Ανοικτή πληγή για την ελληνική οικονομία και βαρίδι για τους μισθούς αποτελεί η χαμηλή παραγωγικότητα, που παραμένει σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, σύμφωνα με ειδική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η ΤτΕ προειδοποιεί μάλιστα ότι ήδη οι αυξήσεις των μισθών αρχίζουν να ξεπερνούν την αύξηση της παραγωγικότητας, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Η πορεία της παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία παραπέμπει στον μύθο του Σίσυφου, όπως προκύπτει από την ειδική ανάλυση της TτΕ: η παραγωγικότητα αυξήθηκε την πρώτη δεκαετία του 2000, συγκλίνοντας με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά… χαντακώθηκε με τη μεγάλη οικονομική κρίση και, παρά τη βελτίωση που σημειώνεται αυτή τη δεκαετία, παραμένει σε χαοτική απόσταση από τον μέσο όρο (μόλις στο 51% του μέσου όρου).
Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία, παρά την ανάκαμψη των τελευταίων ετών, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δομικές προκλήσεις όσον αφορά τη σύγκλιση με το μέσο βιοτικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας ανέκοψε βίαια την πορεία σύγκλισης, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) να υποχωρεί από το 93,4% του μέσου όρου της ΕΕ το 2009 στο 69,4% το 2024.
Παρά τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί, η παραγωγικότητα της εργασίας συνεχίζει να καταγράφει υστέρηση, γεγονός που αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για τη βιωσιμότητα της αύξησης των μισθών και τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας.
Η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελεί θεμελιώδη προσδιοριστικό παράγοντα για την οικονομία, καθώς συνδέεται άρρηκτα με τη δυνατότητα αύξησης των ονομαστικών μισθών χωρίς να υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα. Όταν οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται ταχύτερα από την παραγωγικότητα, οδηγούν σε άνοδο του μοναδιαίου κόστους εργασίας (ΜΚΕ), τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων έναντι των ξένων.
Μόλις στο 51% του μέσου όρου
Διαχρονικά, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα υπολείπεται σταθερά έναντι της ευρωζώνης. Τη δεκαετία 2000-2009, η χώρα σημείωσε πρόοδο, με την παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο να φτάνει το 66% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Ωστόσο, η κρίση ανέστρεψε αυτή την τάση, ρίχνοντας το ποσοστό κάτω από το 50%, με μια ήπια ανάκαμψη στο 51% το 2024.
Η εικόνα είναι ακόμη πιο δυσμενής, αν εξεταστεί η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, η οποία το 2024 βρισκόταν μόλις στο 39% του μέσου όρου της ευρωζώνης, γεγονός που οφείλεται στο ότι οι Έλληνες εργάζονται κατά μέσο όρο περισσότερες ώρες.
Η σχέση μεταξύ αμοιβών και παραγωγικότητας πέρασε από διάφορες φάσεις τα τελευταία 30 χρόνια:
- 1995-2012: Οι αμοιβές αυξάνονταν ταχύτερα από την παραγωγικότητα, οδηγώντας σε συνεχή άνοδο του ΜΚΕ και επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας.
- 2013 και μετά: Η τάση αντιστράφηκε λόγω της μείωσης των μισθών (εσωτερική υποτίμηση), η οποία ήταν μεγαλύτερη από τη μείωση της παραγωγικότητας, οδηγώντας σε πτώση του ΜΚΕ.
- Τελευταία διετία: Παρατηρείται εκ νέου σημαντική αύξηση του ΜΚΕ, καθώς οι αμοιβές αυξήθηκαν ενώ η παραγωγικότητα υποχώρησε ελαφρώς.

Ποιοι κλάδοι βελτίωσαν τη θέση τους, ποιοι έμειναν πίσω
Η εξέλιξη της παραγωγικότητας και του κόστους εργασίας διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας κατά την περίοδο 2021-2024, με τον κλάδο των κατασκευών και τη μεταποίηση να προπορεύονται σε κέρδη παραγωγικότητας, ενώ εμπόριο και τουρισμός είχαν χειρότερες επιδόσεις.
Ειδικότερα,
- Οι κατασκευές παρουσίασαν τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας και μείωση του ΜΚΕ.
- Η μεταποίηση κατέγραψε αύξηση παραγωγικότητας υψηλότερη από τον μέσο όρο της βιομηχανίας και αρνητικό ρυθμό μεταβολής του ΜΚΕ, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική και την εξωστρέφειά της.
