών ο αργότερο έως τις 10 το πρωί της ημέρας παράδοσης, αυτή η ενημέρωση να γίνεται με εξατομικευμένη επικοινωνία με κάθε εταιρεία ξεχωριστά χωρίς δημοσιοποίηση των τιμών.
«Το ως άνω μέτρο κρίνεται αναγκαίο, πρόσφορο για τη μείωση του επιπέδου διαφάνειας στην αγορά, η οποία διευκολύνει τη σιωπηρή συμπαιγνία, και δεν είναι επαχθές για τις εταιρείες διύλισης», γράφει η Επιτροπή.