Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η απόσυρση των ΗΠΑ από την INF και ο κίνδυνος ντόμινο

Γιατί αποσύρθηκαν οι ΗΠΑ από τη Συνθήκη για την Εξάλειψη των Πυραύλων Μικρού και Μεσαίου Βεληνεκούς και ποιες είναι οι επιπτώσεις. Η ανάγκη για αλλαγή σελίδας και γιατί πρέπει να μπει και η Ευρώπη στο «παιχνίδι». Ανάλυση του RIAC.

  • Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς
Η απόσυρση των ΗΠΑ από την INF και ο κίνδυνος ντόμινο

Η απόφαση των ΗΠΑ για απόσυρση από τη Συνθήκη για την Εξάλειψη των Πυραύλων Μικρού και Μεσαίου Βεληνεκούς (Συνθήκη INF), μπορεί να προκαλέσει «ντόμινο» στον έλεγχο των πυρηνικών όπλων, προειδοποιεί ο Andrey Kortunov, γενικός διευθυντής του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (RIAC). Όπως επισημαίνει με την απόσυρση από τη Συνθήκη INF η Ουάσινγκτον θέτει εν αμφιβόλω την παράταση της Νέας Συμφωνίας START, και χωρίς τη Νέα START θα υπάρξει ευρύτερο ζήτημα διατήρησης του καθεστώτος μη εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων.

Γιατί αποσύρθηκαν οι ΗΠΑ

Σύμφωνα με τον κ. Kortunov, υπάρχουν τρεις συνθήκες που μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από τη Συνθήκη INF.

Κατά τον κ. Kortunov, «Ίσως κάποιος από τον αμερικανικό στρατό ανησυχούσε πράγματι πολύ για την ανάπτυξη του πυραυλικού συστήματος Avangard, θεωρώντας πως αποτελεί δυνητική απειλή στην ισορροπία δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό θέατρο. Την ίδια ώρα δεν είναι τόσο σημαντικό το αν αυτό το νέο σύστημα υπόκειται ή όχι στους περιορισμούς της Συνθήκης INF. Παρόμοια κατάσταση προέκυψε την περίοδο της υπογραφής της Συνθήκης το 1987, όταν οι ΗΠΑ απαίτησαν την εξάλειψη του συστήματος Oka από τη Σοβιετική Ένωση. Και ενώ το βεληνεκές του συστήματος Oka δεν ενέπιπτε στους όρους της συμφωνίας, η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης αποφάσισε να εξαλείψει αυτό το πολλά υποσχόμενο εγχείρημα, σε ένδειξη καλής θέλησης. Ίσως τώρα ο αμερικανικός στρατός να ήθελε να επαναλάβει αυτή την εμπειρία τριάντα χρόνια μετά, όταν ένα σύστημα που δεν τους άρεσε θα μπορούσε να εξαλειφθεί ακόμα και αν δεν υπήρχε επίσημος λόγος. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο επιχειρηματολογίας.

Το δεύτερο επίπεδο επιχειρηματολογίας συνδέεται με το γεγονός πως η Συνθήκη INF περιορίζει τους πυραύλους δύο μόνο μερών –της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, πολλές άλλες χώρες αναπτύσσουν την τεχνολογία πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς, και κυρίως η Κίνα, όπου οι πύραυλοι αυτοί σχηματίζουν τη βάση των στρατηγικών δυνατοτήτων της. Φυσικά, οι Αμερικάνοι έχουν ήδη μιλήσει γι’ αυτό, και μάλιστα αρκετά ειλικρινά: ανησυχούν για την αυξανόμενη στρατιωτική δύναμη της Κίνας, τα βαλλιστικά προγράμματα άλλων χωρών (όπως για παράδειγμα του Ιράν) και ως εκ τούτου θεωρούν άδικη τη Συνθήκη INF.

