Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το μεγάλο δίλημμα του μικρού λιανέμπορου: Marketplace ή e-shop;

Η μεγάλη ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται οι ηλεκτρονικές πωλήσεις αναγκάζει τους μικρούς εμπόρους να διεκδικήσουν μερίδιο. Ποιες είναι οι επιλογές τους, ποια τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα.

Το μεγάλο δίλημμα του μικρού λιανέμπορου: Marketplace ή e-shop;

Οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας συντηρούν τη μετατόπιση τζίρου στο ψηφιακό κανάλι και μεταφέρουν εκεί τον ανταγωνισμό μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μεγάλων δικτύων του λιανεμπορίου. Προφανές δέλεαρ τα μερίδια σε μια αγορά που καλπάζει αφού ο τζίρος της το πρώτο εννεάμηνο του 2021 έφτασε τα 26 δισ. ευρώ, σύμφωνα με έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ.

Τα μέτρα για τους ανεμβολίαστους στις εισόδους των εμπορικών καταστημάτων αλλά και ο φόβος μόλυνσης μερίδας καταναλωτών αποτελούν τάσεις που αποθαρρύνουν επισκέψεις στα φυσικά καταστήματα, πριμοδοτώντας τις διαδικτυακές αγορές. Κερδισμένοι σε αυτές τις συνθήκες είναι οι παίκτες που διαθέτουν οργανωμένη παρουσία στο e-commerce, ενώ εύλογες είναι οι πιέσεις για τα μεμονωμένα καταστήματα και τους μικρούς λιανέμπορους.

Ψηφιακός τζίρος 26 δισ. ευρώ 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021 (περίοδος αναφοράς 1η Ιανουαρίου - 15 Σεπτεμβρίου) ο τζίρος των επιχειρήσεων μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου έφτασε τα 26 δισ. ευρώ ή 9,8% του τζίρου τους, ποσό υπερδιπλάσιο από αυτό του 2020. Σε σύνολο 41.962 επιχειρήσεων με απασχόληση 10 άτομα και άνω, με συνολικό κύκλο εργασιών 266,7 δισ. ευρώ, οι 9.094 έλαβαν παραγγελίες μέσω ιστοσελίδας ή ειδικών εφαρμογών ή μέσω μηνυμάτων τύπου EDI, ποσοστό 21,7% και ο κύκλος εργασιών από αυτές τις παραγγελίες ανήλθε σε 26 δισ. ευρώ, ποσοστό 9,8% του συνολικού κύκλου εργασιών.

Αντίστοιχα, το 2020, σε σύνολο 37.460 επιχειρήσεων, με συνολικό κύκλο εργασιών 243,2 δισ. ευρώ, οι 6.804 έλαβαν παραγγελίες μέσω ιστοσελίδας ή ειδικών εφαρμογών ή μέσω μηνυμάτων τύπου EDI, ποσοστό 18,2% και ο κύκλος εργασιών από αυτές τις παραγγελίες ανήλθε σε 10,5 δισ. ευρώ, ποσοστό 4,3% του συνολικού κύκλου εργασιών.

Ο ανταγωνισμός στο online

Σήμερα, με βάση στοιχεία του ΓΕΜΗ, λειτουργούν πάνω από 23.100 επιχειρήσεις e-commerce στην τοπική αγορά, εκ των οποίων πάνω από τις μισές έχουν βάση την Αττική. Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τον βαθμό διείσδυσης των μικρών επιχειρήσεων στο ψηφιακό κανάλι, πέραν των δημοσκοπήσεων, συγκλίνουσες εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς αναφέρουν αυξητική τάση.

Εκπρόσωποι επιχειρηματικών φορέων θεωρούν ως πλέον αποδοτική για τις μικρές εταιρείες τη συμμετοχή σε πλατφόρμες «marketplaces». Σημειώνουν ως επιχείρημα τον ισχυρό ανταγωνισμό που έχουν να αντιμετωπίσουν τα e-shop μικρών εταιρειών από μεγάλα retail brands που χαίρουν υψηλής αναγνωρισιμότητας στον ψηφιακό κόσμο, όπως και στον φυσικό, οπότε μια δημοφιλής πλατφόρμα μειώνει το χάσμα.

