Γιατί "τα γυρίζει" η Κυβέρνηση στην ενέργεια

Το παρασκήνιο πίσω από την αναβολή της συνάντησης Σαμαρά με εκπροσώπους της βιομηχανίας. Πώς "ξηλώθηκαν" τα μέτρα για ενίσχυση. Το χάντικαπ στις εξαγωγές και το μοντέλο της βόρειας Ευρώπης.

  • του Μιχάλη Καϊταντζίδη
Γιατί τα γυρίζει η Κυβέρνηση στην ενέργεια
H λαϊκή ρήση «απορία ψάλτου βηξ» ταιριάζει απόλυτα με την απόφαση του Μαξίμου να αναβάλει τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας για τα θέματα του ενεργειακού κόστους.

Ενώ δηλαδή στη δεύτερη συνάντηση που είχε προγραμματιστεί για την περασμένη Πέμπτη ο πρωθυπουργός θα ανακοίνωνε μέτρα ελάφρυνσης του ενεργειακού κόστους των όποιων ενεργοβόρων βιομηχανιών έχουν απομείνει ζωντανές, τελικά φάνηκε ότι αυτά που θα μπορούσε να προσφέρει ελάχιστα ωφελούν και δεν λύνουν το πρόβλημα.

Ειδικότερα, τα προς ανακοίνωση μέτρα θα αφορούσαν τις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού. Ωστόσο, για το μεν φυσικό αέριο παρενέβη το ΤΑΙΠΕΔ προειδοποιώντας ότι η ανακοίνωση εκπτώσεων στις τιμές του αερίου θα απομείωνε την αξία της ΔΕΠΑ, για την οποία αναμένονται προσφορές στις 12 Απριλίου, ενώ για το ηλεκτρικό, ακόμη μία φορά η ΔΕΗ πρόσφερε μονομερή ενημέρωση στον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να δηλώσει δημοσίως ότι οι τιμές της κιλοβατώρας στη βιομηχανία είναι κάτω από τον μέσο όρο των 27.

Ήδη η βιομηχανία μέσω της ΕΒΙΚΕΝ απάντησε στον υπουργό Οικονομικών με πραγματικά στοιχεία για το ενεργειακό κόστος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο όπως φαίνεται αυτά δεν λαμβάνονται υπ' `όψιν από τα κυβερνητικά επιτελεία.

Με τα δεδομένα αυτά, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, από το σύνολο των αναμενόμενων παρεμβάσεων και υποσχέσεων, το μόνο που τελικά αναμένουν είναι η εφαρμογή των «διακοπτόμενων» τιμολογίων, τα οποία στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες της Ε.Ε. εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες, προσφέροντας σχετική ευελιξία στους όρους προμήθειας ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου.

Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση δείχνει ότι δεν έχει πρόθεση να εφαρμόσει μηχανισμό αντιστάθμισης για το κόστος αγοράς ρύπων (όπως ισχύει στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες της Ε.Ε.), ενώ ακόμα δεν ξεκαθαρίζει αν οι βιομηχανίες θα έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν απευθείας στην αγορά, μέσω του μοντέλου ΝΟΜΕ, ώστε να έχουν πρόσβαση σε φθηνές κιλοβατώρες λιγνιτικών ή υδροηλεκτρικών μονάδων και όχι σε μίγμα καυσίμων.

