Η ιδιότυπη σύγκρουση της Ευρώπης με τον πρόεδρο Τραμπ και οι εξαγγελίες τεράστιων αμυντικών δαπανών, αμφότερα με επίκεντρο την Ουκρανία, παρουσιάζονται από το βορειοευρωπαϊκό κατεστημένο ως «βήματα» για την στρατηγική αυτονόμηση της Ευρώπης.
Ομοίως, τα τερτίπια με τις συνθήκες, τα οποία χρησιμοποιεί η Κομισιόν, μέσω του άρθρου 122 (1), για να δοθούν ρωσικά χρήματα ως βοήθεια στην Ουκρανία και η επακόλουθη αντικατάσταση του βέτο με πλειοψηφικούς μηχανισμούς, παρουσιάζονται ως προσπάθεια για τη δημιουργία μιας πιο ενωμένης Ευρώπης, μεταξύ «προθύμων».
Οι ρομαντικοί φεντεραλιστές, μπορεί να επιχαίρουν εθελοτυφλώντας, στην πραγματικότητα όμως, τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Το ευρωπαϊκό κατεστημένο, είναι αρκούντως ικανοποιημένο με το ρόλο της «ορντινάντσας», απέναντι στην «κανονική» Αμερική, όπως εκείνο την εννοεί. Το απέδειξε, μετά την αποχώρηση της Μέρκελ (την οποία σχεδόν δαιμονοποίησε), συναινώντας αδιαμαρτύρητα στην περιπέτεια του ουκρανικού πολέμου.
Το πρόβλημα του είναι το νέο «σύστημα» Τραμπ, με το οποίο έχει τεράστιες ιδεολογικές διαφορές, αλλά και οι πολιτικές επιπτώσεις που ήδη έχει η προεδρία Τραμπ, για το ίδιο το ευρωπαϊκό κατεστημένο.
Εάν η πραγματική επιδίωξη ήταν η «στρατηγική αυτονόμηση», δεν θα ακολουθούσε ακόμη και σήμερα, ατόφια τη γραμμή των «γερακιών» του αμερικανικού κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής, αλλά θα είχε σπεύσει, επι προεδρίας Τραμπ, να αναλάβει εκείνο ρεαλιστικές πρωτοβουλίες για τον τερματισμό του πολέμου. Και τη διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας, σε διαπραγμάτευση με τη Ρωσία.
Με τον τρόπο αυτό, η Ευρώπη θα μπορούσε να επιδιώξει συνεννόηση με τη Ρωσία, ώστε να υπάρξει εκατέρωθεν περιορισμός των αμυντικών δαπανών (όχι όμως στα απερίσκεπτα επίπεδα προηγούμενων περιόδων), αλλά και να εξασφαλίσει μια πηγή φτηνού αερίου, κι άλλων πρώτων υλών, αντί να αυξήσει δραματικά την εξάρτηση της από το αμερικανικό LNG.
Να αποκτήσει δηλαδή πολλαπλούς παρόχους, ώστε να διαπραγματεύεται καλύτερα και να μην έχει σχεδόν αποκλειστικές εξαρτήσεις, που πάντα υπονομεύουν μακροπρόθεσμα την περίφημη «κυριαρχία».
Ομοίως, αν ήθελε πραγματικά να κινηθεί εγγύτερα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αντί να επιβάλει τη θέληση του Βορρά στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε γεωπολιτικά θέματα, θα επεδίωκε πραγματικές συναινέσεις για την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς. Προκειμένου να αντιμετωπίσει το όντως υπαρξιακό πρόβλημα, της μειωμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας, που συντελεί στα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της γηραιάς ηπείρου.
Σε αυτό τον τομέα θα ήταν ίσως επιβεβλημένο να καταφύγει και σε πλειοψηφικές αποφάσεις, αξιοποιώντας ορθά το άρθρο 122, αντί να χρησιμοποιεί δικαιολογίες δήθεν «οικονομικού κινδύνου», για να παρακάμψει τεχνηέντως τις συνθήκες, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής που απαιτούν ομοφωνία.
Η κατάχρηση του άρθρου 122 και οι φρούδες ελπίδες
Αυτό ακριβώς δηλαδή που έκανε προ ημερών, για το πλέγμα κυρώσεων κατά της Ρωσίας (ώστε να αποφύγει το ενδεχόμενο βέτο από Ουγγαρία, Σλοβακία, πιθανώς και άλλες χώρες). Κι αυτό που θα προσπαθήσει να κάνει το επόμενο διάστημα, με τη «δημιουργική κατάσχεση» των χρημάτων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας. Κινήσεις που προκαλούν ήδη αντιδράσεις από σειρά κρατών μελών, μεταξύ αυτών πλέον και η Ιταλία.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν το διευθυντήριο της ΕΕ επιμείνει σε τέτοιες τακτικές, θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπο με νομική αμφισβήτηση των αποφάσεων αυτών, όχι απλά από δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας, αλλά και με προσφυγές χωρών μελών, στο ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Όπου είναι πολύ πιθανό ότι τα τερτίπια αυτά θα καταπέσουν, όπως κατά κανόνα συμβαίνει όταν η πολιτική θέληση ξεπερνά τα νομικά όρια ευνομούμενων οργανισμών, προξενώντας σημαντική θεσμική βλάβη.
Εν ολίγοις, οι πολιτικές ηγεσίες της βόρειας Ευρώπης, πιστές στο δόγμα του «φιλελεύθερου διεθνισμού», που επικράτησε κατα τον Ψυχρό Πόλεμο, κι ακόμη περισσότερο στο διάστημα της μονοπολικής ισχύος των ΗΠΑ, ουδόλως επιδιώκουν την ανάδυση της ως μια υπολογίσιμη ανεξάρτητη δύναμη, στα πλαίσια ενός πολυπολικού κόσμου.
