Η Γερμανία και η Γαλλία συζητούν τη συρρίκνωση του εμβληματικού προγράμματος αεράμυνας ύψους €100 δισ., εγκαταλείποντας τα σχέδια για κοινή κατασκευή μαχητικού αεροσκάφους και επικεντρώνοντας την προσπάθεια στην ανάπτυξη ενός συστήματος διοίκησης και ελέγχου που ονομάζεται «combat cloud».
Το Βερολίνο και το Παρίσι κινούνται για να διασώσουν ότι μπορούν από το Future Combat Air System (FCAS), το μεγαλύτερο πρόγραμμα οπλικών συστημάτων της Ευρώπης, το οποίο βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης επειδή η Airbus και η Dassault Aviation διαφωνούν για τον τρόπο κατασκευής του επόμενης γενιάς μαχητικού αεροσκάφους του προγράμματος.
Μία από τις επιλογές που εξετάζονται ενόψει των συναντήσεων υψηλού επιπέδου αυτής της εβδομάδας είναι ο περιορισμός της συνεργασίας στο κοινό «combat cloud», σύμφωνα με αξιωματούχους και από τις δύο χώρες. Η ιδέα ενός cloud-based συστήματος, που θα συνδέει μαχητικά αεροσκάφη και πιλότους με αισθητήρες, ραντάρ και drones καθώς και με χερσαία και ναυτικά συστήματα διοίκησης, αποτελεί ήδη έναν από τους βασικούς πυλώνες του FCAS.
Εάν εγκαταλειφθεί το σχέδιο για την κοινή κατασκευή μαχητικού, η εστίαση στο combat cloud θα επέτρεπε στις δύο χώρες να διατηρήσουν κάποια μορφή συνεργασίας, σημείωσαν οι αξιωματούχοι. Προειδοποίησαν, ωστόσο, ότι δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση, όπως σημειώνουν οι Financial Times.
Το combat cloud —το οποίο στοχεύει στην ενίσχυση των δυνατοτήτων των στρατών της ΕΕ μέσω της χρήσης τεχνητής νοημοσύνης για την ταχεία επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων— αποτελεί συνεργασία της γερμανικής μονάδας αμυντικών συστημάτων της Airbus, της γαλλικής Thales και της ισπανικής Indra.
«Μπορούμε να ζήσουμε με πολλά είδη μαχητικών στην Ευρώπη, αλλά χρειαζόμαστε ένα ενιαίο cloud σύστημα για όλα», ανέφερε ένας αξιωματούχος κοντά στο ζήτημα.
Ένα δεύτερο πρόσωπο με γνώση της κατάστασης είπε: «Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία [του FCAS] λειτουργούν καλά. Γιατί να τα σταματήσουμε; Δεν υπάρχει λόγος το FCAS να καταρρεύσει ολοκληρωτικά — υπάρχει ανάγκη για ένα σύστημα combat cloud».
Ένα τρίτο πρόσωπο κοντά στο έργο ανέφερε ότι η εστίαση στο cloud σύστημα θα μπορούσε να συνεπάγεται επανεξέταση ορισμένων πτυχών, όπως «την επίσπευση του χρονοδιαγράμματος στο 2030, από το 2040».
Το μέλλον του FCAS θα συζητηθεί σε συναντήσεις μεταξύ των δυο υπουργείων Αμυνας σήμερα στο Παρίσι και την επόμενη ημέρα μεταξύ του Καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς και του Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στο Βερολίνο, σύμφωνα με αξιωματούχους. Προγραμματίζονται και άλλες συναντήσεις με τους βιομηχανικούς εταίρους.
Ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους δήλωσε την Παρασκευή ότι οι συζητήσεις συνεχίζονται σχετικά με «το αν το έργο πρέπει να συνεχιστεί και πώς πρέπει να συνεχιστεί».
