Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τι… ΔΕΝ μας είπε η Ernst&Young

Ο τραγέλαφος όσο πάει και χειροτερεύει. Μετά την αδυναμία παροχής στοιχείων από τη Folli Follie έχουμε τώρα την αδυναμία πραγματοποίησης ελέγχου από την ΕΥ. Αυτό που επιμελώς δεν λέει κανένας είναι το… «γιατί»! Η διαπίστωση ανάγκης για δικανική-εγκληματολογική έρευνα πάντως δίνει την εικόνα.

Τι… ΔΕΝ μας είπε η Ernst&Young

Η χθεσινή ανακοίνωση της Ernst& Young, παρότι αναλυτική σε πολλά σημεία της, αποφεύγει επιμελώς να θίξει την ουσία των λόγων για τους οποίους αρνήθηκε την πραγματοποίηση επανελέγχου των οικονομικών καταστάσεων της Folli Follie.

Tα αναφερόμενα περί παραιτήσεων στο Δ.Σ. και στην Επιτροπή Ελέγχου της τελευταίας, προφανώς, έπαψαν να αποτελούν ανασχετικούς παράγοντες από τη στιγμή που εξελέγησαν σε αμφότερα τα όργανα, νέα μέλη. Άλλωστε το γεγονός ότι ο πρόεδρος της νέας Επιτροπής Ελέγχου Δημήτρης Ποταμίτης δεν φαίνεται να ανέλαβε ποτέ τα καθήκοντά του, δεν εμπόδισε την υπογραφή σύμβασης στοχευμένων ελέγχων από την EY.

Οπότε τι μένει; Γιατί η ΕΥ ήταν πρόθυμη να υπογράψει σύμβαση «στοχευμένων διαδικασιών» και όχι πλήρη έκτακτο έλεγχο; Τι την εμπόδισε;

Bγάζοντας από τη μέση τις λοιπές αιτιολογίες από αυτές που «ενδεικτικά» ανέφερε η EY, μας μένουν μόνο δύο στοιχεία για να «ερμηνεύσουμε» από την ανακοίνωσή της.

- Η δεδηλωμένη αδυναμία της Folli Follie να δώσει πληροφορίες και στοιχεία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Που σημαίνει ότι η ίδια η εταιρία διατείνεται πως δεν έχει αυτά τα στοιχεία -κι αν δεν υπάρχουν στοιχεία, τότε πώς θα ελεγχθούν;

- Οι διαδικασίες που προβλέπονται από τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα για την αποδοχή ελέγχων, τις οποίες και λέει ότι διενήργησε η EY.

Το Διεθνές Ελεγκτικό Πρότυπο 600, που αφορά τους ελέγχους σε ομίλους, αναφέρει ότι προκειμένου να αναλάβει τον έλεγχο ο ελεγκτής πρέπει να κρίνει «εάν μπορεί εύλογα να αναμένεται να αποκτηθούν επαρκή και κατάλληλα ελεγκτικά τεκμήρια σε σχέση με τη διαδικασία ενοποίησης και τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες των συστατικών επί των οποίων θα βασίσει τη γνώμη ελέγχου του ομίλου.

Για τον σκοπό αυτό, η ομάδα ανάθεσης του ομίλου πρέπει να αποκτά επαρκή κατανόηση του ομίλου, των συστατικών του και του περιβάλλοντός τους, για να εντοπίζει συστατικά που είναι πιθανό να είναι σημαντικά.

Όταν οι ελεγκτές συστατικού (θυγατρικών) εκτελούν εργασία επί των χρηματοοικονομικών πληροφοριών τέτοιων συστατικών, ο εταίρος ανάθεσης του ομίλου (που ελέγχει συνολικά τον όμιλο) πρέπει να αξιολογεί εάν η ομάδα ανάθεσης του ομίλου θα δύναται να αναμιγνύεται στην εργασία αυτών των ελεγκτών συστατικού στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την απόκτηση επαρκών και κατάλληλων ελεγκτικών τεκμηρίων».

