H μείωση της συμμετοχής του λιγνίτη και η μεγάλη αύξηση των υδροηλεκτρικών και των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά για το πρώτο τρίμηνο του έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στους αναλυτές η διοίκηση της Επιχείρησης παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιχείρησης, η συμμετοχή του λιγνίτη στο μίγμα καυσίμων που χρησιμοποιεί η ΔΕΗ, μειώθηκε στο 39,2% το πρώτο τρίμηνο, έναντι 47% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2012. Αντίθετα η συμμετοχή των υδροηλεκτρικών αυξήθηκε σε 16,2% έναντι 5,1%, ενώ και οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ από το σύστημα, στις οποίες περιλαμβάνεται η παραγωγή των ανεξάρτητων μονάδων και των ΑΠΕ, και αυτή εμφανίζεται αυξημένη κατά 13,1%.
Έτσι πλέον η ενέργεια που αγοράζει η ΔΕΗ από το σύστημα για την κάλυψη της ζήτησης αντιπροσωπεύει το 31% έναντι 26,5% το πρώτο τρίμηνο του 2012. Με τα δεδομένα αυτά, το μερίδιο της ΔΕΗ στην εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (ηπειρωτικό σύστημα και νησιά) διαμορφώθηκε σε 67,3% έναντι 71,1% το 2012, κυρίως λόγω της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ.
Συγκεκριμένα, η ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ που αγόρασε η ΔΕΗ το πρώτο τρίμηνο ανήλθε σε 1.966 γιγαβατώρες, έναντι 1.360 το αντίστοιχο τρίμηνο του 2012 (+44%), ενώ αντίθετα οι αγορές από τους ανεξάρτητους παραγωγούς, μειώθηκαν σε 2.516 γιγαβατώρες από 2.825 το 2012 (-12%).
Τη νέα εικόνα στο ενεργειακό ισοζύγιο η ΔΕΗ την αντιμετώπισε με περιορισμό της λειτουργίας των δικών της μονάδων φυσικού αερίου, λόγω και της χαμηλής απόδοσης και μειωμένης ευελιξίας που έχουν οι παλαιότερες τουλάχιστον, προκειμένου να μειώσει το κόστος αγοράς καυσίμων. Έτσι, η παραγωγή των μονάδων φυσικού αερίου της ΔΕΗ ήταν μειωμένη κατά 75% έναντι του 2012, ενώ συμμετείχαν με μόλις 2,6% στο μίγμα καυσίμων, έναντι 10,1% το πρώτο τρίμηνο του 2012.
Επίσης, σε ό,τι αφορά τις καταναλώσεις ανά κατηγορία, το πρώτο τρίμηνο συνεχίστηκε η τάση μείωσης των πωλήσεων της ΔΕΗ. Στην οικιακή χρήση η μείωση ήταν 4%, στη γεωργική χρήση 1,8%, στην εμπορική 4,5%, στη βιομηχανική στην υψηλή τάση 2,5%, ενώ αντίθετα στη βιομηχανική στη μέση και στη χαμηλή τάση η ζήτηση αυξήθηκε κατά 1,7%.
Oι αντιδράσεις
Η μειωμένη λιγνιτική παραγωγή έχει αρχίσει να προκαλεί έντονες ανησυχίες στους εργαζόμενους της επιχείρησης, οι οποίοι φοβούνται σταδιακή απαξίωση των εργοστασίων της ΔΕΗ στις περιοχές που έχουν λιγνίτη. Οι ανησυχίες εντείνονται από τα συνεχιζόμενα προβλήματα επάρκειας λιγνίτη, λόγω κακού προγραμματισμού, τεχνικών δυσκολιών αλλά και παρεμβάσεων της αρχαιολογικής υπηρεσίας, η οποία έχει αναστείλει την παραγωγή σε μεγάλο μέρος του ορυχείου Αμυνταίου.
Το σωματείο Σπάρτακος με χθεσινή του επιστολή στους υπουργούς Οικονομικών, ΠΕΚΑ και Εσωτερικών, επισημαίνει την επαπειλούμενη απαξίωση των επενδύσεων παγίου εξοπλισμού στα ορυχεία, λόγω της μειωμένης παραγωγής και της έλλειψης προσωπικού.
Όπως τονίζει μάλιστα στην επιστολή του, «αποτελεί πρωτοτυπία η κυβέρνηση να απαγορεύει σε μία εισηγμένη εταιρεία να προσλάβει προσωπικό για να λειτουργήσει τους σταθμούς παραγωγής και τα ορυχεία της».
Επίσης για τις σωστικές ανασκαφές στο ορυχείο Αμυνταίου ο Σπάρτακος επισημαίνει ότι «μια ομάδα αρχαιολόγων καθυστερεί υπερβολικά, προκλητικά και αναίτια την παράδοση σωστικής ανασκαφής στο ορυχείο Αμυνταίου, με αποτέλεσμα σε τρεις μήνες από σήμερα να τεθεί εκτός λειτουργίας, εξαιτίας έλλειψης καυσίμου, ο ΑΗΣ Αμύνταιου, ισχύος 600 μεγαβάτ, καθώς και το ορυχείο που τον τροφοδοτεί, με άμεσο τον κίνδυνο να βρεθούν εκτός εργασίας περισσότεροι από 1.500 εργαζόμενοι».
Οι βιομηχανίες
Ωστόσο, εκτός από τους εργαζόμενους, την ανησυχία τους για τη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής την εκφράζουν και οι ενεργοβόρες βιομηχανίες. Ο λόγος είναι ότι για τις βιομηχανίες αυτές τα λιγντικά εργοστάσια θα μπορούσαν να τους προσφέρουν φθηνό ηλεκτρικό, το οποίο έχουν ανάγκη για να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Σε επιστολή που απέστειλε η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ και στον πρόεδρο της ΡΑΕ, επισημαίνεται ότι η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο αύξησης του κόστους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές.
Σε αυτήν τονίζεται επίσης ότι οι βιομηχανικοί καταναλωτές «οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τα ακριβότερα τιμολόγια στην Ευρώπη, δεν μπορούν να παραμένουν αδιάφοροι στη διατήρηση στρεβλώσεων που οδηγούν νομοτελειακά σε νέες αυξήσεις, τη στιγμή που η κυβέρνηση αναζητεί τρόπους ελάφρυνσης του υψηλού κόστους της βιομηχανίας».
Εν όψει δε της σταδιακής αλλαγής του μοντέλου λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού, ζητούν τη λήψη μέτρων όπως κατάργηση των τεχνικών ορίων (κανόνας 30%) στη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων, κατάργηση του μηχανισμού ανάκτησης μεταβλητού κόστους για τις μονάδες φυσικού αερίου, ελεύθερη διαπραγμάτευση των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος και δημιουργία μηχανισμού εφεδρειών, επίσπευση των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας με δυνατότητα συμμετοχής των βιομηχανικών καταναλωτών. Εκτιμούν ότι έτσι διασφαλίζεται άμεση πρόσβαση σε λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή με τους οικονομικότερους όρους.