«Συνειδητοποιεί ο Ντόναλντ Τραμπ ότι έχει παραχωρήσει την παγκόσμια ηγεσία στην Κίνα; Πιθανώς όχι», γράφει σε άρθρο του με τίτλο «Είμαστε το Νο2» ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν. Και ο υπότιτλος «Πώς ο Τραμπ εκχώρησε το μέλλον στην Κίνα» είναι ενδεικτικός.
Κατά τη διάρκεια του πρόσφατου ταξιδιού του στην Ασία, γράφει για τον πρόεδρο των ΗΠΑ ο Κρούγκμαν, ξένοι ηγέτες τον κολάκευσαν και τον κατέκλυσαν με προσωπικά δώρα, ώστε επέστρεψε με το «εγώ» του ακόμα πιο φουσκωμένο απ' ό,τι συνήθως.
Κανείς στο περιβάλλον του δεν θα τολμούσε να του πει ότι, στην ουσία τους, οι συμφωνίες που συνήψε ισοδυναμούν με επαίσχυντη υποχώρηση. Όταν ο Τσακ Σούμερ επισήμανε όσα δεν πέτυχε ο Τραμπ, η αντίδραση του προέδρου ήταν υστερική, χαρακτηρίζοντας ούτε λίγο, ούτε πολύ ως προδότη τον επικεφαλής των Δημοκρατικών γερουσιαστών.
Όλος ο κόσμος ξέρει, όμως, αυτό που δεν λένε στον Τραμπ οι κόλακές του: ότι η αντιπαράθεσή του με την Κίνα κατέληξε να καταδείξει την κινεζική δύναμη και την αμερικανική αδυναμία, σημειώνει ο Κρούγκμαν.
Ο Τραμπ μπορεί να φαντάζεται ότι η παγκόσμια οικονομία είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου το κέρδος ενός κράτους είναι η απώλεια ενός άλλου. Αλλά δεν είναι έτσι, γράφει ο κορυφαίος οικονομολόγος.
«Η Κίνα έχει κάνει πλουσιότερες τις ΗΠΑ»
Η εκπληκτική άνοδος της Κίνας με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Ξιάο Πινγκ δεν έχει κάνει φτωχότερη την Αμερική. Αν μη τι άλλο, προσθέτει, η ταχεία άνοδος ενός κράτους 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων από την απελπιστική φτώχεια στο καθεστώς μεσαίου εισοδήματος (κατά κεφαλήν η Κίνα εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με την Αμερική και την Ευρώπη) μας έχει κάνει πλουσιότερους, επεκτείνοντας τις παγκόσμιες αγορές και παρέχοντάς μας βιομηχανικά αγαθά που θα ήταν πολύ πιο ακριβό να παραχθούν στην πατρίδα μας.
Αλλά η άνοδος της Κίνας έχει δημιουργήσει γεωπολιτικά προβλήματα. Μόλις τη δεκαετία του 1980, όλες οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου ήταν δημοκρατίες, συμμαχικές προς τις ΗΠΑ τόσο μέσω επίσημων συνθηκών, όσο και μέσω κοινών πολιτικών αξιών.
Οι δημοκρατίες ως σύνολο εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Αλλά τώρα η κινεζική οικονομία, αν μετρηθεί με βάση την πραγματική ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που παράγει, είναι μεγαλύτερη από την αμερικανική και πολύ μεγαλύτερη από οποιασδήποτε άλλης χώρας.
Εκτός του ότι είναι τεράστια, από ορισμένες απόψεις η οικονομία της Κίνας είναι πιο προηγμένη απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, δεδομένου ότι πρόκειται για χώρα μεσαίου εισοδήματος. Η Κίνα κυριαρχεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μια από τις σημαντικότερες τεχνολογίες του 21ου αιώνα, ενώ αποτελεί σοβαρή ανταγωνίστρια της Αμερικής και στην τεχνολογία των πληροφοριών.
«Οι ΗΠΑ δεν έχουν έμφυτο δικαίωμα να κυβερνούν τον κόσμο»
Γιατί όλα τα παραπάνω αποτελούν πρόβλημα; Η Κίνα δεν είναι κακή -«κι εγώ αγαπώ τη χώρα μου, αλλά δεν πιστεύω ότι η Αμερική και οι σύμμαχοί της έχουν κάποιο έμφυτο δικαίωμα να κυβερνούν τον κόσμο», υπογραμμίζει ο Αμερικανός οικονομολόγος.
