Ιδιαίτερα ενθαρρυντικά ήταν τα στοιχεία της έκθεσης «Allianz Global Wealth 2025» για το χρηματοοικονομικό πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, καθώς όχι μόνο είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν του 2018, αλλά επιπλέον έχει ξεπεράσει σε ονομαστικές τιμές και τα προ κρίσης επίπεδα, σημειώνοντας το 2024 ρεκόρ εικοσαετίας.
Αναφερόμενος στον καθαρό χρηματοοικονομικό πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, ο διεθνής οίκος επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι:
- Το 2024 αυξήθηκε κατά 8,7% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, λόγω τόσο της ανόδου της αξίας των περιουσιακών στοιχείων κατά 5,7%, αλλά και εξ’ αιτίας της μείωσης των υποχρεώσεων των νοικοκυριών.
- Κατά την πενταετία 2019-2024 ο χρηματοοικονομικός πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών σημείωσε αύξηση 10,6% σε αποπληθωρισμένη βάση.
Συγκρίνοντας τα πράγματα στο επίπεδο της περιόδου 2004-2024 (βλέπε στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα), προκύπτει ότι η καθαρή χρηματοοικονομική περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών την περυσινή χρονιά:
α) Ήταν η υψηλότερη ολόκληρης της εξεταζόμενης εικοσαετίας.
β) Ήταν κατά 90% μεγαλύτερη από αυτή του έτους 2018, σχεδόν τριπλάσια από αυτή του 2012 και 14% βελτιωμένη σε σχέση με το 2007 (βέβαια, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και ο πληθωρισμός αυτών των χρονικών διαστημάτων).
Η σαφώς βελτιωμένη εικόνα των τελευταίων ετών αποδίδεται στις πρόσθετες αποταμιεύσεις που παράγει η ελληνική οικονομία, στην πολύ σημαντική αύξηση που έχουν σημειώσει οι τρέχουσες τιμές μετοχών, των ομολόγων και των λοιπών τίτλων, στη μεταφορά χρημάτων από τις καταθέσεις σε άλλους χρηματοοικονομικούς τίτλους, αλλά και στη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση των υποχρεώσεων των νοικοκυριών (από τα 145 δισ. του 2012, στα 119,7 δισ. το 2018 και στα 105,5 δισ. το 2024).
Παρά τη σημαντική αυτή αύξηση του πλούτου, τα ελληνικά νοικοκυριά κατατάσσονται χαμηλά σε ότι αφορά το χρηματοοικονομικό κατά κεφαλή πλούτο, καταλαμβάνοντας το 2024 την 29η θέση μεταξύ των χωρών που εξετάζει η Allianz.
Για παράδειγμα, η μικτή κατά κεφαλή χρηματοοικονομική περιουσία ήταν το 2024 ήταν 106.640 ευρώ στη Γαλλία, 112.550 στη Γερμανία, 252.110 στη Δανία, 397.570 στη Σουηδία, 141.510 στο Βέλγιο, 189.540 στην Ολλανδία, 55.290 στην Πορτογαλία, 65.140 στην Ισπανία, 110.230 στη Δυτική Ευρώπη και μόλις 33.190 ευρώ στην Ελλάδα.
Πάντως, σχολιάζοντας την έκθεση παράγοντες της αγοράς, επισημαίνουν μεταξύ άλλων:
- Πρώτον, η έκθεση αναφέρεται σε μέσους όρους, χωρίς να συνεκτιμά την ανισοκατανομή που παρατηρείται σε κάθε χώρα μεταξύ των πολιτών τόσο σε ότι αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, όσο και σε ότι αφορά τις υποχρεώσεις (π.χ. ένα σημαντικό ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις σε τράπεζες, funds, δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία).
- Και δεύτερον, ότι η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει μεγαλύτερη από την πραγματική υστέρηση πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά. Και αυτό, γιατί οι Έλληνες τοποθετούν σε σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό τις αποταμιεύσεις τους στην αγορά των ακινήτων, όπου οι τιμές έχουν σημειώσει αλματώδη άνοδο κατά τα τελευταία χρόνια.
Με βάση τα στοιχεία του 2024, το 49,1% της αξίας των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων αφορούσε καταθέσεις, το 42,3% χρεόγραφα (μετοχές, ομόλογα, Έντοκα Γραμμάτια, Αμοιβαία Κεφάλαια, κ.λπ.), το 5,6% ασφάλιση και συνταξιοδοτική αποταμίευση και το 3% λοιπές τοποθετήσεις.