Τέλος, το τρίτο επίπεδο επιχειρηματολογίας είναι πως η κυβέρνηση Τραμπ είναι εξαιρετικά καχύποπτη έναντι οποιασδήποτε συμφωνίας που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο περιορίζει τις ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας, και είναι ακόμα πιο καχύποπτη έναντι των συμφωνιών εκείνων που υπεγράφησαν πριν έρθει ο Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία. Αυτή δεν είναι μόνο η Συνθήκη INF, αλλά και η Νέα Συνθήκη START, που εγείρει σημαντικά ερωτήματα και αμφιβολίες ως προς το πόσο καλή είναι η συμφωνία και αν θα πρέπει να ανανεωθεί. Αυτό αντανακλά τη φιλοσοφία της κυβέρνησης, την έμφαση που δίνει στην απόλυτη ανεξαρτησία σε στρατηγικά ζητήματα καθώς και την απροθυμία της να περιορίσει την ελευθερία που έχει για ελιγμούς».

Σύμφωνα με τον κ. Kortunov, αυτές οι τρεις βασικές συνθήκες επηρέασαν την απόφαση των ΗΠΑ, όμως δεν μπορούν να αγνοηθούν και λόγοι που συνδέονται με την εσωτερική πολιτική μάχη. «Εγκαταλέιποντας τη συνθήκη, ο Τραμπ έστειλε μήνυμα στους εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους του πως είναι πολύ σκληρότερος έναντι της Ρωσίας απ’ ότι ήταν για παράδειγμα ο Ομπάμα, ή πως οι κατηγορίες περί ήπιας στάσης του έναντι του Κρεμλίνου είναι παντελώς αβάσιμες».

Οι συνέπειες της αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF

Όπως υποστηρίζει ο κ. Kortunov, οι συνέπειες της απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF θα πρέπει να χωριστούν σε στρατιωτικές και πολιτικές. Ως προς τις στρατιωτικές συνέπειες, «θα πρέπει αν γίνει κατανοητό πως αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν τεχνολογικές, παραγωγικές και οικονομικές δυνατότητες για την επιχειρησιακή ανάπτυξη μεγάλου αριθμού πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς. Μπορεί κανείς, φυσικά, να υποθέσει την ύπαρξη ορισμένων προγραμμάτων για τη μεταφορά πυραύλων εκτοξευόμενων από θάλασσα και αέρα σε χερσαία συστήματα, όμως αυτή είναι μια μάλλον άσκοπη άσκηση, που δεν θα είναι αποτελεσματική για τις ΗΠΑ. Επιπλέον, υπάρχουν πολιτικοί περιορισμοί, αφού για να αναπτυχθούν αυτοί οι πύραυλοι στην Ευρώπη, απαιτείται η συναίνεση όλων των συμμάχων, και αυτή η συναίνεση δεν είναι εύκολο να εξασφαλιστεί».

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον κ. Kortunov, «οι στρατιωτικές συνέπειες της απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Συνθήκη δεν θα είναι άμεσες, όμως θα αποκαλυφθούν εντός λίγων ετών. Μέχρι τότε, οι ΗΠΑ θα συμμορφώνονται με τους όρους της Συνθήκης, όπως έκαναν και σε άλλες περιπτώσεις».

Κατά τον ίδιο, οι πολιτικές συνέπειες της απόσυρσης των ΗΠΑ είναι ήδη προφανείς και θα συνεχίσουν να εμφανίζονται. «Στον τομέα του ελέγχου των πυρηνικών όπλων, η απόφαση των ΗΠΑ μπορεί να προκαλέσει ντόμινο: αν εγκαταλείψει τη Συνθήκη INF, θέτει υπό αμφισβήτηση την παράταση της Νέας Συνθήκης START, και χωρίς τη Νέα START θα υπάρξει ευρύτερο ζήτημα διατήρησης του καθεστώτος μη εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων. Επίσης, δεν θα πρέπει αν ξεχνάμε την Ολοκληρωμένη Συνθήκη Απαγόρευσης Πυρηνικών Δοκιμών, την οποία οι ΗΠΑ δεν έχουν επικυρώσει.

