Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι «αμαρτίες» με τις αγορές ιδίων μετοχών και τα αιτήματα διάσωσης

Πόσο ηθικό είναι οι αεροπορικές να ζητούν διάσωση όταν την εποχή των «παχιών αγελάδων» αντί για επενδύσεις αγόραζαν αφειδώς ίδιες μετοχές; Γιατί πρέπει να τεθεί επί τάπητος ακόμη και καθολική απαγόρευση αγοράς ιδίων μετοχών.

  • του Γιώργου Κατσάνου*
Οι «αμαρτίες» με τις αγορές ιδίων μετοχών και τα αιτήματα διάσωσης

Την περασμένη εβδομάδα οι μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρίες των ΗΠΑ, μέσω του κλαδικού τους οργάνου, ζήτησαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ένα πακέτο στήριξης ύψους 50 δισ. δολαρίων για να αντιμετωπίσουν τις σοβαρές επιπτώσεις του κορωνοϊού. Ανάλογο αίτημα ύψους 60 δισ. δολαρίων κατέθεσε και η Boeing. Είναι ξεκάθαρο ότι ο κλάδος των αερομεταφορών είναι στρατηγικής σημασίας και ο Λευκός Οίκος κατέστησε σαφές ότι οι αεροπορικές εταιρίες δεν θα αφήνονταν στην τύχη τους. Αυτό επιβεβαιώθηκε με το πακέτο στήριξης που συμφωνήθηκε στο Κογκρέσο.

Η Boeing είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγός των ΗΠΑ, οι αερομεταφορές απασχολούν άμεσα ή έμμεσα 750.000 εργαζόμενους, ενώ η πτώση στην επιβατική κίνηση ήταν εκτός ελέγχου τους, αφού προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τα αναγκαία περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά της εξάπλωσης του ιού. Με μόλις επτά μήνες από τις Προεδρικές εκλογές και δεδομένου ότι και άλλοι κλάδοι θα ζητήσουν στο αμέσως προσεχές διάστημα κυβερνητική στήριξη, είναι σωστό η αμερικανική κυβέρνηση να δώσει λευκή επιταγή στις αεροπορικές εταιρίες;

Η απάντηση είναι όχι και γι' αυτό διατυπώθηκαν πολλές φωνές -ακόμα και από Ρεπουμπλικάνους- ότι οποιοδήποτε πακέτο βοήθειας θα πρέπει να συνοδεύεται από ισχυρούς περιορισμούς (όπως και έγινε). Για παράδειγμα, η πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στα Ηνωμενα Έθνη, Nikki Haley, παραιτήθηκε από το ΔΣ της Boeing εκφράζοντας έτσι την αντίθεσή της στην απόφαση της διοίκησης να ζητήσει την αρωγή της αμερικανικής κυβέρνησης.

Μετά το αίσθημα αδικίας που άφησαν οι μεγάλες διασώσεις του τραπεζικού κλάδου το 2008 στην αμερικανική κοινή γνώμη, φαίνεται ότι το νέο κύμα διασώσεων έρχεται με σημαντικούς περιορισμούς για τις εταιρείες που θα λάβουν βοήθεια.

Η περίπτωση των αεροπορικών εταιριών είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα. Μετά την κρίση του 2001 που ακολούθησε τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους δίδυμους πύργους, οι εταιρίες του κλάδου άρχισαν να συγχωνεύονται και ο ανταγωνισμός μειώθηκε αισθητά. Πλέον οι τέσσερις μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρίες των ΗΠΑ ελέγχουν το 80% της εγχώριας αγοράς. Ταυτόχρονα με την άνοδο της επιβατικής κίνησης λόγω ανάκαμψης της οικονομίας, οι αεροπορικές με μια σειρά από επιπλέον χρεώσεις και μειώσεις στο λειτουργικό τους κόστος κατάφεραν να εκτοξεύσουν τα κέρδη τους από 250 εκατομμύρια το 2006 σε 7,6 δισ. δολάρια το 2015, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Columbia, Tim Wu.

Επιπλέον, σύμφωνα με το Bloomberg, κατά τη διάρκεια των ετών 2010-2019 οι αεροπορικές ξόδεψαν το 95% των ελεύθερων ταμειακών ροών τους σε αγορές ιδίων μετοχών. Οι αγορές ιδίων μετοχών, είναι μια συνήθης πρακτική των εταιρειών ώστε να διοχετεύουν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους με ένα πιο ευέλικτο τρόπο από ότι τα μερίσματα, ειδικά όταν θεωρούν ότι οι μετοχές τους είναι υποτιμημένες. Το τελευταίο δε καιρό, με το κόστος δανεισμού να είναι μηδενικό πολλές εταιρείες δανείστηκαν κεφάλαια και επαναγόρασαν αριθμό ρεκόρ από ίδιες μετοχές: 800 δισ. δολάρια το 2018 έναντι 100 δισ. δολάρια το 2009.

Οι επικριτές, σημειώνουν ότι οι επαναγορές μετοχών δεν είναι παρά μια πρακτική χειραγώγησης και ειδικότερα των κερδών ανά μετοχή, αφού μεγάλο μέρος της αμοιβής των ανώτατων στελεχών είναι συνδεδεμένος με αυτά. Τα κέρδη ανά μετοχή εκφράζουν το μερίδιο στα κέρδη μιας εταιρίας που αντιστοιχούν σε μια μετοχή και μπορούν να αυξηθούν με τεχνητό τρόπο, όταν οι διαθέσιμες μετοχές μειώνονται μετά από μια επαναγορά μετοχών. Σε αυτή την περίπτωση τα οφέλη για τους μετόχους είναι ελάχιστα καθώς η εταιρία χρησιμοποιεί πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις με μόνο γνώμονα το όφελος της διοίκησης.

Στις περισσότερες εταιρίες το ζήτημα διευθετείται μεταξύ των μετόχων, του ΔΣ και της διοίκησης, αλλά σε εταιρίες στρατηγικής σημασίας και ειδικότερα σε κλάδους που ενδέχεται να χρειαστούν κυβερνητική ενίσχυση γίνεται σαφές ότι πρέπει να θεσπιστούν κανόνες ώστε να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard).

Η καθολική απαγόρευση αγοράς ιδίων μετοχών είναι σίγουρα ένα ακραίο μέτρο, αλλά παρόλα αυτά θα πέσει στο τραπέζι του δημοσίου διαλόγου στο προσεχές διάστημα. Ένας καλύτερος τρόπος θα ήταν οι εταιρείες στρατηγικής σημασίας να εισφέρουν μέρος της πλεονάζουσας ρευστότητάς τους σε ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης προτού τους επιτραπεί η αγορά ιδίων μετοχών.

Σε αντίθετη περίπτωση ή όποια μελλοντική κυβερνητική βοήθεια θα πρέπει να μειώνεται κατά το ποσό που η εταιρία ξόδεψε σε αγορές ιδίων μετοχών.

Καθώς όλο και περισσότερες εταιρίες θα ζητήσουν την κρατική αρωγή για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του κορωνοϊού, η περίοδος των ανεξέλεγκτων αγορών ιδίων μετοχών, φαίνεται να έρχεται στο τέλος της.

*Ο κ. Γιώργος Κατσάνος είναι Επικεφαλής Ανάλυσης της Glafka Capital


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v