Ρισκάρουν τα πάντα. Από την οικονομική περιθωριοποίηση της Ευρώπης και τους κινδύνους μιας ολοένα πιο σοβαρής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία (χωρίς την ενεργό υποστήριξη των ΗΠΑ), έως και την εκ των έσω ρηγμάτωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με έναν σκοπό.
Να αντέξουν έως την επιστροφή των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ και την επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς μονοπολικής κυριαρχίας. Αυτό, είναι το μόνο που έχουν να προσδοκούν.
Δυστυχώς, αυτές οι ελπίδες είναι φρούδες. Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά και οι ΗΠΑ δεν θα επιστρέψουν στην κραταιά μονοπολική θέση τους, είτε με Τραμπ, είτε χωρίς. Κατά συνέπεια, όσο δικαιολογημένη μπορεί να είναι πολιτικά η αντίδραση για τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό των ΗΠΑ- και για την υποστήριξη Τραμπ σε ευρωπαίους ομοϊδεάτες- τόσο μη ρεαλιστική και παράδοξη είναι η εμμονή σε ένα καθεστώς διεθνών σχέσεων που έχει σβήσει, για λόγους πραγματικούς και όχι ιδεολογικούς.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να συνθλιβεί τα επόμενα τρία χρόνια, στις συμπληγάδες των μεγάλων δυνάμεων, έχοντας μια παράδοξη γεωπολιτική «λυκοφιλία» με τις ΗΠΑ, ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Ρωσία και διμέτωπο οικονομικό ανταγωνισμό, τόσο με την Κίνα (που στηρίζει τη Ρωσία), όσο και με την Αμερική.
Εύθραυστες ισορροπίες και επικίνδυνες «χαραμάδες» για την Ελλάδα
Παρότι ελάχιστα απασχολούν την εγχώρια επικαιρότητα, τουλάχιστον στο απαιτούμενο βάθος, τα όσα συμβαίνουν διαμορφώνουν μια επικίνδυνη κατάσταση για τη χώρα μας. Η οποία εξαρτά σχεδόν αποκλειστικά την περιφερειακή ασφάλεια της από τις ΗΠΑ, δεν έχει λόγους να αισθάνεται ρωσική απειλή, μέσω Ευρώπης όμως, εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο στον πυρήνα της ευρύτερης διαμάχης που περιγράψαμε.
Πέρα από κάποιες ρητορικές κορώνες, η κυβέρνηση προσπάθησε επιμελώς να κρατήσει χαμηλά την εμπλοκή της, οικονομική και πολιτική, στο θέμα της Ουκρανίας. Πρόσφατο παράδειγμα, η συμμετοχή της με μόλις 20 εκατ. ευρώ στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα αγοράς αμερικανικών όπλων, για την Ουκρανία, (PURL) ένα ποσό που μόνο συμβολικό μπορεί να θεωρηθεί.
Όμως, τυχόν υιοθέτηση του σχεδίου της Κομισιόν για το ρωσικό χρήμα, θα έχει ως συνέπεια υποχρέωση της χώρας μας να παράσχει εγγυήσεις ύψους περίπου 2,8 δισ. ευρώ, οι οποίες δεν θα εγγραφούν επισήμως στο χρέος, αλλά θα συνιστούν μια πρόσθετη επίμαχη υποχρέωση, απολύτως ορατή στους ιδιώτες επενδυτές.
Επιπλέον, η αναμφίβολα τιμητική εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup, τον καθιστά ταυτοχρόνως προβεβλημένο πρόσωπο που θα πρέπει ενδεχομένως να υπερασπίζεται αποφάσεις της πλειοψηφίας, ακόμη κι αν η Ελλάδα θα προτιμούσε να μην έχουν ληφθεί.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι προσπάθειες έμμεσης απόδοσης των ρωσικών χρημάτων στην Ουκρανία, καθώς οι πληροφορίες λένε πως η χώρα μας συντάχθηκε εξ αρχής στη χρήση κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού, για τη στήριξη του Κιέβου, κι όχι των ρωσικών χρημάτων.
Θα απαιτηθεί λοιπόν η τήρηση πολύ λεπτών ισορροπιών, καθώς οι συμφωνίες που υπογράφηκαν με τον αμερικανικό παράγοντα, όπως και η ένθερμη παρουσία της Αμερικανίδας πρέσβειρας στη χώρα μας, ουδόλως εξασφαλίζουν το απυρόβλητο. Ιδίως ενόψει και μιας πιθανής πρωτοβουλίας των ΗΠΑ για την επίλυση προβλημάτων της περιοχής, με επίκεντρο τα ελληνοτουρκικά, την Ανατολική Μεσόγειο και το Κυπριακό.
Στο πλαίσιο αυτό, με δεδομένη και την έντονη επιθυμία των Βορειοευρωπαίων να εντάξουν τη Τουρκία στους ευρωπαϊκούς αμυντικούς σχεδιασμούς, η εξωτερική πολιτική της χώρας, θα πρέπει να σκεφτεί πολύ προσεκτικά τις επικίνδυνες «χαραμάδες» που δημιουργεί η εκδηλωθείσα τάση της ΕΕ να αποφασίζει πλειοψηφικά, καταργώντας το δικαίωμα βέτο, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεύρυνσης.
ΥΓ: Η κίνηση της Βουλγαρίας να εκφράσει ισχυρές επιφυλάξεις, μαζί με την Ιταλία και άλλες χώρες, στις εξελίξεις που προαναφέραμε, έδειξε ότι η ηγεσία της αντελήφθη τους κινδύνους για θέματα που την αφορούν, όπως αυτό της Βόρειας Μακεδονίας.