Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η κόντρα ΗΠΑ-Κίνας βάζει φρένο στην οικονομία της αγοράς

Καθώς αυξάνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις ο προστατευτισμός και ο έλεγχος της αλυσίδας παραγωγής επανέρχεται στο προσκήνιο. Πώς επιτάχυνε τις διαδικασίες η πανδημία. Γιατί οι εξελίξεις πρέπει να προβληματίσουν.

Η κόντρα ΗΠΑ-Κίνας βάζει φρένο στην οικονομία της αγοράς
  • του Gideon Rachman

Οι παλιές ιδέες είναι σαν τα παλιά ρούχα: περίμενε και θα ξαναγυρίσουν στη μόδα. Πριν από τριάντα χρόνια η «βιομηχανική πολιτική» ήταν τόσο της μόδας όσο τα καπέλα μπόουλερ. Αλλά τώρα οι κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο, από την Ουάσινγκτον μέχρι το Πεκίνο από το Νέο Δελχί μέχρι το Λονδίνο, ξανα-ανακαλύπτουν τη χαρά την επιδοτήσεων και επιδοκιμάζουν την οικονομική αυτάρκεια και τις «στρατηγικές» επενδύσεις.

Η σημασία της εξέλιξης αυτής πάει πολύ πέραν των οικονομικών. Ο ενστερνισμός διεθνώς των ελεύθερων αγορών και της παγκοσμιοποίησης τη δεκαετία του 1990 πήγαινε χέρι-χέρι με την αποκλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων. Ο ψυχρός πόλεμος είχε λήξει και οι κυβερνήσεις ανταγωνίζονταν για να προσελκύσουν επενδύσεις αντί για να κυριαρχήσουν σε εδάφη.

Τώρα η επανεμφάνιση της γεωπολιτικής αντιπαλότητας καθοδηγεί τη νέα μόδα για κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία. Καθώς μειώνεται η εμπιστοσύνη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, οι δυο χώρες έχουν αρχίσει να βλέπουν την εξάρτηση που έχουν η μία από την άλλη σε οποιοδήποτε ζωτικής σημασίας εμπόρευμα –είτε πρόκειται για ημιαγωγούς ή για σπάνιες γαίες- ως ένα επικίνδυνο τρωτό σημείο. Η εγχώρια παραγωγή και η ασφάλεια των προμηθειών είναι οι νέοι φύλακες.

Καθώς εντείνεται ο οικονομικός και βιομηχανικός αγώνας, οι ΗΠΑ έχουν απαγορεύσει τις εξαγωγές βασικών τεχνολογικών προς την Κίνα και έχουν πιέσει για επαναπατρισμό της αλυσίδας προμήθειας. Κινούνται επίσης προς την κατεύθυνση της άμεσης κρατικής χρηματοδότησης της κατασκευής ημιαγωγών. Από την πλευρά της η Κίνα έχει υιοθετήσει μια οικονομική πολιτική «διπλής κυκλοφορίας» που δίνει έμφαση στην εγχώρια ζήτηση και στην επίτευξη «σημαντικών επιτευγμάτων σε τεχνολογίες-κλειδιά». Η κυβέρνηση του Xi Jinping σφίγγει επίσης τον κρατικό έλεγχο επί του τεχνολογικού κλάδου.

Η λογική μιας κούρσας εξοπλισμών έχει αρχίσει να εδραιώνεται, καθώς η κάθε πλευρά αιτιολογεί τις κινήσεις προς τον προστατευτισμό ως αντίδραση στις ενέργειες της άλλης πλευράς. Στην Ουάσινγκτον, η Πράξη Στρατηγικού Ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας, που αυτή τη στιγμή προσπαθεί να περάσει από το Κογκρέσο, κατηγορεί την Κίνα ότι επιδιώκει «εμποροκρατικές οικονομικές πολιτικές των οποίων ηγείται το κράτος» και επίσης για βιομηχανική κατασκοπεία. Η ανακοίνωση το 2015 της βιομηχανικής στρατηγικής του Πεκίνου «Made in China 2025» αναφέρεται συχνά ως ένα σημείο καμπής. Στο Πεκίνο, αντιθέτως, υποστηρίζεται πως η φθίνουσα Αμερική έχει στραφεί ενάντια στην παγκοσμιοποίηση σε μια προσπάθεια να μπλοκάρει την άνοδο της Κίνας. Ο πρόεδρος Xi έχει πει πως η βίαιη αντίδραση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση στη Δύση σημαίνει πως η Κίνα πρέπει να γίνει πιο αυτάρκης.

Η νέα έμφαση στη βιομηχανική στρατηγική δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ και στην Κίνα. Στην Ινδία, η κυβέρνηση του Narendra Modi προωθεί μια πολιτική της Atmanirbhar Bharat (αυτάρκους Ινδίας), που ενθαρρύνει την εγχώρια παραγωγή εμπορευμάτων-κλειδιά. Η ΕΕ εξέδωσε έγγραφο για τη βιομηχανική στρατηγική πέρυσι, που θεωρείται ως μέρος της ώθησης προς μια στρατηγική αυτονομία και μικρότερη εξάρτηση από τον έξω κόσμο. Η Ursula von der Leyen, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει ζητήσει η Ευρώπη να αποκτήσει την «κυριότητα τεχνολογιών-κλειδιά».

