Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το δεύτερο λάθος

Οδηγώντας τη χώρα από το ένα λάθος στο άλλο, οι κυριότερες πολιτικές δυνάμεις της την εμποδίζουν να πάρει «ανάσα». Όλα αυτά, δε, στο πλαίσιο μίας πλειοδοσίας παροχών ενόψει των εκλογών…

Το δεύτερο λάθος

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Εάν έχει μία λογική το μέτρο της μείωσης του λεγόμενου «αφορολόγητου», δηλαδή της έκπτωσης φόρου, αυτή έγκειται στο ότι τον λογαριασμό δεν θα τον πληρώνουν λίγοι, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά όλοι ή εντέλει περισσότεροι -ο καθένας στο μέτρο των δυνάμεών του-, κατά τη σχετική συνταγματική πρόβλεψη.

Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δηλαδή, θα επιτρέψει τη διανομή των φορολογικών βαρών κατά τρόπο αναλογικότερο έναντι εκείνου που ισχύει σήμερα και οδηγεί στο φαινόμενο το 20% των φορολογούμενων να πληρώνει περί το 80% των ετήσιων φόρων.

Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόσφατη κατηγορηματική τοποθέτηση του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα ότι  «…όσο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, δεν θα κοπεί το αφορολόγητο» καθώς και η αντίστοιχη της εκπροσώπου Τύπου της ΝΔ, κας Σ. Ζαχαράκη ότι «θα καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια και θα διαπραγματευθούμε με τους εταίρους μας για να μη μειωθεί το αφορολόγητο», συνιστούν μία σαφή οπισθοδρόμηση.

Όχι μόνον οδηγούν την Ελλάδα στην αθέτηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει έναντι των εταίρων και δανειστών της, αντιστρέφοντας ένα προνομοθετημένο μέτρο, αλλά -ενδεχομένως κυριότερα- διατηρούν την παρούσα φορολογική αδικία, που έχει κυριολεκτικά εξοντώσει τη μεσαία τάξη.

Στα τέλη του προηγούμενου έτους και σε σημείωμα υπό τον τίτλο «Ό,τι χειρότερο», η στήλη είχε υποστηρίξει ότι η αντιστροφή του μέτρου μείωσης των συντάξεων -στο πλαίσιο πλειοδοσίας των κυριότερων κομμάτων σε παροχές- συνιστούσε επίσης υπαναχώρηση από τα υπεσχημένα και θα όξυνε περαιτέρω τα ήδη υπαρκτά προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος και ήταν, άρα, μία λάθος κίνηση.

Η -ενδεχόμενη- αντιστροφή του μέτρου της μείωσης του αφορολόγητου θα συνιστούσε ακόμη ένα λάθος προς την ίδια κατεύθυνση.

Ακόμη χειρότερα, δε, θα άφηνε στο κενό τα λεγόμενα «θετικά αντίμετρα» του 2020.

Σε αυτά περιλαμβάνεται: πρώτον, η μείωση του εναρκτήριου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20%, με κόστος 877 εκατ. ευρώ το 2020 και 977 εκατ. ευρώ το 2021, δεύτερον, η χορήγηση έκπτωσης έως και 70 ευρώ στους υπόχρεους του ΕΝΦΙΑ, με κόστος 209 εκατ. ευρώ, η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων, με κόστος 461 εκατ. ευρώ το 2020 και 270 εκατ. ευρώ το 2021 αλλά και η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης κατά 368 εκατ. ευρώ το 2020 και κατά 613 εκατ. ευρώ το 2021.

Με άλλα λόγια, εάν δεν υπάρξει μείωση του αφορολόγητου, είτε θα ακυρωθούν τα παραπάνω «αντίμετρα», τα οποία συμπεριλαμβάνουν σημαντική «ανάσα» για τους φορολογούμενους, είτε αυτά θα επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, θέτοντας εν αμφιβόλω τη δυνατότητά του να παρουσιάζει το συμπεφωνημένο  πρωτογενές πλεόνασμα.

Το «παράθυρο» που άφησε δε ανοικτό χθες ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Β. Ντομπρόβσις για ενδεχόμενη επανεξέταση του μέτρου της μείωσης του αφορολόγητου, τελεί σαφώς υπό την αίρεση της ύπαρξης ή μη του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου -μετά την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων περί πρωτογενών πλεονασμάτων-, επιβεβαιώνοντας έτσι το «μετέωρο» των αντίμετρων του 2020.

Σε οποιαδήποτε των περιπτώσεων τυχόν αντιστροφή του μέτρου της μείωσης του αφορολόγητου καθιστά δυσχερέστερη την ελάφρυνση των κοινωνικών στρωμάτων που σήκωσαν το κύριο βάρος της φορολογίας στη διάρκεια της κρίσης και οδήγησαν διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, στη διαπίστωση ότι το 95% των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών του.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v