Η καγκελαρία της Γερμανίας, η Airbus, η Dassault και η ισπανική κυβέρνηση αρνήθηκαν να σχολιάσουν. Το γαλλικό υπουργείο Άμυνας δεν σχολίασε τις επιλογές που συζητούνται στο πλαίσιο του FCAS, αλλά ανέφερε ότι οι συνομιλίες συνεχίζονται προκειμένου να «προωθηθεί επειγόντως» το πρόγραμμα.
Το Παρίσι, το Βερολίνο και η Μαδρίτη πρέπει να αποφασίσουν έως το τέλος του έτους εάν θα ξεκινήσουν την κατασκευή ενός αεροσκάφους-πρωτοτύπου, το οποίο εκτιμάται ότι θα κοστίσει αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλά πολλοί εμπλεκόμενοι στο πρόγραμμα πιστεύουν ότι είναι ήδη πολύ αργά για να επιλυθεί η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ Airbus και Dassault, της γαλλικής οικογενειακής εταιρείας που κατασκευάζει το Rafale.
Αφού η Dassault ζήτησε να αναλάβει μεγαλύτερο μέρος της εργασίας για την κατασκευή του αεροσκάφους, το Βερολίνο εξετάζει το ενδεχόμενο αντικατάστασης της Γαλλίας με το Ηνωμένο Βασίλειο ή τη Σουηδία. Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Dassault, Éric Trappier, ισχυρίστηκε ότι η γαλλική εταιρεία θα μπορούσε να προχωρήσει μόνη της, αφού διαθέτει όλη την απαιτούμενη τεχνογνωσία.
Η Dassault και η Airbus ηγούνταν διαφορετικών τμημάτων του προγράμματος FCAS, αλλά οι εταιρείες έχουν έρθει σε αντιπαράθεση σχετικά με τη κατανομή των εργασιών, την επιλογή προμηθευτών και τον έλεγχο του σχεδιασμού του μαχητικού.
Μια πιθανή αποτυχία θα υπονόμευε τα σχέδια της ΕΕ για ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας μετά τη ρωσική εισβολή πλήρους κλίμακας στην Ουκρανία το 2022. Το 2017, όταν ανακοινώθηκε το FCAS, ο Μακρόν και η τότε καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ το είχαν χαρακτηρίσει ορόσημο.
Ο Μερτς, που ανέλαβε καθήκοντα τον Μάιο, έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι αναμένει από τη Dassault να σεβαστεί την αρχική συμφωνία. Αλλά το Παρίσι δεν έχει πιέσει τη Dassault, εν μέρει λόγω ανησυχιών για καθυστερήσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την πυρηνική αποτροπή της Γαλλίας, σύμφωνα με αξιωματούχους.
Στο Παρίσι, ορισμένες βιομηχανίες και αξιωματούχοι συμμερίζονται επίσης την άποψη της Dassault ότι χρειάζεται έλεγχο σε κρίσιμες αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής προμηθευτών, για να μπορέσει να παραδώσει το αεροσκάφος.
Ένας Γάλλος τραπεζίτης κοντά στην υπόθεση είπε: «Η μόνη σωτηρία για το FCAS τώρα είναι αν ο Μακρόν πιέσει τον Trappier… Αυτή τη στιγμή η συμφωνία είναι πλήρως παγωμένη και κοντά στον θάνατο». Πρόσθεσε: «Δεν υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη, κάθε πλευρά κατηγορεί την άλλη ότι παραβιάζει τους όρους. Δεν μπορείς να το διορθώσεις αυτό».
Ένα άλλο πρόσωπο κοντά στο έργο είπε ότι η Dassault «απλώς δεν θέλει να εμπλακεί σε μια πραγματική εταιρική συνεργασία». Ένας αξιωματούχος ανέφερε: «Αυτή τη φορά η απλή πολιτική βούληση ίσως να μην αρκεί για να ξεπεραστεί το γεγονός ότι οι εταιρείες είναι πολύ διαφορετικές».