Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Προβληματίζουν οι εισφορές των αλλοδαπών Α/Κ

Η επιβολή εισφορών στην Ε.Κ. από τους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων δημιουργεί αντικίνητρο για την επιλογή της χώρας μας ως τόπου διάθεσης των μεριδίων τους, χωρίς να αποκλείεται οι εισφορές να κριθούν και εμπόδιο στην ελεύθερη διακίνηση οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τονίζει ο ειδικευμένος δικηγόρος Σπ. Μούζουλας.

Προβληματίζουν οι εισφορές των αλλοδαπών Α/Κ
του Σπήλιου Αντ. Μούζουλα*

Η απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και ΟΙκονομικών με αριθμό 36730/Β.903/15.9.2006, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων εθνικών ρυθμίσεων, επιβάλλει, για πρώτη φορά, εισφορές στους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν τις μετοχές ή τα μερίδιά τους στην Ελλάδα.

Το ύψος των εισφορών διαφέρει, ανάλογα με το εάν ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/611, με τις εισφορές, στη δεύτερη περίπτωση να είναι υψηλότερες.

Η επιβάρυνση του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων επιτελείται είτε κατά τη χρονική στιγμή της υποβολής του φακέλου γνωστοποίησης ή αίτησης παροχής άδειας, είτε κατ’ έτος, μετά την έναρξη της διαδικασίας διάθεσης των μετοχών ή μεριδίων του οργανισμού στην Ελλάδα.

Σημειώνεται ότι η υπουργική απόφαση δεν εξειδικεύει εάν για την έναρξη εφαρμογής της υποχρέωσης ετήσιας εισφοράς η περίοδος του έτους υπολογίζεται ημερολογιακά ή με αφετηρία την έναρξη διάθεσης των μετοχών ή μεριδίων στην Ελλάδα.

Η Επιτροπή, ωστόσο, ακολουθεί μία τρίτη ερμηνευτική οδό, θεωρώντας ότι το έτος θα έχει ως καταληκτική ημερομηνία αυτή της καταβολής της ετήσιας εισφοράς, εντός του μηνός Ιουλίου.

Σύμφωνα με αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία –σημειώνεται- δεν προκύπτει από τη διατύπωση της απόφασης, η εισφορά θα καλύπτει ένα έτος πριν από την ημερομηνία καταβολής της, ή ακόμη και διάστημα μικρότερο του έτους, εφόσον η διάθεση θα έχει ξεκινήσει σε χρονικό σημείο, από το οποίο, με καταληκτική ημερομηνία αυτή της καταβολής της εισφοράς, εντός του μηνός Ιουλίου, δεν συμπληρώνεται έτος.

Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, ο οργανισμός, εάν ξεκινήσει τη διάθεση των μετοχών ή μεριδίων του οποιαδήποτε ημέρα του Ιουλίου του έτους 2007, θα επιβαρυνθεί με την απαιτούμενη κατά περίπτωση εισφορά, η οποία θα αφορά το έτος πριν από την καταβολή, με ημερομηνία λήξης του έτους αυτής της καταβολής.

Αντίστροφα, εάν ο οργανισμός ξεκινήσει τη διάθεση των μετοχών ή μεριδίων του μετά τον Ιούλιο, θα καταβάλει την ετήσια εισφορά το επόμενο από την έναρξη της διάθεσης έτος.

Το χρονικό σημείο που τίθεται ως αφετηρία για την ισχύ της υποχρέωσης εισφοράς έγκειται όχι στην πραγματική έναρξη διάθεσης, αλλά στην ύπαρξη δυνατότητας διάθεσης, μετά το πέρας της διαδικασίας γνωστοποίησης ή παροχής άδειας.

Επομένως, ο οργανισμός δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι δεν έχει αρχίσει ακόμη τη διάθεση, ή ότι δεν έχει υπάρξει επενδυτής σε αυτόν, ώστε να αποφύγει την καταβολή εισφοράς. Στην περίπτωση της γνωστοποίησης, πάντως, η απόφαση ακολουθεί μία διατύπωση η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υποχρέωση καταβολής εισφοράς υφίσταται με μόνη την υποβολή της γνωστοποίησης και όχι με την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας, οπότε και ο οργανισμός μπορεί να ξεκινήσει τη διάθεση.

Αυτή η ερμηνεία θεωρεί δεδομένο ότι η γνωστοποίηση θα καταλήξει σε διάθεση, εφόσον θεμελιώνεται στην ύπαρξη του ευρωπαϊκού διαβατηρίου. Ένα τέτοιο συμπέρασμα ελέγχεται ωστόσο ως προς την ορθότητά του, διότι, υπό το σημερινό καθεστώς της εφαρμογής της οδηγίας, η ισχύς του διαβατηρίου δεν είναι απόλυτη, με τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών υποδοχής να είναι σε θέση να επιβάλουν πρόσθετες υποχρεώσεις για την έναρξη της διάθεσης.