Έτσι, μπορεί να ξεκινήσει μα αλυσιδωτή αντίδραση που θα οδηγήσει στην κατάρρευση όχι μόνο του διμερούς συστήματος ελέγχου στρατηγικών όπλων, αλλά και στη διάβρωση ολόκληρου του διεθνούς συστήματος. Αυτό θα δημιουργήσει νέους κινδύνους και προβλήματα, και θα είναι δύσκολο να επιστρέψουμε σε οποιεσδήποτε διεθνείς ή διμερείς συμφωνίες».

Μια νέα συμφωνία

Ο κ. Kortunov κάνει λόγο για αλλαγή σελίδας και ξεκίνημα ενός νέου κεφαλαίου στον διεθνή έλεγχο όπλων, σημειώνοντας την ανάγκη για μια νέα Συνθήκη η οποία θα είναι διαφορετική, πολυμερής αντί για διμερής, η οποία θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις ποιοτικές αντί των ποσοτικών παραμέτρων των οπλικών συστημάτων και θα έχει τελείως διαφορετικούς μηχανισμούς ελέγχου.

«Είναι ήδη ξεκάθαρο πως θα είναι δύσκολο να διαπραγματευτούμε νομικά δεσμευτικές συμφωνίες -είναι δύσκολο να φανταστούμε το Κογκρέσο να επικυρώνει την όποια συμφωνία με τη Ρωσία.

Αν μιλήσουμε για την Κίνα, τότε μια τριμερής συμφωνία όμοια με τη Συνθήκη INF δεν είναι αποδεκτή για το Πεκίνο, διότι θα πρέπει να καταστρέψει τα δύο τρίτα -ή και περισσότερο- των πυραυλικών δυνατοτήτων της, κάτι που η Κίνα δεν θα δεχθεί. Αν όμως μιλήσουμε με την Κίνα για τους πυραύλους μεσαίου και μικρότερου βεληνεκούς, τότε η Κίνα μπορεί να δείξει κάποιο ενδιαφέρον, διότι εδώ οι ΗΠΑ δεν έχουν συγκεκριμένο πλεονέκτημα», σύμφωνα με τον κ. Kortunov.

Όπως επισημαίνει, «μπορεί κάποιος να συμφωνήσει στα πάντα, όμως αυτό θα απαιτήσει πρώτον πολιτική βούληση και δεύτερον χρόνο και υπομονή, διότι η Κίνα και οι άλλες πυρηνικές δυνάμεις πρέπει να προσελκυστούν στη διαδικασία αυτή σταδιακά και με πολύ λεπτό χειρισμό, αφού οι δικές τους πυρηνικές δυνατότητες είναι πολύ πιο αδύναμες από αυτές της Ρωσίας και των ΗΠΑ».

Να μπει και η Ευρώπη στο «παιχνίδι»

Ο κ. Kortunov αναφέρεται και στον ρόλο της Ευρώπης στο ζήτημα των συνθηκών για τα πυρηνικά, υπενθυμίζοντας την συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν.

Όπως αναφέρει, τον Οκτώβριο του 2003, οι υπουργοί Εξωτερικών της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας προσέγγισαν τον πρόεδρο του Ιράν σε μια προσπάθεια να τον πείσουν να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Διεθνής Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (IAEA) και αντίστοιχα να του δώσουν εγγυήσεις πως το δικαίωμα της χώρας του για ανάπτυξη ατομικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς θα γίνει σεβαστό. Το θέμα δεν μπορούσε να λυθεί τότε, όμως ο διάλογος είχε ανοίξει. Στις διαπραγματεύσεις εντάχθηκαν στη συνέχεια η Ρωσία, η Κίνα και οι ΗΠΑ, δημιουργώντας μια κοινοπραξία έξι παγκόσμιων δυνάμεων που, μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών, συμφώνησαν τον Ιούλιο του 2015 στο Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA), μια συμφωνία που θεωρείται το σημαντικότερο επίτευγμα αυτού του αιώνα στον τομέα της διεθνούς ασφάλειας.  

