O ηγεμόνας της Ρωσίας έγινε δεκτός με πρωτόγνωρες τιμές στην Αλάσκα, αντίθετα με τους ευρωπαίους ηγέτες και τον Ζελένσκι, που προσήλθαν ως ικέτες, στο Λευκό Οίκο, μήπως και «επηρεάσουν» τον πρόεδρο Τράμπ, φωτογραφιζόμενοι ως μαθητούδια, στη σειρά, μπροστά στο γραφείο του.
Αυτή η ταπείνωση ευρωπαίων ηγετών που -με εξαίρεση τη Μελόνι- κινούνται πολιτικά στον αντίποδα των πεποιθήσεών του Τραμπ και των πολιτικών συμμάχων του στην Ευρώπη, έχει όμως και οφθαλμοφανή γεωπολιτική σημειολογία:
Ρωσία και ΗΠΑ είναι οι δύο de facto πυρηνικές υπερδυνάμεις , ικανές να καταστρέψουν πλήρως η μία την άλλη, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Ακόμη και η Κίνα βρίσκεται προς το παρόν μακριά τους, αν και στην τρίτη θέση από πλευράς αριθμού πυρηνικών όπλων. Κάτι που οι ΗΠΑ -αλλά και η Ρωσία- θέλουν να παραμείνει έτσι, δεδομένων των υπόλοιπων πλεονεκτημάτων που διαθέτει η ασιατική υπερδύναμη.
Για τον Τραμπ η ολοένα στενότερη σχέση της Ρωσίας με την Κίνα είναι σοβαρό στρατηγικό πρόβλημα, ενώ για τον Πούτιν η αυξανόμενη εξάρτηση από την γειτόνισσα του στην Ασία, εκτός από πλεονεκτήματα ενέχει και σοβαρά μειονεκτήματα για το μέλλον.
Εν ολίγοις, ο Τραμπ και ο Πούτιν έχουν μπροστά τους μια παγκόσμια σκακιέρα, με συμφέροντα που υπερακοντίζουν κατά πολύ το «στενό» θέμα της Ουκρανίας. Αντίθετα με τους Ευρωπαίους που έχοντας για δεκαετίες παραδώσει τα πάντα στις ΗΠΑ (με τελευταίες υποχωρήσεις την εμπορική συμφωνία της ΕΕ και την υπερβολική αύξηση των αμυντικών δαπανών μέσω ΝΑΤΟ, χωρίς ανταλλάγματα), βρίσκονται σε ομηρία.
Έχουν αυτοπαγιδευτεί στο ρόλο του ανένδοτου υποστηρικτή της Ουκρανίας, σε έναν πόλεμο που εξελίσσεται σε ήττα πρώτου μεγέθους, επηρεάζοντας όλη την αρχιτεκτονική ασφαλείας στη γηραιά ήπειρο.
Πρόκειται για τραγική ειρωνεία, καθώς οι αιτίες αυτού του πολέμου βαρύνουν ως ηθικό αυτουργό τις ΗΠΑ, αλλά όχι την τρέχουσα αμερικανική ηγεσία. Η Ευρώπη βαρύνεται κυρίως από την ευθύνη ότι επέλεξε να σιγοντάρει, χωρίς να φαντάζεται τότε ότι θα καταλήξει σήμερα πρωταγωνιστής μιας ήττας, που δυσκολεύεται (και πολιτικά) να αποδεχτεί.
Τα δεδομένα των τελευταίων ημερών
Σε αυτό το πλαίσιο, το πιο σημαντικό γεγονός των τελευταίων ημερών ήταν η απόφαση του Τραμπ να απορρίψει την ιδέα της «άνευ όρων» κατάπαυσης του πυρός προκρίνοντας την εύρεση μιας μόνιμης ειρηνευτικής φόρμουλας.
Το πιθανότερο είναι ότι κατέληξε σε αυτό μετά τη συνάντηση με τον Πούτιν, καθώς αντελήφθη ότι ο τελευταίος δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να δεχτεί απλή κατάπαυση την ώρα που οι δυνάμεις του προελαύνουν, κι ότι στην πράξη, δεν διαθέτει τα μέσα για να τον πιέσει:
Η κίνηση των δευτερογενών δασμών στην Ινδία (ίσως το μεγαλύτερο λάθος που έχει διαπράξει στη τρέχουσα θητεία του) γίνεται μπούμερανγκ, φέρνοντας την αναδυόμενη δύναμη της Ασίας πλησιέστερα στις BRICS και στην Κίνα, ενώ η εφαρμογή αντίστοιχων δασμών στην τελευταία, τον άλλο μεγάλο αγοραστή ρωσικής ενέργειας, δεν υπάρχει πλέον ούτε ως σκέψη.
Οι ευρωπαίοι μαζί με τον Ζελένσκι προσπάθησαν να προωθήσουν μια εκεχειρία, διότι αντιλαμβάνονται ότι μια συμφωνία ειρήνευσης θα πάρει ούτως ή άλλως πολύ χρόνο, κι ότι στο μεσοδιάστημα, το πιθανότερο είναι ότι οι Ρώσοι θα προελαύνουν. Αυξάνοντας τα τετελεσμένα και ενδεχομένως διασπώντας αποφασιστικά την ουκρανική άμυνα.
Το δεύτερο σημείο που εδραιώθηκε τις τελευταίες μέρες, από όλες πλέον τις πλευρές, είναι ότι η Ουκρανία, θα πρέπει να αποδεχτεί, έστω de facto και όχι de jure, την απώλεια τουλάχιστον του 20% των εδαφών της, που κατέχονται από τη Ρωσία, κι ότι δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ.