Υπό αυτή την έννοια, η σχετική διατύπωση της υπουργικής απόφασης κάθε άλλο παρά επιτυχής μπορεί να χαρακτηριστεί.

Οι εισφορές αφενός συνιστούν πηγή εσόδων για την Επιτροπή και αφετέρου αίρουν τη δυσμενή μεταχείριση των ελληνικών αμοιβαίων κεφαλαίων, σε σχέση με τους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, αφού, μέχρι σήμερα, μόνο τα πρώτα κατέβαλλαν εισφορές στην Επιτροπή.

Ωστόσο, αυτή η –θετική- προσέγγιση των εισφορών, ως μέτρο, θα πρέπει να επαναξιολογηθεί, υπό το πρίσμα, πρώτον, της συγκριτικής αντιπαράθεσης των εισφορών που βαρύνουν τους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε σχέση με τα ελληνικά αμοιβαία κεφάλαια και, δεύτερον, του ύψους των εισφορών, ώστε να εκτιμηθεί εάν και κατά πόσο η επιβολή εισφορών συνιστά εμπόδιο για τη διασυνοριακή διάθεση μετοχών ή μεριδίων αλλοδαπών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων στη χώρα μας.

Θα πρέπει δε για την ορθή αξιολόγηση του ύψους της εισφοράς να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί περιορισμένη εποπτεία στους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, μόνο σχετικά με τα ζητήματα που σχετίζονται με τη διάθεση των μετοχών ή μεριδίων τους στην Ελλάδα. Η θεμελίωση της υποχρέωσης εισφοράς πάντως στον εποπτικό ρόλο της Επιτροπής, ο οποίος συνδέεται άμεσα με την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, παρέχει πεδίο ευρείας συζήτησης, με βάση και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προβληματισμός ως προς τη διαφοροποίηση των εισφορών, ανάλογα με το εάν ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/611, αναδεικνύεται επίσης λογικός. Πράγματι, διερωτάται κανείς κατά πόσο είναι επιτρεπτή η περαιτέρω δυσχέρανση της διασυνοριακής διάθεσης των μετοχών ή μεριδίων των ευρωπαϊκών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που ευρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας.

Η καταφατική απάντηση φαίνεται να υπαγορεύεται και από την πρακτική της ελληνικής νομοθεσίας, η οποία, για τους οργανισμούς της οδηγίας, αρκείται στη διαδικασία γνωστοποίησης, ενώ, για τους λοιπούς ευρωπαϊκούς οργανισμούς, απαιτεί τη χορήγηση άδειας για τη διάθεση των μετοχών ή των μεριδίων τους στην Ελλάδα.

Η υπουργική απόφαση για την επιβολή των εισφορών θέτει ως βάση την αυτοτέλεια του υπό συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου και όχι τον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ως νομική οντότητα.

Αυτή η αντιμετώπιση συνεπάγεται την αυτονομία κάθε υποκεφαλαίου ενός umbrella fund, ώστε το υποκεφάλαιο να θεωρηθεί μονάδα για τον υπολογισμό της εισφοράς που θα βαρύνει τον οργανισμό, ανεξάρτητα από το εάν ή όχι αυτό εκλαμβάνεται, από τη νομοθεσία του κράτους καταγωγής του οργανισμού, ως αυτοτελής νομική οντότητα.

Ο καθορισμός της εισφοράς δε διενεργείται πάντως με βάση και τις κατηγορίες μετοχών ή μεριδίων που εκδίδονται για το ίδιο υποκεφάλαιο.

Επομένως, το ύψος της εισφοράς ανά υποκεφάλαιο δεν διαφοροποιείται ανάλογα με τις κατηγορίες μετοχών ή μεριδίων.

Εάν όμως προσθέσει κανείς το σύνολο των υποκεφαλαίων, για να ανεύρει το συνολικό οφειλόμενο ποσό εισφορών, για τον ίδιο οργανισμό, ενδέχεται να καταλήξει σε υποχρέωση καταβολής ενός μεγάλου ποσού, που, ιδίως πολλαπλασιαζόμενο κατ’ έτος, ενδεχόμενα θα μπορούσε να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη διακίνηση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ως προς δε τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, παρεμπόδιση της ισχύος του διαβατηρίου της οδηγίας 85/611.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το ύψος της εισφοράς ανά υποκεφάλαιο θα λειτουργεί ως αντικίνητρο για την εκδήλωση της πρόθεσης διάθεσης μετοχών ή μεριδίων υποκεφαλαίων στην Ελλάδα, με τον οργανισμό να επιλέγει υποκεφάλαια για τα οποία θα προβεί σε γνωστοποίηση ή σε αίτηση χορήγησης άδειας, με συνακόλουθο αποτέλεσμα, με τη μείωση των υποκεφαλαίων να περιορίζονται αντίστοιχα και οι δυνατότητες μεταφοράς των Ελλήνων επενδυτών σε άλλα υποκεφάλαια του ίδιου οργανισμού.

