Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Διαγράψτε τους φόρους ανεπίδεκτης είσπραξης 

Στην Ελλάδα, σε αρκετά θέματα, ο οικονομικός ορθολογισμός και η πολιτική έχουν πάρει διαζύγιο. Ένα από αυτά είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία που είναι ανεπίδεκτες είσπραξης.

Διαγράψτε τους φόρους ανεπίδεκτης είσπραξης

Το πολιτικό κόστος έχει αποτελέσει τροχοπέδη στη λήψη οικονομικά ορθολογιστικών αποφάσεων από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830. Κι αυτό γιατί οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί λαμβάνουν συνήθως αποφάσεις αφού ζυγίσουν το πολιτικό όφελος και κόστος, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την οικονομική λογική. Γι’ αυτό άλλωστε διαρρέουν μερικές φορές μέτρα στον Τύπο ώστε  να μετρήσουν τις αντιδράσεις. Όταν οι αντιδράσεις είναι έντονες, σπανίως τα υιοθετούν. 

Η συγκεκριμένη τακτική έχει κοστίσει πολύ στην ελληνική οικονομία, γιατί η ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους βραχυπρόθεσμα συνήθως οδηγεί σε μεγαλύτερο οικονομικό κόστος μεσοπρόθεσμα. Η αποτυχημένη προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση του διανεμητικού συνταξιοδοτικού συστήματος στις αρχές του 21ου αιώνα επί υπουργίας Γιαννίτση είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Κι αυτό γιατί η μεν τότε κυβέρνηση κατεύνασε τα πλήθη αποσύροντας τη μεταρρύθμιση, όμως η διεύρυνση των ελλειμμάτων, του δανεισμού και του δημόσιου χρέους κόστισε πολύ περισσότερα στους συνταξιούχους και άλλους μια δεκαετία αργότερα.

Μια άλλη περίπτωση ήταν η απόπειρα του ΥΠΟΙΚ επί κυβερνήσεως ΓΑΠ το 2010 να διαγράψει τις οφειλές προς την εφορία που ήταν ανεπίδεκτες είσπραξης. Οι έντονες αντιδράσεις από τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης οδήγησε τους ιθύνοντες στην απόφαση να κάνουν πίσω, αναλογιζόμενοι το πολιτικό κόστος. Στα τέλη του 2022, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ανέρχονταν σε 113,7 δισ. ευρώ ενώ ο αριθμός των οφειλετών ξεπερνούσε τα 3,90 εκατ. άτομα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ.

Η εφορία υπολογίζει ότι κοντά στα 88 δισ. ευρώ μπορούν να εισπραχθούν. Ρωτήσαμε λοιπόν πριν από λίγο καιρό έναν άνθρωπο που έχει πολύ καλή εικόνα να μας πει ρεαλιστικά πόσα λεφτά μπορούν να εισπραχθούν. «Είναι 60-80 δισ. ευρώ (που μπορούν να εισπραχθούν);» ρωτήσαμε επίτηδες. «Πόσα;» είπε. «Αν είναι 20-30 δισ. και πολλά λέω», απάντησε γελώντας. Η εκτίμησή του συμβάδιζε με αντίστοιχη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, που υπολόγιζε πέρυσι τις εισπράξιμες οφειλές κοντά στα 27 δισ. ευρώ. Όπως εξήγησε, οι μεγάλες οφειλές ανήκουν σε εταιρείες που έχουν πτωχεύσει πριν από δεκαετίες, μεγαλο-οφειλέτες  που έχουν αποβιώσει, πρόστιμα, δάνεια των ΔΕΚΟ με κρατικές εγγυήσεις που έχουν καταπέσει, άλλες οφειλές για δικαστικά έξοδα κ.λπ. Όσο πιο πίσω πάει κάποιος στον χρόνο τόσο μικρότερη η εισπραξιμότητα, τόνισε.

Οι πολιτικοί γνωρίζουν τα παραπάνω αλλά προτιμούν να μην κάνουν τίποτε για να «καθαρίσουν» τις μη ενεργές ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ο λόγος είναι το πολιτικό κόστος. Είναι βέβαιο ότι θα κατηγορηθούν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης πως χαρίζουν λεφτά σε μεγαλοφοροφυγάδες κ.λπ. και προτιμούν την απραξία. Ο εκάστοτε λοιπόν υπουργός Οικονομικών δεν θέλει να πάρει την ευθύνη και πετάει το μπαλάκι στον επόμενο. Το αποτέλεσμα είναι να συσσωρεύονται ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία που δεν μπορούν να εισπραχθούν.

Η λογική υπαγορεύει πως θα πρέπει να επανεξετασθούν οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων τα χρέη καταχωρούνται στο βιβλίο των ανεπίδεκτων είσπραξης. Από εκεί και πέρα, μια και βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, ίσως θα έπρεπε να το ξανασκεφθούν τα κομματικά επιτελεία και να ευθυγραμμισθούν με την οικονομική λογική, αποδεχόμενα τη διαγραφή των μη ενεργών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία. 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v