Ο Γιώργος Καρανίκας, πρόεδρος της ΕΣΕΕ, παραδέχεται ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δέχονται πιέσεις προκειμένου να επιταχύνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και προς τούτο η πανδημία λειτούργησε ως επιταχυντής. Ωστόσο δεν είναι πάντα ξεκάθαρο αν αποβαίνει σε όφελος μιας μικρής εταιρείας η συμμετοχή σε πλατφόρμα, λόγω του κόστους που συνεπάγεται. Πρόκειται για προβληματισμούς που αναπτύσσονται και σε άλλους κλάδους λόγω της ψηφιοποίησης, όπως π.χ. στην εστίαση, όπου η συμμετοχή σε πλατφόρμες online delivery είναι πλέον οριζόντια τάση, για μεμονωμένα καταστήματα και αλυσίδες.

Ας σημειωθεί ότι η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου τρέχει με διψήφιο ρυθμό. Προς επιβεβαίωση, στοιχεία της πανελλαδικής έρευνας της Plushost σε συνεργασία με τη Focus Bari, που δημοσιεύθηκαν χθες, δείχνουν ότι μόνο στο α’ τρίμηνο του έτους η αύξηση διαμορφώθηκε σε 22% συγκριτικά με το περσινό διάστημα. Επίσης τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη δυναμική της πλατφόρμας skroutz. Στο σύνολο των online αγορών προηγούνται οι παραγγελίες από skroutz/Best Price με ποσοστό 28% ενώ ακολουθούν οι επώνυμες αλυσίδες με e-shop και φυσικά καταστήματα που προσφέρουν πολλά διαφορετικά brands.

Το μοντέλο τιμολόγησης

Ως προς το μοντέλο τιμολόγησης, η πλειονότητα των ελληνικών marketplaces είναι πλατφόρμες αναζήτησης και σύγκρισης τιμών και έχουν υιοθετήσει ως σύστημα εσόδων τη χρέωση ανά κλικ (pay per click). Τα έσοδά τους προκύπτουν από ανακατεύθυνση των επισκεπτών της ιστοσελίδας σε ηλεκτρονικά καταστήματα συνεργατών, από την προβολή διαφημίσεων, από μεταφορά και αντικαταβολή.

Από την άλλη πλευρά, η Snif, για παράδειγμα, έχει ως βασικό μοντέλο χρέωσης το συνδρομητικό, ενώ η Shopistas προσφέρει και το συνδρομητικό και το μοντέλο χρέωσης ανά κλικ.

Η Skroutz, στην πλατφόρμα marketplace, στην οποία παρέχει τη δυνατότητα ολοκλήρωσης των συναλλαγών, οι χρεώσεις βασίζονται στις πωλήσεις που πραγματοποιούνται, ήτοι ακολουθεί αμιγώς το μοντέλο χρέωσης ανά πώληση (pay per sale). Το ίδιο ισχύει για την Public, που εκτός του marketplace διαθέτει δίκτυο φυσικών καταστημάτων (υπό το σήμα Public και MediaMarkt) και ηλεκτρονικά καταστήματα υπό το ίδιο σήμα.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι χρεώσεις λιανοπωλητών για συμμετοχή σε πλατφόρμα marketplace κυμαίνονται μεταξύ 3% και 12%, ανάλογα με την κατηγορία προϊόντων, πέρα από την πάγια χρέωση 39 ευρώ/μήνα. Το κόστος είναι ένας ανασχετικός παράγοντας. Είναι ενδεικτικό ότι ένας στους πέντε λιανοπωλητές εκφράζει προβληματισμό για το κόστος ανά κλικ ή ανά αγορά σε μηχανές αναζήτησης και marketplaces. Προβληματισμός υπάρχει επίσης για το κόστος προμήθειας του τεχνικού εξοπλισμού και τις υψηλές χρεώσεις των τραπεζών για ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Πάντως δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι χάρη στα marketplaces, μικρομεσαίες επιχειρήσεις γίνονται ορατές σε ευρύ φάσμα του καταναλωτικού κοινού και στον βαθμό που προσφέρουν ανταγωνιστικό προϊόν σε χαμηλή τιμή, μπορούν να αυξήσουν τα έσοδά τους.