Δεν θα πρέπει ωστόσο να διαφύγει της προσοχής και το γεγονός ότι η οδηγία αφήνει τα κράτη-μέλη να εξειδικεύσουν τους κανόνες με βάση τους οποίους θα διενεργείται η διάθεση μετοχών ή μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες στο έδαφός τους.

Αυτή η ευχέρεια των κρατών-μελών επιτρέπει σε αυτά να περιορίσουν -πρακτικά- την αυτόματη ισχύ του διαβατηρίου, με την πρόβλεψη ειδικών κανόνων που θα εφαρμόζουν στους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, αρκεί βέβαια να μη θίγεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης αυτών των οργανισμών με τους εγχώριους.

Εξάλλου, η ίδια η οδηγία επιβάλλει στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που δραστηριοποιούνται διασυνοριακά να τηρούν τις διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους υποδοχής οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Διερωτάται κανείς ποια θα είναι η συνέπεια της παράλειψης καταβολής της εισφοράς από τον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων. Εφόσον θα πρόκειται για την εισφορά κατά την υποβολή της γνωστοποίησης ή της αίτησης παροχής άδειας, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι ελλείπει τυπική προϋπόθεση για την έναρξη διάθεσης, θα εκφράσει αντιρρήσεις για την έναρξη διάθεσης των μετοχών ή μεριδίων του οργανισμού, αιτιολογώντας αυτές με βάση την παράλειψη καταβολής της εισφοράς, ή δε θα χορηγήσει την άδεια για αυτή τη διάθεση.

Η τυχόν παράλειψη της Επιτροπής να διατυπώσει αιτιολογημένες αντιρρήσεις για τη διάθεση, εντός του διμήνου, στο πλαίσιο της διαδικασίας γνωστοποίησης, συνεπάγεται όμως την αυτόματη ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού διαβατηρίου και την έναρξη διάθεσης των μετοχών ή μεριδίων του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες στην Ελλάδα.

Η Επιτροπή πάντως διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει από τον οργανισμό την καταβολή της εισφοράς, με τις νόμιμες προσαυξήσεις, ακόμη και μετά την έναρξη της διάθεσης, εξαιτίας παρόδου του διμήνου.

Εφόσον η εισφορά αφορά χρονική περίοδο μετά την έναρξη διάθεσης, η παράλειψη καταβολής της εισφοράς δε θα επηρεάζει το κύρος των διαθέσεων που θα έχουν πραγματοποιηθεί στο κράτος υποδοχής.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όμως θα δικαιούται να απαιτήσει τα οφειλόμενα ποσά, με τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις, δεν δύναται ωστόσο να επιβάλει και κυρώσεις σε βάρος του οργανισμού που παραλείπει να καταβάλει την εισφορά ή του διαχειριστή του. Ούτε ο αντιπρόσωπος για τη διάθεση ευθύνεται για τη μη καταβολή της εισφοράς και, κατά συνέπεια, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να επιβάλει σε αυτόν κυρώσεις.

Ο εξαναγκασμός του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων να καταβάλει τις οφειλόμενες εισφορές, από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, συνιστά διαφορετικό ζήτημα. Ένας τέτοιος εξαναγκασμός θα μπορούσε –θεωρητικά- να στηριχθεί και σε ένα καθεστώς συνεργασίας της Επιτροπής με την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής του οργανισμού. Αυτό το καθεστώς όμως δεν προκύπτει από την οδηγία, αλλά από την καλή θέληση αυτής της τελευταίας αρχής.

Συμπερασματικά, η καθιέρωση εισφορών από τους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προκαλεί εύλογους προβληματισμούς, που ενδέχεται να επιδράσουν στην πρόθεση επιλογής της Ελλάδας ως κράτους υποδοχής για τη διάθεση μετοχών ή μεριδίων τέτοιων οργανισμών.

Η απόφαση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί δε να λειτουργήσει ως ουσιώδης φραγμός για την ανάπτυξη της αγοράς των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων στη χώρα μας, η οποία, σήμερα, επιτελείται, κυρίως, με την είσοδο ξένων επενδυτικών οίκων, που προσφέρουν μία ευρεία ποικιλία προϊόντων συλλογικής διαχείρισης, διευρύνοντας τον ορίζοντα για αποταμιεύσεις και καθιστώντας την Ελλάδα μέρος μίας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.

*Ο κ. Σπήλιος Μούζουλας είναι Δ.Ν. Δικηγόρος


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v