Το πράσινο φως για την εκταμίευση της πρώτης δόσης για τη χρηματοδότηση του Prinos CO2 ανάψαν οι αρμόδιες αρχές για ένα project, συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ, που ακριβώς επειδή υπάγεται στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, ο χρόνος μετρά αντίστροφά.
Την περασμένη εβδομάδα εγκρίθηκε από την ΕΔΕΥΕΠ στην EnEarth, θυγατρική της Energean που «τρέχει» το πρώτο έργο αποθήκευσης CO2 στην Ελλάδα, το ποσό των 21,45 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της συνολικής ενίσχυσης ύψους 150 εκατ. ευρώ που πρόκειται να λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Είναι ένα από τα πολλά βήματα σε μια μακρά αλυσίδα διαδικασιών και εγκρίσεων με κατάληξη τον Ιούνιο του 2026, οπότε και πρέπει να έχει εκδοθεί η άδεια λειτουργίας με βάση όσα προβλέπουν οι διαδικασίες του RRF. Του ορόσημου αυτού θα πρέπει να έχει προηγηθεί πρώτα η έκδοση της απόφασης περιβαλλοντικών όρων για τη πρώτη φάση του έργου, δυναμικότητας 1 εκατ. τόνων CO2 (η διαβούλευση για τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων έχει ολοκληρωθεί) και σε δεύτερο χρόνο η άδεια αποθήκευσης.
Σαν χρονοδιάγραμμα, βάσει των πλαισίων του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι εξαιρετικά στενό, που σημαίνει ότι θα πρέπει να ανέβουν οι ταχύτητες, όπως είχε πει από το βήμα του πρόσφατου «Power & Gas Forum, η Διευθύνουσα Σύμβουλος & Country Manager της εταιρείας στην Ελλάδα, Κατερίνα Σάρδη.
Το ίδιο ισχύει για το σύνολο των χρηματοδοτήσεων συνολικού ύψους 750 εκατ. ευρώ που έχουν εγκριθεί και για τα 3 έργα δέσμευσης CO2 στην Ελλάδα (Τιτάν, Motor Oil, Lafarge) καθώς και για το Πρίνο, δεδομένου ότι όλα έχουν σφιχτές χρονικές δεσμεύσεις.
Σημειωτέον ότι το project του Πρίνου έχει πάρει το πράσινο φως για να λάβει μια ακόμη χρηματοδότηση, ύψους 120 εκατ. ευρώ από το Connecting Europe Facility (CEF).
Πού βρίσκεται το νέο πλαίσιο
Την ίδια στιγμή εκκρεμεί ακόμη το νέο πλαίσιο που θα ρυθμίζει όλη την αλυσίδα λειτουργίας του Carbon Capture and Storage (CCS), δηλαδή την αγορά δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα στην Ελλάδα.
Από την Energean, που μέσω της EnEarth «τρέχει» την υποδομή της αποθήκης CΟ2 στον Πρίνο, μέχρι τους emitters, δηλαδή τις τσιμεντοβιομηχανίες Ηρακλής και Τιτάν που δρομολογούν τα έργα δέσμευσης CO2 («Όλυμπος» και «Ήφαιστος» αντίστοιχα) και τα διυλιστήρια Motοr Oil και Helleniq Energy (με τα έργα «IRIS» και «Περσεφόνη»). Καθώς επίσης και τον ΔΕΣΦΑ με το project Apollo CO2 για τη μεταφορά του CO2 στις υποδομές αποθήκευσης.
Το πλαίσιο που είχε παρουσιαστεί το Φεβρουάριο από τη προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ βάζει το περίγραμμα της νέας αυτής αγοράς που ακόμη βρίσκεται στα «σπάργανα» στη χώρα μας, θέτει τους βασικούς πυλώνες για την λειτουργία, αδειοδότηση και ανάπτυξη των μελλοντικών επενδύσεων και φιλοδοξεί να βάλει τους κανόνες στο παιχνίδι, ωστόσο έχει προκαλέσει αντιδράσεις.
Το θεσμικό πλαίσιο μπορεί να αποτελεί ένα πρώτο σημαντικό βήμα για να πάρει μπροστά ένας τομέας που διεθνώς κινητοποιεί τεράστια κεφάλαια και στην Ελλάδα μεταφράζεται σε μελλοντικές επενδύσεις τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ από τη βιομηχανία, ωστόσο η ανησυχία της αγοράς είναι ότι «με το καλημέρα» βάζει τις βάσεις για ένα λίαν γραφειοκρατικό σύστημα.
Κι αυτό, καθώς η εφαρμογή του πλαισίου προβλέπει τουλάχιστον 22 κανονιστικές πράξεις, οι οποίες εμπλέκουν πολλές αρχές και καλύπτουν κρίσιμα ζητήματα. Από τη τιμολόγηση και τη κατανομή χωρητικότητας μέχρι τις χρηματικές εγγυήσεις.
Σαν αποτέλεσμα δημιουργείται ένα χρονοβόρο σύστημα το οποίο δυσκολεύει ή και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη υλοποίηση των έργων σε όλη την αλυσίδα CCS, όπου ακριβώς επειδή εμπλέκεται το Ταμείο Ανάκαμψης, τα χρονοδιαγράμματα είναι σφιχτά.
Στο θέμα είχε αναφερθεί από το ίδιο συνέδριο η κα Σάρδη, τονίζοντας ότι είναι ανάγκη το πλαίσιο να γίνει πιο απλό και ότι ο μεγάλος εχθρός υλοποίησης τέτοιων σύνθετων έργων είναι η υπερρύθμιση. Σύμφωνα με τα όσα είχε επισημάνει, το μεγαλύτερο κομμάτι του θεσμικού πλαισίου είναι ήδη έτοιμο (όπως ο τρόπος χορήγησης των αδειών) και τώρα είναι ανάγκη να γίνει το καθεστώς πιο φιλικό στις επενδύσεις και να αντιμετωπιστούν οι αβεβαιότητες, όπως πχ αυτές που προκύπτουν από τη μεταβλητότητα των τιμών δικαιωμάτων του CO2.