Σκάβουμε τον λάκκο μας

Η Ελλάδα πήγε σε μνημόνιο το 2010 γιατί έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών και δεν μπορούσε να δανεισθεί από αυτές. Τα στοιχεία του IIF για τους αγοραστές των ελληνικών εκδόσεων χρέους το 2020 θα έπρεπε να χτυπήσουν καμπανάκι.

Σκάβουμε τον λάκκο μας

Δεν είναι σοφό να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Αν υπήρχε βραβείο κακοδιαχείρισης της κρίσης χρέους, η Ελλάδα θα ήταν φαβορί για να το πάρει, γράφαμε τον Μάρτιο του 2010 σε αγγλόφωνο μέσο. Κι αυτό γιατί ήταν ορατό ότι έχανε ολοένα και περισσότερο την εμπιστοσύνη των αγορών, με αποκορύφωμα τον Μάιο του 2010, που πήγε στα μνημόνια.

Στις αρχές Μαΐου, υπήρχαν κάπου 3 δισ. περίπου στα ταμεία του κράτους και έπρεπε να αποπληρωθούν χρεόγραφα ύψους 13 δισ. ευρώ που έληγαν. Κοινώς, έλειπαν κάπου 10 δισ. ευρώ, που η χώρα δεν μπορούσε να δανεισθεί από τις διεθνείς αγορές.

Φυσικά, είναι κωμικοτραγικό ότι οι κάθε λογής δημόσιοι φορείς είχαν συνολικές καταθέσεις που εκτιμώνται μεταξύ 25 και 40 δισ. ευρώ εκείνη την περίοδο και θα μπορούσαν να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό. Όμως, το πολιτικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση τις αγνοούσε. Έτσι, η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα που χρεοκόπησε εκείνη τη στιγμή (δεν ξέρουμε τι θα γινόταν την επόμενη χρονιά), ενώ είχε τα λεφτά.

Όμως, τα προβλήματα που οδήγησαν πρακτικά στην ελληνική χρεοκοπία δεν γεννήθηκαν το 2010, ούτε καν το 2009 . Ήταν το αποτέλεσμα πολιτικών που εφαρμόστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και χαρακτηρίζονταν από δημοσιονομικά ελλείμματα, αυξανόμενο δημόσιο χρέος και απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Γιατί αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή την αναδρομή στο παρελθόν, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος. Ο λόγος είναι μια έκθεση του IIF που δημοσιεύθηκε χθες και έχει τίτλο «Το τέλος της μεγάλης δημοσιονομικής αυταπάτης». Η έκθεση αναφέρει ότι οι χαμηλές αποδόσεις των ελληνικών και των ιταλικών ομολόγων δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις και οφείλονται αποκλειστικά στις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ.

Αναλύοντας τα στοιχεία για τις χρηματικές ροές, η έκθεση διαπιστώνει ότι η ΕΚΤ απορρόφησε το 100% των ελληνικών και των ιταλικών εκδόσεων ομολόγων πέρυσι, με τους ξένους επενδυτές να χρησιμοποιούν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) για να πουλήσουν τα ομόλογα των δύο χωρών στην ΕΚΤ.

Επομένως, υπάρχει κίνδυνος το κόστος του νέου δανεισμού της Ελλάδος και της Ιταλίας να αυξηθεί κατακόρυφα, λόγω αδύναμης ζήτησης, όταν το πρόγραμμα QE σταματήσει όπως αναφέρει. Φυσικά, η ΕΚΤ έχει δώσει σήμα ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα, όταν το έκτακτο πρόγραμμα PEPP σταματήσει.

Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές πιστεύουν ότι κάποιος ξένος οίκος αξιολόγησης μπορεί να αναβαθμίσει τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα το 2022 ή το 2023, οπότε θα συμμετέχει στο κανονικό QE της ΕΚΤ. Ακόμη, προβάλλουν το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας των 30-40 δισ. ευρώ, τα σταθερά επιτόκια του ελληνικού χρέους και τα σχετικά χαμηλά τοκοχρεολύσια των επόμενων χρόνων, μαζί με τις προσδοκίες για υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Όμως, η Ελλάδα είναι μια υπερχρεωμένη χώρα που αναγκάσθηκε και επέλεξε να δώσει μεγάλη δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία το 2020 και το 2021, αβγατίζοντας περισσότερο το χρέος, χωρίς όμως να προσθέσει στην παραγωγική ικανότητά της.

Στο μέτρο που δεν παράγει πρωτογενή πλεονάσματα για να πληρώνει τους ετήσιους τόκους στο χρέος, η κατάσταση στο μέτωπο του χρέους θα επιδεινώνεται και το κόστος δανεισμού θα ανεβαίνει.

Επειδή το έχουμε ξαναδεί το έργο, θα έλθει μια στιγμή, όπως το 2010, που η ζήτηση από τους ξένους επενδυτές για τα ελληνικά ομόλογα θα υποχωρήσει αισθητά καθώς θα αμφισβητούν τη φερεγγυότητα του χρέους.

Είναι λοιπόν επείγον να αποκατασταθεί η δημοσιονομική πειθαρχία, κατά προτίμηση μέσω ανάπτυξης, για να μη χρειαστεί να βιώσουμε ξανά στο μέλλον μια νέα εποχή μνημονίων λόγω αποκλεισμού από τις αγορές.

Ας σταματήσουμε να σκάβουμε τον λάκκο μας.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v