Σύμφωνα με τον κ. Kortunov, η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία έχει κάνει τη διεθνή κατάσταση σήμερα πολύ πιο περίπλοκη απ’ ότι ήταν το 2003. «Η Ευρώπη αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερες απειλές για την ασφάλειά της απ’ ότι στην αρχή του αιώνα και ο διμερής διάλογος για τα πυρηνικά μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας είναι στην καλύτερη περίπτωση εξαιρετικά δύσκολος, στην χειρότερη βρίσκεται στον «αέρα» για το προβλέψιμο μέλλον. Εν τω μεταξύ, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο παραμένουν πυρηνικές δυνάμεις και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ η Γερμανία είναι μη μόνιμο μέλος από την αρχή του 2019.

Ίσως ήρθε η ώρα οι Ευρωπαίοι ηγέτες να δείξουν την ίδια πολιτική βούληση και φαντασία στον τομέα των πυρηνικών, όπως έκαναν το 2003», σχολιάζει ο κ. Kortunov.

Το μέλλον του ελέγχου των πυρηνικών όπλων, εάν πράγματι υπάρχει, θα είναι πολυμερούς φύσεως, σημειώνει, τονίζοντας πως αν οι δυο υπερδυνάμεις δεν μπορούν να χειριστούν την αποστολή που τους έχει αναθέσει η ιστορία, τότε οπωσδήποτε είναι η ώρα να μπουν στο παιχνίδι και άλλες πυρηνικές δυνάμεις.

Όπως επισημαίνει, «Παρίσι και Λονδίνο έχουν δηλώσει την στάση τους στο ζήτημα, περιμένοντας πρώτα τους Ρώσους και τους Αμερικάνους να μειώσουν οπλοστάσιό τους και στη συνέχεια να γίνουν συζητήσεις για πολυμερείς συμφωνίες. Επιπλέον, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο έχουν μειώσει τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών στα δικά τους οπλοστάσια, σε 300 και 215 αντίστοιχα. Για τη σύγκριση, η Ρωσία και οι ΗΠΑ έχουν 7.200 και 7.000 μονάδες πυρηνικών όπλων στα οποία περιλαμβάνονται τακτικά πυρηνικά όπλα και πυρηνικές κεφαλές, αντίστοιχα».

Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, ο έλεγχος των όπλων δεν είναι μόνον αριθμητικό ζήτημα, καθώς υπάρχουν και άλλα ζητήματα, όπως η μαχητική ετοιμότητα των πυρηνικών οπλοστασίων, ο βαθμός διαφάνειάς τους, τα μέτρα καλλιέργειας εμπιστοσύνης, ο διάλογος επί των στρατιωτικών δογμάτων, η ανταλλαγή πληροφοριών για τα σχέδια εκσυγχρονισμού, το μπλοκάρισμα των πιο επικίνδυνων τομέων μιας κούρσας εξοπλισμών, κ.ά.

Η πρόοδος σε κάποια τουλάχιστον από αυτά τα σημεία θα καθιστούσε εφικτό τόσο τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων γης κατάρρευσης της συνθήκης INF, αλλά και την έναρξη του σχεδιασμού ενός νέου μοντέλου ελέγχου πυρηνικών όπλων, στο οποίο σταδιακά θα συμμετείχαν επίσης η Κίνα, η Ινδία και άλλες πυρηνικές δυνάμεις.

«Χρειάστηκαν σχεδόν 12 χρόνια για να οριστικοποιηθεί η συμφωνία με το Ιράν και πιθανότατα θα χρειαστούν ακόμα περισσότερα για να δημιουργηθεί ένα νέο μοντέλο για τον πολυμερή έλεγχο των πυρηνικών όπλων. Ωστόσο, το βασικό αυτή τη στιγμή είναι να επιστρέψουμε στον σχεδιασμό κρατώντας στυλό, και όχι ρόπαλο του μπέισμπολ. Για διάφορους λόγους, αυτό θα είναι ευκολότερο να το κάνουν οι ευρωπαϊκές χώρες παρά τα προνομιούχα μέλη του «πυρηνικού κλαμπ», καταλήγει ο κ. Kortunov.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v