Και καταλήγει:

«Εάν ο εταίρος ανάθεσης του ομίλου συμπεράνει ότι:

(α) δεν θα είναι δυνατό για την ομάδα ανάθεσης του ομίλου να αποκτήσει επαρκή κατάλληλα ελεγκτικά τεκμήρια λόγω περιορισμών που επιβάλλονται από τη διοίκηση του ομίλου, και

(β) η πιθανή επίδραση αυτής της αδυναμίας θα οδηγήσει σε αδυναμία έκφρασης γνώμης επί των οικονομικών καταστάσεων του ομίλου, ο εταίρος ανάθεσης του ομίλου πρέπει στην περίπτωση νέας ανάθεσης, να μην αποδέχεται την ανάθεση».

Αντίστοιχα, το Διεθνές Ελεγκτικό Πρότυπο 001 που αφορά τις πάσης φύσεως ελεγκτικές εργασίες προβλέπει ότι η ελεγκτική οντότητα, «προκειμένου να αποδεχθεί τον έλεγχο πρέπει να:

(α) Είναι ικανή να εκτελέσει την ανάθεση και έχει τις δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου και των πόρων να το πράξει

(β) Μπορεί να συμμορφώνεται με τις σχετικές απαιτήσεις δεοντολογίας, και

(γ) Έχει εξετάσει την ακεραιότητα του πελάτη και δεν έχει πληροφορίες που θα την οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο πελάτης δεν διαθέτει ακεραιότητα».

Δεν μπορούμε προφανώς να γνωρίζουμε τι ακριβώς επικαλείται απ' όλα τα παραπάνω η EY στην άρνησή της να προχωρήσει σε επανέλεγχο. Ούτε γιατί θεωρεί ότι παρ' όλα αυτά είναι σε θέση να διεξάγει «στοχευμένες διαδικασίες σε συγκεκριμένα κονδύλια των λογιστικών καταστάσεων»!

Αυτός ο «στοχευμένος» έλεγχος όμως (ο λεγόμενος Agreed Upon Procedures), έτσι κι αλλιώς, όπως κι αν καταλήξει, θα συνοδεύεται από ειδική «αποποίηση ευθυνών» με ειδική παράγραφο στην οποία θα αναφέρεται ότι η ΕΥ δεν αποδέχεται ευθύνη για την ακρίβεια των παρεχόμενων στοιχείων κι ότι εάν γινόταν κανονικός έλεγχος μπορεί να προέκυπταν περισσότερα στοιχεία προς αναφορά κ.λπ. Γι' αυτό άλλωστε και δεν συνιστά πλήρη έλεγχο, ούτε και είναι αποδεκτός από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Σε κάθε περίπτωση, η διαπιστωμένη πλέον ανάγκη για την πραγματοποίηση δικανικής-εγκληματολογικής έρευνας (forensic investigation) δίνει ξεκάθαρα την εικόνα της σοβαρότητας που έχει η υπόθεση, ενώ αλγεινές εντυπώσεις δημιουργεί το γεγονός ότι εδώ και 45 μέρες η ίδια η εταιρία δεν έχει κάνει οιαδήποτε κίνηση προκειμένου να εξηγήσει σε ποιους λόγους οφείλεται αυτή η «αδυναμία παροχής στοιχείων».

Το βασικό ερώτημα τώρα είναι σε τι περαιτέρω ενέργειες προτίθεται να προχωρήσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς η «αδυναμία παροχής στοιχείων» συνοδεύτηκε πλέον με κάθε επισημότητα και από «αδυναμία πραγματοποίησης ελέγχου», από την πλευρά ενός εκ των μεγαλυτέρων διεθνών ελεγκτικών οίκων.

Κι όχι σε μια τυχαία μικρομεσαία επιχείρηση αλλά σε ένα έως πρότινος «διαμάντι» της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, με πλήθος εγχώριων και διεθνών επενδυτών στο μετοχολόγιό του.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v