Στα τέλη της άνοιξης, ο τραπεζικός κλάδος της Ιταλίας βρισκόταν σε αναβρασμό, εν μέσω πληθώρας περίπλοκων προσφορών εξαγοράς και αντιπροσφορών στις οποίες συμμετείχαν πολλές από τις μεγαλύτερες τράπεζας της γείτονος. Τρεις μήνες αργότερα, μόνο μία συμφωνία είναι «ζωντανή».
Όπως επισημαίνει το CNBC, όλα ξεκίνησαν με την απόφαση της UniCredit τον Ιούλιο να αποσύρει την προσφορά της ύψους σχεδόν 15 δισ. ευρώ για την Banco BPM λίγο πριν λήξη η πρότασή της, επικαλούμενη την αδιαφάνεια των όρων που επέβαλε η κυβέρνηση της Ρώμης μέσω των κανόνων ελέγχου της «χρυσής εξουσίας».
Στη συνέχεια, οι μέτοχοι της Mediobanca ψήφισαν αυτό τον μήνα κατά της προσφοράς σχεδόν 7 δισ. ευρώ για την απόκτηση της Banca Generali, ακυρώνοντας αυτό που θεωρήθηκε ευρέως ως αμυντικό παιχνίδι έναντι του ενδιαφέροντος της Monte dei Paschi (MPS) με στήριξη του κράτους για τουλάχιστον του 35% της Mediobanca. Ωστόσο, η MPS δεν έχει «καταθέσει ακόμη τα όπλα».
Οι εξαγορές και συγχωνεύσεις αποτελούν μια λύση για τις τράπεζες της Ευρώπης που διαθέτουν ρευστό για να αυξήσουν την κλίμακά τους και να ανταγωνιστούν τους ιστορικά πιο κερδοφόρους τραπεζικούς κολοσσούς. Η διάθεση για συγχωνεύσεις και εξαγορές έχει κυριεύσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες, σε μια περίοδο αισθητά βελτιωμένων επιδόσεων του κλάδου, με τα προγράμματα αναδιάρθρωσης, την ευρωπαϊκή αμυντική ώθηση, τις υψηλότερες αποδόσεις της επενδυτικής τραπεζικής, εν μέσω της αστάθειας που οφείλεται στους δασμούς των ΗΠΑ και την αύξηση των ευρύτερων συναλλαγών, συγχωνεύσεων και εξαγορών στη Νότια Ευρώπη, να ενισχύουν τα οικονομικά τους αποτελέσματα.
Ειδικότερα, οι κινήσεις των τραπεζών στην Ιταλία βασίζεται σε μια δυναμική που αναπτύσσεται εδώ και καιρό σε αυτό που ο οίκος Fitch τον περασμένο Απρίλιο χαρακτήρισε ως ένα από τα «πιο κατακερματισμένα» τραπεζικά συστήματα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
«Η αυξημένη κλίμακα θα μπορούσε να επιτρέψει στις τράπεζες να υποστηρίξουν καλύτερα τις μεγάλες εταιρικές επενδύσεις, μεταξύ άλλων και εκείνων που συνδέονται με τις ευρωπαϊκές και ιταλικές πρωτοβουλίες του αμυντικού τομέα», ανέφερε τότε ο οίκος.
Η οικονομία της Ιταλίας έχει αποτελέσει γόνιμο έδαφος για την τραπεζική ανάπτυξη τον τελευταίο καιρό. Έχει «καλύτερες επιδόσεις από τις περισσότερες χώρες στην Ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, αν και η δυναμική της μπορεί να υποχωρήσει τα επόμενα χρόνια, καθώς η επενδυτική έκρηξη που καθοδηγείται από τα ταμεία του Next Generation της Ε.Ε. και τις δαπάνες για κατασκευές εξασθενεί», ανέφεραν οι αναλυτές της Deutsche Bank σε έκθεση του Αυγούστου, τονίζοντας ότι η χώρα θα πρέπει να στραφεί προς μια οικονομία που θα βασίζεται περισσότερο στην κατανάλωση -αντιμετωπίζοντας τις επερχόμενες πιέσεις από τους υψηλότερους δασμούς των ΗΠΑ.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η Ιταλία -όπου διαπίστωσε «περαιτέρω βελτίωση της ευρωστίας του τραπεζικού κλάδου» σε έκθεση τον Ιούλιο- θα σημειώσει οικονομική ανάπτυξη 0,5% φέτος, υψηλότερα των εκτιμήσεων για ρυθμό 0,1% στη Γερμανία.
