Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Παρά την ανάπτυξη, παραμένουμε ο φτωχός συγγενής στην ΕΕ

Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε αρκετά ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της ΕΕ τα τελευταία χρόνια, αλλά το χάσμα που χωρίζει την αγοραστική δύναμη του μέσου Έλληνα από τους εταίρους παραμένει μεγάλο. Η έκπληξη από την Τουρκία.

Παρά την ανάπτυξη, παραμένουμε ο φτωχός συγγενής στην ΕΕ

Πόσο πιο πλούσιοι νομίζετε ότι είμαστε σε σύγκριση με τους Τούρκους, τους Βούλγαρους και τους Ρουμάνους για παράδειγμα;  Τα νούμερα ίσως σοκάρουν μερικούς.

Ως γνωστόν, τα μαθηματικά είναι η γλώσσα της φύσης και δεν λένε ψέματα, σε αντίθεση με πολλούς πολιτικούς όταν επιζητούν τις  ψήφους των πολιτών.

Το αναφέρουμε γιατί συχνά χρησιμοποιείται η φράση, «οι αριθμοί ευημερούν αλλά οι άνθρωποι υποφέρουν», για να υποδηλώσει το αντίθετο. Χωρίς όμως βελτίωση των αριθμών δεν θα ευημερήσουν οι άνθρωποι, έστω με σημαντική χρονική υστέρηση.

Είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία έχει επανέλθει σε τροχιά ανάκαμψης μετά τη βουτιά του ΑΕΠ το 2020, δηλαδή τη χρονιά της πανδημίας. Όμως, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι θα χρειαστούν πολλά πολλά χρόνια συγκριτικής υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας για να βρεθούμε κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 και της ευρωζώνης των 20.

Γιατί το λέμε αυτό; Ρίξαμε μια ματιά στη διαχρονική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης του μέσου ελληνικού νοικοκυριού και άλλων στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ αλλά και υποψήφιων χωρών όπως άλλες γειτονικές μας βαλκανικές χώρες και η Τουρκία.   

Τα στοιχεία προέρχονται από τη Eurostat και το μέτρο σύγκρισης είναι το κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους αγοραστικών μονάδων. Κοινώς, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) διαιρείται δια του μέσου πληθυσμού κάθε χρόνο και οι διαφορές τιμών εξαλείφονται, ώστε να γίνεται σύγκριση σε κοινή βάση.

Το κατά κεφαλήν εισόδημα του μέσου Έλληνα ήταν 23.800 ευρώ το 2022, που είναι η τελευταία χρονιά για την οποία η Eurostat δίνει στοιχεία. Αν πάμε πίσω, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή ήταν περίπου η μέση αγοραστική δύναμη το μακρινό 2008, δηλαδή όταν πρωτοξεκινούσε η κρίση.      

Θα διαπιστώσουμε ακόμη ότι αυτή είναι ακριβώς επίσης η μέση αγοραστική δύναμη ενός Τούρκου, δηλ. 23.800 ευρώ, παρά τις μεγάλες υποτιμήσεις της λίρας και τον υπερβολικά υψηλό πληθωρισμό τα προηγούμενα χρόνια.

Περιττό να αναφέρουμε ότι η Ελλάδα υστερεί έναντι της Ρουμανίας, η οποία είχε μέσο πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα ίσο με 26.800 ευρώ το 2022. Πηγαίνοντας πίσω στο 2002, όταν η Ελλάδα μπήκε στην ευρωζώνη, παρατηρούμε ότι το εισόδημα στη χώρα μας ήταν πάνω από τρεις φορές μεγαλύτερο σε σχέση με εκείνο της Ρουμανίας, δηλ. 18.500 ευρώ έναντι 5.900 ευρώ αντίστοιχα. Την ίδια χρονιά, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Βουλγαρίας ήταν 6.400 ευρώ σε πραγματικούς όρους, έναντι 22.000 ευρώ πρόπερσι.

Χαμηλότερο ήταν επίσης το κατά κεφαλήν εισόδημα της Πορτογαλίας, στις 16.700 ευρώ, και λίγο υψηλότερο της Κύπρου, στις 19.300 ευρώ, το μακρινό 2002. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η μεν Πορτογαλία βρίσκεται στις 27.900 ευρώ, η δε Κύπρος στις 33.400 ευρώ. Υπενθυμίζουμε ότι οι δύο χώρες μπήκαν επίσης σε μνημόνια.

Δεν αναφερόμαστε καν στην Ιρλανδία, που είχε πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα 28.900 ευρώ το 2002, μπήκε σε μνημόνιο και έφθασε τις 83.300 ευρώ (!) το 2022. 

Είναι προφανές ότι η διαχρονική σύγκριση προκαλεί μελαγχολία. Όμως, πιο σημαντικό είναι να αναρωτηθεί το πολιτικό σύστημά μας τι σωστό έκαναν αυτές οι χώρες που δεν κάναμε εμείς, για να καλύψουν τη διαφορά και συχνά να μας ξεπεράσουν την τελευταία 20ετία. 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v