- Στους κλάδους του χονδρικού/λιανικού εμπορίου και των καταλυμάτων/εστίασης, η παραγωγικότητα είτε μειώθηκε είτε αυξήθηκε λιγότερο από τους μισθούς, οδηγώντας σε σημαντική αύξηση του ΜΚΕ.
- Στη δημόσια διοίκηση η μηδενική αύξηση της παραγωγικότητας οδήγησε σε σημαντική επιβάρυνση του ΜΚΕ.
Επιστροφή στις κακές συνήθειες
Η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί ότι η οικονομία επιστρέφει σε μια κακή συνήθεια του παρελθόντος, την αύξηση των αμοιβών με ρυθμό ταχύτερο από την αύξηση της παραγωγικότητας (δες γράφημα), με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος παραγωγής για τις ελληνικές επιχειρήσεις έναντι των ανταγωνιστών τους.
Η αύξηση των μισθών με ρυθμούς ταχύτερους από την παραγωγικότητα αποδίδεται κυρίως στη στενότητα της αγοράς εργασίας (έλλειψη προσωπικού), η οποία αναγκάζει τις επιχειρήσεις να προσφέρουν υψηλότερες αμοιβές για να προσελκύσουν ή να διατηρήσουν εργαζόμενους, χωρίς αυτό να συνοδεύεται απαραίτητα από αντίστοιχη βελτίωση της παραγωγικής ικανότητας.
Η κεντρική σύσταση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, οι μελλοντικές αυξήσεις των μισθών να είναι ισορροπημένες και να συμβαδίζουν με την εξέλιξη της παραγωγικότητας, ώστε να διαφυλαχθούν οι θέσεις εργασίας και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητας
Για τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας τους δεν ευθύνονται, βεβαίως, οι ίδιοι οι Έλληνες εργαζόμενοι. Η ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος εντοπίζει τις αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητας, διακρίνοντας τη συμβολή της έντασης κεφαλαίου και της Συνολικής Παραγωγικότητας των Συντελεστών (Total Factor Productivity - TFP).
Πριν την ένταξη στο ευρώ και μέχρι το 2009, η παραγωγικότητα αυξανόταν χάρη τόσο στις επενδύσεις (ένταση κεφαλαίου) όσο και στη βελτίωση της TFP. Κατά την περίοδο της κρίσης (2010-2018), η ραγδαία πτώση των επενδύσεων συρρίκνωσε την κεφαλαιακή βάση, ενώ η TFP μειώθηκε λόγω της υποαπασχόλησης των πόρων. Τα τελευταία χρόνια, η παραγωγικότητα ανακάμπτει αργά, κυρίως λόγω της βελτίωσης της TFP, η οποία αντισταθμίζει τη συνεχιζόμενη αρνητική συμβολή της έντασης κεφαλαίου.
Η χαμηλή TFP αποδίδεται στη δομή της ελληνικής οικονομίας (μικρό μέγεθος επιχειρήσεων, χαμηλή τεχνολογική ένταση), στα γραφειοκρατικά εμπόδια, στην υστέρηση σε ψηφιακές δεξιότητες και στο φαινόμενο της διαρροής εγκεφάλων (brain drain). Επιπλέον, το επενδυτικό κενό παραμένει μεγάλο, καθώς το κεφάλαιο ανά εργαζόμενο συνεχίζει να μειώνεται, περιορίζοντας τις δυνατότητες ισχυρής ανάκαμψης της παραγωγικότητας.
Τι πρέπει να γίνει
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος και τη διασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης με καλύτερους μισθούς, απαιτείται αύξηση των επενδύσεων (τόσο σε πάγιο όσο και σε άυλο κεφάλαιο) και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.
Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η ψηφιοποίηση, η ενίσχυση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, καθώς και η προώθηση της καινοτομίας, αποτελούν μονόδρομο για τη γεφύρωση του χάσματος παραγωγικότητας με την ευρωζώνη και τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας.
Κρίσιμος είναι ο ρόλος των επενδύσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης. Η βελτίωση της παραγωγικότητας δεν μπορεί να έρθει αυτόματα, αλλά εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις επενδύσεις και την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0). Οι πόροι του RRF είναι κρίσιμοι για να κλείσει το επενδυτικό κενό (το οποίο παραμένει μεγάλο σε σχέση με την ΕΕ) και να γίνει ο ψηφιακός μετασχηματισμός που θα αυξήσει την προστιθέμενη αξία της εργασίας.
Η TτΕ τονίζει ότι τυχόν καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και την απορρόφηση των κονδυλίων θα υπονομεύσουν τη δυνατότητα της οικονομίας να δίνει υψηλότερους πραγματικούς μισθούς στο μέλλον.