Οι εκκλήσεις για στήριξη μιας ουκρανικής νίκης ανήκουν πλέον στο παρελθόν και αυτό που απομένει είναι ο προσδιορισμός του μεγέθους της ήττας, όχι απλώς για την Ουκρανία, αλλά και για τη Δύση που τη στήριξε παντοιοτρόπως, με εξαίρεση την αποστολή στρατευμάτων.
Υποτίθεται ότι συμφωνήθηκε επίσης και η παροχή εγγυήσεων, με υποστήριξη και των ΗΠΑ, στην Ουκρανία. Πρόκειται για μια αόριστη προφορική δήλωση του Τραμπ, που με τα σημερινά δεδομένα, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα.
Τα βασικά αγκάθια σε μια συμφωνία ειρήνευσης
Διότι τα βασικά αγκάθια σε μια βιώσιμη ειρήνη, δεν έχουν να κάνουν με την παραχώρηση εδαφών, αλλά με τους γενικότερους όρους, που έως σήμερα δεν φαίνεται να έχουν συζητηθεί καθόλου.
Με μια φράση, του προέδρου Πούτιν, έχουν να κάνουν με την αντιμετώπιση των «βαθύτερων αιτιών της σύγκρουσης» και την παροχή εγγυήσεων ασφάλειας προς τη Ρωσία, κάτι που πρόκειται να προκαλέσει μεγάλες πολιτικές αναταράξεις στη Δύση, ιδίως στην Ευρώπη.
Αυτή είναι η άλλη όψη του πολέμου, που αντιμετωπίζεται από τη Ρωσία, ως προσπάθεια της Δύσης να την καθυποτάξει. Είναι μάλλον δεδομένο συνεπώς, ότι η Ρωσία θα διεκδικήσει μια γενικότερη γεωπολιτική διευθέτηση, πιθανώς με την στήριξη του Τραμπ, για τους λόγους που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου.
‘Άλλωστε, ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί να είναι πολλά πράγματα, δεν είναι όμως αφελής, ούτε άπειρος. Γνωρίζει ότι ο χρόνος στα μέτωπα κυλά υπέρ του, αλλά στο μέλλον μπορεί να γυρίσει εναντίον του.
Κατανοεί ότι πρέπει να παρασχεθούν εγγυήσεις στην Ουκρανία, σίγουρα όμως υποψιάζεται ότι ο ταχύς επανεξοπλισμός της Ευρώπης, σε συνδυασμό με τη διατήρηση σοβαρών στρατιωτικών δυνάμεων από την Ουκρανία, μπορεί να οδηγήσει στην διεκδίκηση μιας μελλοντικής «ρεβάνς», (ιδίως εάν υπάρξει πολιτική αλλαγή στις ΗΠΑ, το 2028), όπως συνέβη με τη Φινλανδία το 1941.
Θυμίζουμε ότι τότε οι Φινλανδοί συντάχθηκαν με την ναζιστική Γερμανία, στην επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης προκειμένου να πάρουν πίσω τα εδάφη που είχε προσαρτήσει η ΕΣΣΔ στο σύντομο πόλεμο με τη Φινλανδία, το χειμώνα του 1939-40.
Κατά συνέπεια, θα είναι εξαιρετικά απίθανο να αποδεχτεί η Ρωσία, διατήρηση πολύ ισχυρού Ουκρανικού στρατού, κι ακόμη περισσότερο, παρουσία στρατευμάτων από Νατοϊκές χώρες, στο έδαφος της, κάτι στο οποίο επιμένουν όμως, Ουκρανοί και Ευρωπαίοι.
Από την άλλη πλευρά, το σημειώνουμε για να δείξουμε πόσο ακανθώδες είναι το θέμα, πολύ δύσκολα θα αποδεχτούν αυτοβούλως οι Ουκρανοί εγγυήσεις «εκ του μακρόθεν», εκ μέρους της Ευρώπης ή και των ΗΠΑ, για την περίπτωση νέας ρωσικής επίθεσης. Διότι ουδείς μπορεί να εξηγήσει πειστικά γιατί θα πολεμήσουν τότε, όσοι αρνήθηκαν να πολεμήσουν τώρα για την Ουκρανία. Η Ρωσία θα παραμένει πυρηνική υπερδύναμη, με ότι αυτό έχει αποδειχτεί ότι σημαίνει.
Στη περίπτωση συμφωνίας ειρήνευσης, η σύνθεση και το μέγεθος των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων ίσως αποδειχθεί ένα από τα πλέον περίπλοκα ζητήματα.
Επιπλέον, εφόσον υπάρχει πρόθεση για μια ουσιαστική ειρήνη στην Ουκρανία, το θέμα είναι πιθανό ότι θα απασχολήσει και τη διεθνή κοινότητα, μέσω και του ΟΗΕ, προκειμένου να υπάρξουν πολυμερείς αμφίπλευρες εγγυήσεις, μάλλον με συμμετοχή και της Κίνας, ίσως και της Ινδίας, πιθανώς και με παρουσία πολυεθνικών στρατιωτικών δυνάμεων, στη νέα συνοριακή ζώνη.
Ως τότε, εκτός κι αν αλλάξουν ριζικά οι θέσεις των εμπλεκόμενων πλευρών, ο πόλεμος θα συνεχιστεί, δυσχεραίνοντας τις ουκρανικές θέσεις.
ΥΓ: Θα είναι ευχής έργον αν μέσα από μια διαδικασία ειρήνευσης προκύψει και μια νέα λιγότερο ανταγωνιστική και μόνιμη αρχιτεκτονική ασφαλείας για την Ευρώπη, κάτι που όμως φαντάζει σήμερα εξαιρετικά δύσκολο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.