Ακόμα και η κυβέρνηση των Συντηρητικών στη Βρετανία απομακρύνεται από τα οικονομικά του laissez-faire που προασπίζονταν η πρώην πρωθυπουργός Margaret Thatcher, και επιδιώκει να προστατεύσει τις στρατηγικές βιομηχανίες. Η κυβέρνηση εξετάζει το αν θα μπλοκάρει την πώληση της βρετανικής εταιρείας κατασκευής τσιπ Arm, στην αμερικανική εταιρεία Nvidia. Η βρετανική κυβέρνηση έχει επίσης αγοράσει μερίδιο ελέγχου στην προβληματική δορυφορική εταιρεία OneWeb.

Η Covid-19 έχει ενδυναμώσει τη μόδα της βιομηχανικής πολιτικής. Η εγχώρια παραγωγή εμβολίων θεωρείται όλο και περισσότερο ως ζωτικής σημασίας εθνικό συμφέρον. Ακόμα και την ώρα που αποκηρύσσουν τον «εθνικισμό των εμβολίων» σε άλλα μέρη, πολλές κυβερνήσεις έχουν κινηθεί προς τον περιορισμό των εξαγωγών και προς την αύξηση των εγχώριων προμηθευτών. Τα μαθήματα αναφορικά με την εθνική ανθεκτικότητα που δόθηκαν από την πανδημία μπορεί τώρα να εφαρμοστούν σε άλλους τομείς, από την ενέργεια μέχρι τις προμήθειες τροφίμων.

Στις ΗΠΑ, η επιχειρηματολογία περί εθνικής ασφάλειας για τη βιομηχανική πολιτική συνδέεται με την ευρύτερη αντίδραση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο. Η ρητορική του Joe Biden είναι ειλικρινά υπέρ του προστατευτισμού. Ο πρόεδρος διακήρυξε στο Κογκρέσο πως «όλες οι επενδύσεις στο σχέδιο για τις Αμερικανικές θέσεις εργασίας θα καθοδηγούνται από μια αρχή: Αγοράστε Αμερικανικά».

Σε άρθρο του το περασμένο έτος ο Jake Sullivan, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του κ. Biden, απηύθυνε έκκληση στο κατεστημένο της ασφάλειας να «κινηθεί πέραν της επικρατούσας νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας των τελευταίων 40 ετών» και να δεχθεί πως «η βιομηχανική πολιτική είναι βαθύτατα Αμερικανική». Οι ΗΠΑ, υποστήριξε, θα συνεχίσουν να χάνουν έδαφος έναντι της Κίνας σε βασικές τεχνολογίες όπως το 5G και τα ηλιακά πάνελ «αν η Ουάσινγκτον συνεχίσει να εξαρτάται τόσο πολύ από την έρευνα και ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα».

Πολλά από αυτά τα επιχειρήματα θα θεωρούνταν από τους ψηφοφόρους ως κοινή λογική. Ο προστατευτισμός και ο κρατικός παρεμβατισμός συχνά έχουν λογική για τους ψηφοφόρους. Αλλά οι οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς έχουν μείνει άναυδοι. Ο Swaminathan Aiyar, επιφανής σχολιαστής στην Ινδία, θρηνεί την επιστροφή των αποτυχημένων ιδεών του παρελθόντος υποστηρίζοντας πως «η αυτάρκεια ήταν αυτό που επιχείρησαν ο Nehru και η Indira Gandhi τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Ήταν μια τρομακτική αποτυχία». Ο Adam Posen, πρόεδρος του Peterson Institute for International Economics στην Ουάσινγκτον, στηλίτευσε πρόσφατα την «αυτοκαταστροφική οικονομική υποχώρηση της Αμερικής», υποστηρίζοντας πως οι πολιτικές που έχουν στόχο να ενισχύσουν επιλεγμένες βιομηχανίες ή περιοχές συνήθως καταλήγουν σε ακριβές αποτυχίες.

Καθώς κλιμακώνονται οι εντάσεις μεταξύ της Κίνας, των ΗΠΑ και άλλων μεγάλων δυνάμεων, είναι κατανοητό πως οι χώρες αυτές θα κοιτάξουν τις επιπτώσεις που έχουν βασικές τεχνολογίες για την ασφάλεια. Αλλά οι ισχυρισμοί πολιτικών πως η βιομηχανική πολιτική θα αποφέρει επίσης καλύτερα πληρωμένες θέσεις εργασίας και μια πιο παραγωγική οικονομία, πρέπει να αντιμετωπίζονται με βαθύ σκεπτικισμό.

Κάποιες φορές οι ιδέες φεύγουν απ’ τη μόδα για κάποιον λόγο.

© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v