Στο τρέχον περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία ξεχωρίζει θετικά και αποτελεί πόλο επενδυτικών ευκαιριών σε στρατηγικούς τομείς, υπογράμμισε ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδος.
Οπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, ο κλάδος της τεχνολογίας και της καινοτομίας γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη, με ένα δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων (startups) και επενδύσεις σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιακή οικονομία.
Παράλληλα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως η ηλιακή και η αιολική, προσφέρουν μεγάλες επενδυτικές προοπτικές, καθώς η χώρα επιδιώκει τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας ευνοεί επίσης τις επενδύσεις σε υποδομές και μεταφορές, καθιστώντας τη χώρα σημαντικό διαμετακομιστικό κόμβο. Τέλος, ο κλάδος του τουρισμού συνεχίζει να αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης, με σημαντική επενδυτική δραστηριότητα και ουσιαστική συμβολή στη χρηματοδότηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Μοχλός ανάπτυξης η Βόρεια Ελλάδα
Οπως επισήμανε ο επικεφαλής της ΤτΕ, η ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί κρίσιμο μοχλό για την τόνωση της επενδυτικής και αναπτυξιακής δυναμικής της περιοχής. Η γεωγραφική εγγύτητα με τις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και την ένταξή τους σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και εξαγωγικό προσανατολισμό – όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, τα δομικά υλικά, η υγεία, οι ψηφιακές και πράσινες τεχνολογίες – μέσω στοχευμένων κινήτρων, στρατηγικών συνεργασιών και προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες θα προσθέσουν τεχνογνωσία και θα προσφέρουν τη δυνατότητα εισόδου σε νέες αγορές. Επιπλέον, φορολογικά κίνητρα προς τις επιχειρήσεις μπορούν να διευκολύνουν την ένταξή τους σε συστάδες αλυσίδων προστιθέμενης αξίας, ενισχύοντας τη δικτύωση και τη συνεργασία με άλλους παραγωγικούς φορείς.
Η αναβάθμιση των υποδομών και των τεχνολογικών δυνατοτήτων είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας. Αυτή την περίοδο βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικά έργα υποδομής στην Κεντρική Μακεδονία και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, όπως για παράδειγμα το Flyover, η επέκταση του μετρό, το πάρκο logistics, τα έργα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό της ΓΑΙΑΟΣΕ και ο εθνικός κόμβος καινοτομίας, τεχνολογίας και έρευνας του ThessINTEC. Οι παρεμβάσεις αυτές θα βελτιώσουν την καθημερινότητα των πολιτών και θα προωθήσουν την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΥ-Parthenon, τα εν λόγω έργα θα ενισχύσουν σημαντικά το ΑΕΠ, τα δημόσια έσοδα και την απασχόληση. Ωστόσο, συνολικά η Βόρεια Ελλάδα χρειάζεται πρόσθετες επενδύσεις σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, σε υλικές υποδομές (π.χ. στους οδικούς άξονες, στο σιδηρόδρομο, στα λιμάνια Ηπείρου και Αλεξανδρούπολης και σε logistics), ώστε να καταστεί κόμβος εξωστρέφειας και καινοτομίας.
Ο περιορισμός του ενεργειακού κόστους και η μετάβαση στην πράσινη οικονομία είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα, ιδίως σε ενεργοβόρους κλάδους. Απαιτούνται παρεμβάσεις όπως η ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων ενέργειας και η αναθεώρηση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας. Παράλληλα, η αξιοποίηση επιδοτήσεων για πράσινες επενδύσεις και η εφαρμογή μοντέλων κυκλικής οικονομίας δημιουργούν νέες ευκαιρίες για καινοτόμα και περιβαλλοντικά βιώσιμα προϊόντα.
Η ενίσχυση της χρηματοδότησης, κυρίως για μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις, είναι κρίσιμη για την επιτάχυνση της επενδυτικής δυναμικής στη Βόρεια Ελλάδα. Η αξιοποίηση των κεφαλαιαγορών, καθώς και η προώθηση του Ταμείου Μικροπιστώσεων και άλλων εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης και νέων χρηματοδοτικών εργαλείων μπορούν να διευρύνουν τις επιλογές και τις επενδύσεις σε άυλα περιουσιακά στοιχεία όπως λογισμικό και βάσεις δεδομένων (τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο για τραπεζικό δανεισμό) και να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα και την απόδοση των επενδυτικών σχεδίων.
Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα υπόδειγμα μέσης και υψηλής τεχνολογικής έντασης είναι απαραίτητη για τη διατηρήσιμη αύξηση των εξαγωγών, την υποκατάσταση εισαγωγών και τη μείωση του διαχρονικά υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Παρά την άνοδο των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας στο 5% του συνόλου το 2022, το ποσοστό αυτό υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (17%), ενώ η σχετική ένταση γνώσης του ελληνικού εμπορίου παραμένει η χαμηλότερη στην ΕΕ. Η επιτάχυνση του ψηφιακού εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων απαιτεί συνδυασμένες παρεμβάσεις: (1) επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, (2) νέες πρακτικές λειτουργίας των επιχειρήσεων, (3) φορολογικά κίνητρα για έρευνα και ανάπτυξη, (4) ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και (5) ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος με έμφαση στην τεχνική κατάρτιση και τη διά βίου μάθηση, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Πάνω απ’ όλα, η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων προϋποθέτει τη δημιουργία ενός σταθερού και φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Κρίσιμες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν τη μείωση της γραφειοκρατίας μέσω της ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών, την απλοποίηση διαδικασιών με υψηλό διοικητικό κόστος και την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Παράλληλα, η αντιμετώπιση της πολυνομίας και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των θεσμών θα διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και την εκτέλεση συμβάσεων. Η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, η καθιέρωση επιταχυνόμενων αποσβέσεων για πάγιο εξοπλισμό και οι μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη μπορούν να καταστήσουν τη χώρα πιο ελκυστική για την υλοποίηση επενδύσεων στη βιομηχανία και την καινοτομία. Τέλος, απαιτείται επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με στόχο τη μείωση φραγμών εισόδου και την αντιμετώπιση ολιγοπωλιακών πρακτικών.
Κλείνοντας, ο κεντρικός τραπεζίτης σημείωσε ότι η συγκυρία για την Ελλάδα ενέχει σημαντικές προκλήσεις, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες, και απαιτεί σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στο νέο παραγωγικό πρότυπο. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η έμπρακτη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας μπορούν να μετατρέψουν τη δυναμική ανάκαμψη σε μακροχρόνια πρόοδο με ουσιαστικά οφέλη για τις επόμενες γενιές.