Επίσης, αποκλείεται ο περιορισμός της επιβάρυνσης από το τέλος ΑΠΕ, ενώ την ίδια στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση από το υπουργείο Οικονομικών να μειώσει ή να άρει τη βαριά φορολόγηση του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου με ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε. και όπως είναι φυσικό αυξάνοντας το παραγωγικό κόστος μειώνουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη επιστροφή της ύφεσης στις ευρωπαϊκές οικονομίες, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια μεγάλο αριθμό ενεργοβόρων βιομηχανιών στην οριστική διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας, αφού πλέον θα βαίνουν μειούμενες οι εξαγωγές προς τις χώρες της Ε.Ε.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σιδενόρ, η οποία ανακοίνωσε διακοπή της παραγωγικής της δραστηριότητας για ολόκληρο τον Μάρτιο ώστε να μειώσει το στοκ έτοιμων προϊόντων, ενώ σχεδόν το σύνολο των ενεργοβόρων βιομηχανιών έχει κλείσει γραμμές παραγωγής, ή έχει μειώσει την παραγωγή τους, λόγω της μειωμένης ζήτησης και της αδυναμίας να προχωρήσουν σε κερδοφόρες εξαγωγές, λόγω υψηλού ενεργειακού κόστους.


Ποιες οι πραγματικές τιμές στην Ε.Ε.

Η πίνακες της Eurostat για τις τιμές ενέργειας σε καμία περίπτωση δεν δίνουν την πραγματική εικόνα. Στην κεντρική Ευρώπη, τουλάχιστον, οι αγορές είναι πολύ ώριμες, οι διασυνδέσεις προσφέρουν τεράστιες δυνατότητες εισαγωγών, λειτουργούν χρηματιστήρια ενέργειας και κυρίως γίνονται διμερείς συμβάσεις προμήθειας μεταξύ παραγωγών και μεγάλων καταναλωτών, οι όροι και οι τιμές των οποίων δεν ανακοινώνονται.

Σύμφωνα με στοιχεία της IFIEC (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας) στην Ιταλία, για παράδειγμα, τα στατιστικά της Ε.Ε. δίνουν τιμές 100 ευρώ τη μεγαβατώρα για την υψηλή τάση και 200 ευρώ για τη μέση τάση.

Οι τιμές αυτές αντιπροσωπεύουν απλώς τις ανώτατες που διαμορφώνονται στην ελεύθερη αγορά, ενώ η μέση τιμή που διαμορφώνεται στην ίδια αγορά είναι 75,5 ευρώ στην υψηλή τάση.

Ωστόσο, το πραγματικό κόστος είναι κατά πολύ χαμηλότερο, καθώς η βιομηχανία και άλλοι μεγάλοι καταναλωτές (εταιρείες utilities) το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους το καλύπτουν μέσω διμερών συμβολαίων.

Συγκεκριμένα, από τη συνολική ζήτηση των 311.000 γιγαβατωρών (το αντίστοιχο μέγεθος στην Ελλάδα είναι περίπου 55.000) η βιομηχανία συνολικά αντιπροσωπεύει το 44% της ζήτησης, ενώ μόνο το 12% διακινείται μέσω της ελεύθερης αγοράς και το υπόλοιπο με διμερείς συμβάσεις.

Σε άλλες αγορές όπως η γερμανική, η βαριά βιομηχανία μέσω διμερών συμβάσεων με παραγωγούς εξασφαλίζει με σταθερούς όρους το 50-60% των αναγκών της (μπάντα) και για το υπόλοιπο αξιοποιεί ευκαιρίες της αγοράς, όπως παράγωγα, εισαγωγές κ.λπ.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που τονίζει η βιομηχανία είναι ότι η ελληνική ενεργειακή αγορά συνεχίζει να έχει χαρακτηριστικά κλειστής και μη ανταγωνιστικής αγοράς, αφού δεν επιτρέπονται τα διμερή συμβόλαια, οι εισαγωγές είναι αδύνατες εξαιτίας του υποχρεωτικού pool, ενώ υπάρχει μόνο ένας προμηθευτής με μονοπωλιακή θέση (99,7% της προμήθειας).


* To Εuro2day.gr ενθαρρύνει τον διάλογο και την έκφραση απόψεων από τους αναγνώστες. Σχολιάστε το άρθρο και πείτε την άποψή σας δημόσια για όσα συμβαίνουν και μας αφορούν όλους. Αν θεωρείτε το άρθρο σημαντικό, διαδώστε το με τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v