Η πορεία των συγχωνεύσεων και εξαγορών δεν έχει τελειώσει ακόμα
Ενώ οι προσπάθειες εξυγίανσης της Ιταλίας έχουν ατονήσει, οι αναλυτές λένε ότι απέχουμε πολύ από το τέλος τους.
«Τον τελευταίο καιρό, είδαμε την Banca BPER να εξαγοράζει επιτυχώς την Banca Sondrio και την Illimity Bank να εξαγοράζεται από την Banca Ifis. Εν τω μεταξύ, η Monte dei Paschi βαδίζει αποφασιστικά προς τη Mediobanca και η ανεξαρτησία της Banco BPM μπορεί να είναι βραχύβια, με την Credit Agricole να οδεύει προς ένα ποσοστό 20%», δήλωσε ο Φιλίπο Μαρία Αλοάτι, επικεφαλής του τμήματος χρηματοοικονομικών για την πίστωση της Federated Hermes Limited. «Μια συγχώνευση μεταξύ της Credit Agricole Italy και της Banco BPM φαίνεται πιθανή μεσοπρόθεσμα».
Πρόσθεσε ότι οι πιθανότητες να γίνει αποδεκτή η MPS στην προσφορά της για τη Mediobanca είναι πλέον υψηλότερες -άποψη που συμμερίζεται ο Γουίλιαμ Κέιν, επικεφαλής του τμήματος M&A Research EMEA της Mergermarket, ο οποίος δήλωσε στο CNBC ότι «η ψηφοφορία για την Banca Generali ήταν ουσιαστικά ένα δημοψήφισμα για την αυτόνομη στρατηγική της Mediobanca και οι μέτοχοι έχουν πλέον καταστήσει σαφείς τις απόψεις τους σε αυτό το σημείο».
Και συνέχισε λέγοντας ότι «αυξάνεται η πιθανότητα η BMPS να εξασφαλίσει το 35% του μεριδίου της Mediobanca για το οποίο η διοίκηση έχει δηλώσει προηγουμένως ότι θα ήταν ευχαριστημένη -και ίσως πολύ περισσότερο».
Οι τράπεζες της Ιταλίας έχουν επίσης θέσει στόχους πέρα από τα σύνορα της χώρας. Η πρώτη κίνηση της UniCredit πέρυσι ήταν να αποκτήσει σταδιακά ένα συνθετικό μερίδιο έως και 28% περίπου στη γερμανική Commerzbank. Η ιταλική τράπεζα το μετέτρεψε έκτοτε σε 26% των μετοχών της Commerzbank και εξασφάλισε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να αποκτήσει έως και 29,9% -ανακινώντας εικασίες σχετικά με σχέδια για πιθανή εξαγορά, στην οποία η Commerzbank και η κυβέρνηση του Βερολίνου έχουν αντισταθεί.
Η UniCredit χθες Πέμπτη (28/8) ανακοίνωσε ότι αύξησε το ποσοστό της στην ελληνική Alpha Bank σε σχεδόν 26%, μετά τη δέσμευση χρηματοοικονομικών μέσων για ένα επιπλέον ποσοστό 5%.
«Αυτό που συμβαίνει δεν είναι μόνο μια ιταλική ιστορία -η Ιταλία έχει γίνει μια σημαντική μελέτη περίπτωσης για την Ε.Ε. για να δοκιμάσει πώς μπορούν να εξελιχθούν οι συγχωνεύσεις και εξαγορές στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο», δήλωσε στο CNBC ο Στέφανο Καστέλι, πρύτανης της Σχολής Διοίκησης SDA Bocconi.
