Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ποιοι θα σώσουν την παρτίδα της ανάπτυξης φέτος

Θύμα του διαχρονικού παραγωγικού μοντέλου της κινδυνεύει να είναι ακόμη μια φορά η ελληνική οικονομία καθώς οι τιμές έχουν πάρει την ανηφόρα σε πολλά αγαθά ευρείας κυκλοφορίας. Από πού μπορεί να έλθει βοήθεια.

Ποιοι θα σώσουν την παρτίδα της ανάπτυξης φέτος

Οι εκτιμήσεις της ΕΕ για τον ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας το 2021 και τη διετία 2022-2023 ήταν πολύ καλές τον περασμένο Φεβρουάριο. Η ελληνική οικονομία θα επιτύγχανε τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό στην ευρωζώνη με 8,5% (μετά την Ιρλανδία) το 2021 και τον τέταρτο υψηλότερο το 2022 με 4,9%. Η ανάπτυξη θα ήταν της τάξης του 3,5% το 2023. Ακόμη, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός θα ήταν ο χαμηλότερος στην ευρωζώνη με 0,6% την προηγούμενη χρονιά έναντι 2,6% στην ΟΝΕ. Για φέτος, η εκτίμηση ήταν πως ο πληθωρισμός θα ανέλθει σε 3,1% έναντι 3,5% στην ευρωζώνη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η δεύτερη αύξηση του κατώτερου μισθού.

Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την περαιτέρω άνοδο στις τιμές της ενέργειας και άλλων αγαθών, το πιθανότερο είναι ότι ο μέσος πληθωρισμός στη χώρα μας θα είναι υψηλότερος, πιθανόν πολύ υψηλότερος και ίσως ξεπεράσει το 6%. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλη μάζα του κόσμου θα αγοράζει λιγότερα πράγματα με τα ίδια λεφτά. Όλα δείχνουν  ότι οι όποιες αυξήσεις μισθών μάλλον θα υπολείπονται και θα είναι ετεροχρονισμένες. 

Όμως, η συνολική κατανάλωση αντιπροσωπεύει το 87% με 90% του ελληνικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ανάλογα τη χρονιά από το οποίο το 70% περίπου είναι ιδιωτική. Με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός πλήττει την ιδιωτική κατανάλωση και η δημόσια κατανάλωση δεν μπορεί να βοηθήσει όσο τα δύο προηγούμενα χρόνια, ο ρυθμός ανάπτυξης καθίσταται ερώτημα.

Σήμα αισιοδοξίας εκπέμπει ο τουρισμός, αν δεχθούμε αυτά που λένε οι τουριστικοί παράγοντες για τις προκρατήσεις. Κάτι τέτοιο θα έχει θετικό αντίκτυπο τόσο στην ιδιωτική κατανάλωση όσο και στον εξωτερικό τομέα, δηλ. τις εξαγωγές υπηρεσιών. Όμως, ο τουρισμός δεν φτάνει για να δώσει θετικό πρόσημο στην ιδιωτική κατανάλωση.

Εδώ ακριβώς θεωρούμε ότι υπεισέρχονται δύο άλλοι παράγοντες. Ο πρώτος είναι η σημαντική αύξηση των καταθέσεων κατά την περίοδο της πανδημίας. Κι αυτό γιατί πολύς κόσμος δεν είχε πού να ξοδέψει τα χρήματά του, άλλοι έλαβαν μποναμά από τα μέτρα στήριξης που χρηματοδότησε ο προϋπολογισμός ενώ θετική ήταν επίσης η συμβολή των δανείων. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την αύξηση του μέσου μισθού, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.

Η σημαντική αύξηση των καταθέσεων επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να εξομαλύνει την κατανάλωσή του αντί να τη μειώσει λόγω της απώλειας αγοραστικής δύναμης λόγω πληθωρισμού. Προς την ίδια κατεύθυνση θα λειτουργήσει πιθανόν το ρευστό που προέρχεται από τις δραστηριότητες στην παραοικονομία. Τουρισμός, οικοδομή, αγροτική παραγωγή και αρκετά ελεύθερα επαγγέλματα είναι γνωστό ότι εμπλέκονται. Υπενθυμίζεται ότι πάνω από 20 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος από τέτοιες πηγές. Είναι λοιπόν εν δυνάμει χρήμα που μπορεί να κατευθυνθεί στην κατανάλωση, δίνοντας ώθηση στο ΑΕΠ, παρότι ένα μέρος θα πάει σε εισαγωγές.

Κοντολογίς, τουρισμός, καταθέσεις και παραοικονομία μπορεί να δώσουν ώθηση στην κατανάλωση, σώζοντας την παρτίδα για το ΑΕΠ.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v