Η ανάπτυξη ενός e-shop

Σε μια προσπάθεια να αναδείξει αυτά τα οφέλη, η Skroutz λάνσαρε πρόσφατα ένα microsite όπου προβάλλει επιτυχημένα παραδείγματα εταιρειών-μελών της, με τις «ιστορίες πίσω από το κουμπί», όπου επιχειρηματίες αφηγούνται πώς εν μέσω πανδημίας κατάφεραν να μεγαλώσουν τις επιχειρήσεις τους. Ανακοίνωσε ότι αναλαμβάνει τα κόστη διεκπεραιώνοντας τις αποστολές, διαχειριζόμενη τις ακυρώσεις και τις επιστροφές, παρέχοντας υποστήριξη στους πελάτες και διασφαλίζοντας ασφαλείς πληρωμές, ενώ παράλληλα δίνει στις επιχειρήσεις πρόσβαση σε 9 εκατ. χρήστες για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.

Σύμφωνα με τον Alon Paster, Head of Commercial Development, Global Emerging Markets της ebay, η είσοδος μιας επιχείρησης σε ένα marketplace είναι πιο συμφέρουσα από την ανάπτυξη ενός e-shop. Είναι εξάλλου ενδεικτικό ότι στην παγκόσμια αγορά, τα μισά από τα μεγαλύτερα sites του λιανεμπορίου είναι marketplaces (Amazon, e-bay κ.α.) και τα άλλα μισά είναι sites των μεγάλων brands όπως ΙΚΕΑ, apple και Samsung. Έχουν επίσης το μεγαλύτερο μερίδιο στα διαδικτυακά ψώνια.

Το κανάλι της ebay είναι αναπτυσσόμενο και στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας πάνω από 12.000 πωλητές, με εκπαίδευση, υποστήριξη πωλήσεων και δωρεάν κατάστημα. Με βάση στοιχεία του Alon Paster, οι πιο καλοί πελάτες των ελληνικών προϊόντων που πωλούνται μέσω eBay είναι οι Αμερικανοί και ακολουθούν Άγγλοι, Γερμανοί, Ιταλοί και Γάλλοι. Για το 2020, κάθε 26 δευτερόλεπτα πωλούνταν ένα αντικείμενο από την Ελλάδα μέσω της πλατφόρμας ebay. Στα πιο δημοφιλή προϊόντα συγκαταλέγονται συλλεκτικά είδη, είδη ρουχισμού, αξεσουάρ, εξαρτήματα και ηλεκτρονικά είδη. Φέτος οι Έλληνες εξάγουν κυρίως δίσκους και βιντεοπαιχνίδια.

Οι τάσεις στη διεθνή αγορά

Το e-commerce αναπτύσσεται με ραγδαίο ρυθμό σε όλο τον κόσμο μετά την εμφάνιση της πανδημίας και εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 3,3 τρισ. δολ. το 2021. Με προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης 6,32% την περίοδο 2021-2025, η αγορά αναμένεται να φτάσει στα 4,2 τρισ. δολ. το 2025 και το penetration rate στο σύνολο της αγοράς από 50,8% το 2021 αναμένεται να ξεπεράσει το 60,3% αντίστοιχα. Επίσης, το μερίδιο του ηλεκτρονικού εμπορίου στις συνολικές παγκόσμιες λιανικές πωλήσεις το 2024 αναμένεται να είναι διπλάσιο αυτού του 2015 (από 15% το 2016 εκτιμάται σε περίπου 23% το 2022, στοιχεία Statista).

Ειδικά οι Ευρωπαίοι αρέσκονται να ψωνίζουν από το εξωτερικό και κυρίως Ιρλανδοί και Αυστριακοί (με ποσοστά πάνω από 80%) και λιγότερο οι Γερμανοί, οι Πολωνοί και οι Άγγλοι (με ποσοστά πάνω από 30%). Αγοράζουν κυρίως ρούχα (68%), κινητές συσκευές, ηλεκτρονικά και gadgets (53%), παιχνίδια (53%), καθώς και ρολόγια και κοσμήματα (51%).

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v