Ο πυρετός της εξυγίανσης έχει πράγματι εξαπλωθεί πέρα από την Ιταλία. Τον Ιούλιο, η ισπανική Banco Santander δήλωσε ότι αγοράζει τη βρετανική τράπεζα TSB έναντι 2,65 δισ. λιρών από τη Sabadell. Η τράπεζα έχει αντιταχθεί της ισπανικής BBVA, η οποία αποφάσισε να διατηρήσει ζωντανή την προσφορά εξαγοράς της παρά τους αυστηρούς όρους της κυβέρνησης της Μαδρίτης για την έγκριση της συναλλαγής.
Η Ε.Ε. αμφισβήτησε την Ισπανία για την παρέμβασή της στην προσφορά της BBVA και βρέθηκε επίσης σε αντιπαράθεση με τη Ρώμη για τη χρήση των κανόνων των «χρυσών εξουσιών», οι οποίοι συνήθως εφαρμόζονται κατά των συναλλαγών που απειλούν την εθνική ασφάλεια, στην εξαγορά της UniCredit. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης θέσει ερωτήματα σχετικά με την πώληση από την ιταλική κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 15% του μεριδίου της στη διασωθείσα MPS, στην οποία η Ρώμη διατηρεί ποσοστό 11,73%.
Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Τζιανκάρλο Τζορτζέτι υπερασπίστηκε την «απόλυτη ορθότητα» της αποχώρησης, απειλώντας ξεχωριστά ότι θα παραιτηθεί εάν υπερψηφιστούν οι όροι που επέβαλε η Ρώμη στη UniCredit, οι οποίοι περιλάμβαναν χρονοδιάγραμμα για να σταματήσει η τράπεζα τις δραστηριότητές της στη Ρωσία και αίτημα να παραμείνει αμετάβλητος ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις της Banco BPM για πέντε χρόνια.
«Η παρέμβαση του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της 3ης προσπάθειας εξαγοράς της Banco BPM από τη UniCredit», τονίζει ο Αλοάτι.
Στην περίπτωση της προσφοράς της MPS, ο Κασέλι της Σχολής Διοίκησης SDA Bocconi υποστήριξε ότι η Ρώμη «απλώς ενήργησε ως μέτοχος».
«Από τη μία πλευρά, περιμένουμε από το κράτος να παρέμβει όταν μια τράπεζα αντιμετωπίζει προβλήματα. Από την άλλη, θέλουμε οι φορολογούμενοι να μη χάσουν χρήματα, αλλά ιδανικά να δουν κέρδη. Ταυτόχρονα, θέλουμε το κράτος να παίζει ουδέτερο ρόλο. Είναι δύσκολο να επιτευχθούν όλα αυτά ταυτόχρονα», συμπληρώνει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει αλλά καθυστερεί
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπέρμαχος της συγχωνεύσεων των τραπεζών, έχει δρομολογήσει το πλαίσιο εποπτείας της τραπεζικής ένωσης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Εντούτοις δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει την πρωτοβουλία.
«Οι ελπίδες ότι η τραπεζική ένωση θα οδηγούσε σε στενότερη ενοποίηση των τραπεζικών αγορών σε όλη την Ευρώπη δεν έχουν υλοποιηθεί πλήρως», δήλωσε τον Απρίλιο η Κλαούντια Μπουχ, πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ. «Οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις παραμένουν σχετικά σπάνιες, περίπου το 75% των χαρτοφυλακίων χορηγήσεων των τραπεζών επενδύονται στις εγχώριες αγορές τους και λίγες τράπεζες έχουν πραγματικά ευρωπαϊκά επιχειρηματικά μοντέλα».
Οι συγχωνεύσεις έχουν μειώσει τον αριθμό των τραπεζών της Ε.Ε. από το 2009, αν και περίπου 4.752 λειτουργούσαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον περασμένο Ιούνιο, με 418 εξ αυτών στην Ιταλία, σύμφωνα με τη Statista.
Και η έλλειψη των διασυνοριακών συμφωνιών παραμένει ένα αγκάθι.
«Αισθάνομαι απογοητευμένος επειδή συνεχίζω να βλέπω εγχώριες συγχωνεύσεις με εγχώρια λογική, όχι συγχωνεύσεις μιας ενιαίας αγοράς», δήλωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής Χοσέ Μανουέλ Κάμπα στο Politico νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.