Αλλά με βάση τα ιστορικά κριτήρια, υποστηρίζει, η Αμερική ήταν ένας σχετικά αγαθός ηγεμόνας, κυρίως επειδή ήταν κάτι περισσότερο από ένα κράτος: ήταν μια ιδέα. Και η Pax Americana, παρά τις πολλές αποτυχίες της και μερικές σοβαρές αμαρτίες της, υπήρξε συνολικά δύναμη προς την ελευθερία. «Το να μας αποκαλούν ως ηγέτες του ελεύθερου κόσμου ήταν κάτι περισσότερο από πολιτικό στερεότυπο: περιέγραφε κάτι πραγματικό, παρά τα πολλά σαθρά σημεία στο ιστορικό μας».
Η Κίνα, αντιθέτως, δεν είναι δημοκρατία, συνεχίζει ο Κρούγκμαν. Είναι ένα αυταρχικό καθεστώς και όσοι περίμεναν ότι η ανάπτυξη της κινεζικής μεσαίας τάξης θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην πολιτική απελευθέρωση έχουν διαψευστεί εντελώς. Ούτε η Κίνα φαίνεται να υποστηρίζει κάτι άλλο, πέρα από την Κίνα.
Έτσι, η άνοδός της απειλεί τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη που οικοδομήθηκε με αμερικανική χείρα βοήθειας. Τι πρέπει να κάνουμε γι' αυτό;
Η κυβέρνηση Μπάιντεν εξέλαβε την πιθανή απειλή από την άνοδο της Κίνας πολύ πιο σοβαρά απ' ό,τι την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι και προσπάθησε να εφαρμόσει ισχυρές πολιτικές για να την περιορίσει. Ειδικότερα, έδρασε σε τρία μέτωπα:
1. Υποστήριξη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: Ο «νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού» παρείχε επιδοτήσεις για την πράσινη ενέργεια -τόσο για τη χρήση της, π.χ. για αγορά ηλεκτρικών οχημάτων, όσο και για την εγχώρια κατασκευή βασικού εξοπλισμού όπως οι μπαταρίες. Οι επιδοτήσεις απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση πολλαπλών σκοπών, όπως η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η βοήθεια σε υποβαθμισμένες περιοχές. Αλλά ένας στόχος ήταν και να πληγεί η κυριαρχία της Κίνας σε σημαντικές τεχνολογίες.
2. Υποστήριξη στην προηγμένη τεχνολογία: Ο νόμος Chips παρείχε επιδοτήσεις στην προηγμένη τεχνολογία, ιδίως για την κατασκευή ημιαγωγών, με στόχο να διατηρηθούν οι ΗΠΑ στην αιχμή του δόρατος και να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας από ξένους προμηθευτές.
3. Έλεγχοι εξαγωγών: Η κυβέρνηση Μπάιντεν επέβαλε ελέγχους στις εξαγωγές ημιαγωγών προς την Κίνα, αλλά και στις εξαγωγές εξοπλισμού για την κατασκευή ημιαγωγών, με στόχο να περιοριστεί η πρόσβαση της ασιατικής χώρας στην τεχνητή νοημοσύνη του μέλλοντος και στην πληροφορική υψηλής απόδοσης.
Θα ήταν αποτελεσματικές αυτές οι πολιτικές για τον περιορισμό της Κίνας, βοηθώντας τις ΗΠΑ να διατηρήσουν τεχνολογικό πλεονέκτημα; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, επειδή η κυβέρνηση Τραμπ τις έχει εγκαταλείψει όλες.
Η Αμερική δεν διεκδικεί πλέον την κυριαρχία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, επειδή ο Τραμπ και η παρέα του μισούν την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, γράφει ο Κρούγκμαν. Δεν ακυρώνουν απλώς τις επιδοτήσεις, αλλά επιδιώκουν γενικότερα να καταστρέψουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ο Τραμπ έχει ασκήσει σκληρή κριτική στον νόμο Chips και συνολικά στην ιδέα των επιδοτήσεων για την προώθηση της εγχώριας παραγωγής. Προτιμά τους δασμούς. Αρχικά επέβαλε πολύ υψηλούς δασμούς στην Κίνα, αλλά στη συνέχεια τους μείωσε κατακόρυφα.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Budget Lab, οι δασμοί στην Κίνα είναι πλέον παρόμοιοι με τους αντίστοιχους σε άλλες χώρες, εκτός από τον Καναδά και το Μεξικό. Για παράδειγμα, η Κίνα αντιμετωπίζει πλέον δασμούς που δεν είναι σημαντικά υψηλότεροι απ' αυτούς που επιβλήθηκαν στους άλλοτε συμμάχους των ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και ο Τραμπ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι στη Nvidia, η οποία παράγει τα πιο προηγμένα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, μπορεί τελικά να επιτραπεί να πουλά στην Κίνα.
Η Κίνα κέρδισε τον εμπορικό πόλεμο
Ουσιαστικά, λοιπόν, ο Τραμπ έχει υποχωρήσει στην αντιπαράθεσή του με την Κίνα. Αν επρόκειτο για εμπορικό πόλεμο, η Κίνα κέρδισε. Γιατί;
Οι Κινέζοι έχουν μεγαλύτερη επιρροή πάνω μας απ' ό,τι εμείς πάνω τους, γράφει ο Κρούγκμαν. Εμείς είμαστε ή ήμασταν μια σημαντική αγορά εξαγωγών για την Κίνα, αλλά η τελευταία έχει σχεδόν μονοπώλιο στις σπάνιες γαίες, οι οποίες είναι κρίσιμες για την πολύ προηγμένη τεχνολογία. Και τα όρια της Κίνας στις εξαγωγές σπάνιων γαιών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα για μας απ' ό,τι οι δασμοί του Τραμπ γι' αυτούς.
Αυτή την ανισορροπία, την οποία δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις, δεν την προκάλεσε βεβαίως ο Τραμπ. Ωστόσο υπήρξε σαφώς αδιάφορος, επιβάλλοντας τιμωρητικούς δασμούς χωρίς να έχει καμία εμφανή επίγνωση του ότι η Κίνα θα αντιδρούσε.
Επίσης, ο Τραμπ έχει αποδειχθεί δεκτικός στις κινεζικές υποσχέσεις για επανεκκίνηση των αγορών αμερικανικής σόγιας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκχώρησε το μέλλον στην Κίνα με αντάλλαγμα ένα βουνό από... φασόλια. Πρόκειται για κάτι το εκπληκτικό, αν ληφθεί υπόψη ότι η Κίνα έδωσε παρόμοιες υποσχέσεις για αγορά αμερικανικών προϊόντων κατά τη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, τις οποίες ποτέ δεν εκπλήρωσε.
Γενικότερα, παρά τις σκληρές δηλώσεις για την Κίνα, η δασμολογική μανία του Τραμπ δεν έχει εστιαστεί στο βασικό γεωπολιτικό ζήτημα της αυξανόμενης κινεζικής ισχύος. Αντίθετα, έχει επιβάλει δασμούς στη Βραζιλία επειδή δεν του αρέσουν οι εσωτερικές πολιτικές της -τόλμησαν να καταδικάσουν έναν πρώην πρόεδρο που επιχείρησε να κάνει πραξικόπημα- και στον Καναδά επειδή η επαρχία του Οντάριο πρόβαλε μια τηλεοπτική διαφήμιση που τον αναστάτωσε. Η δασμολογική πολιτική του Τραμπ δεν υπαγορεύεται από το δόγμα «Πρώτα η Αμερική», αλλά από το «Πρώτα το Εγώ».
Συνολικά, η όλη αντιπαράθεση συνιστά επίδειξη της κινεζικής δύναμης και της αμερικανικής αδυναμίας. Αν συνεκτιμηθεί και ο τρόπος με τον οποίο ο Τραμπ έχει αποξενώσει τους συμμάχους των ΗΠΑ, προκύπτει αβίαστα ότι η Αμερική δεν είναι πλέον η κορυφαία δύναμη στον κόσμο, καταλήγει ο Κρούγκμαν. «Αν ένας μελλοντικός πρόεδρος δεν πετύχει μια θαυματουργή ανάκαμψη στο παγκόσμιο κύρος μας, τότε το μέλλον ανήκει στην Κίνα».