To πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αυξήθηκε κατά 22% μεταξύ 2004 και 2024, σύμφωνα με τη χθεσινή ανακοίνωση της Eurostat.Η μεγαλύτερη αύξηση της τάξης του 134% καταγράφηκε στη Ρουμανία και ακολούθησαν η Λιθουανία με 95%, η Πολωνία με 91% και η Μάλτα με 90%. Οι μοναδικές χώρες που είδαν το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών τους να μειώνεται τα τελευταία 20 χρόνια ήταν η Ελλάδα και η Ιταλία με -5% και -4% αντίστοιχα.
Μικρές αυξήσεις κατέγραψαν η Ισπανία με 11%, η Αυστρία με 14% και το Βέλγιο με 15%. Ο παρακάτω πίνακας της Eurostat είναι κατατοπιστικός.

Ειδικότερα, η Ελλάδα είδε το πραγματικό εισόδημα να αυξάνεται από το 2004 μέχρι το 2008. Από το 2009 και μετά ξεκινάει η πτώση, η οποία συνεχίζεται μέχρι το 2013. Από το 2014 αρχίζει μια δειλή άνοδος που συνεχίζεται μέχρι το 2017. Το 2018 υπάρχει σταθεροποίηση και το 2019 άνοδος, αλλά το 2020 υποχώρηση και ανάκαμψη το 2021. Εκ νέου σταθεροποίηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος το 2022 και άνοδος το 2023 και το 2024.
Το προσαρμοσμένο για τον πληθωρισμό διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών ήταν το 2024 χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2004, δηλαδή 96,1 έναντι 101,41. Το διαθέσιμο εισόδημα ήταν ίσο με 100 το 2010 που είναι το έτος βάσης.
Τα ανωτέρω νούμερα δεν εκπλήσσουν. Όταν μια χώρα χάνει το 25% περίπου του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της μέσα σε λίγα χρόνια εντός της προηγούμενης 20ετίας, είναι λογικό να δυσκολεύεται να βγει στον αφρό.
Επομένως, θα πρέπει να φροντίσει ώστε να μην ξαναπεράσει παρόμοια οικονομική κρίση και να μπορεί να δανείζεται η ίδια από τις αγορές με ευνοϊκούς όρους. Αυτό υπαγορεύει δημοσιονομική πειθαρχία και πλάνο μείωσης του υπέρογκου δημόσιου χρέους σε απόλυτα νούμερα και ως προς το ΑΕΠ τα επόμενα 10-20 χρόνια.
Μέχρι στιγμής, αυτό επιτυγχάνεται, όπως αποδεικνύουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης. Και είναι θετικό ότι η πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν αμφισβητείται από την αντιπολίτευση.
Όμως, οι μνήμες από την κρίση είναι ακόμη νωπές. Δεν είμαστε σίγουροι ότι το ίδιο θα συμβεί όταν το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ υποχωρήσει αρκετά, π.χ. προς το 110%, και ιδίως αν η ελληνική οικονομία δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά. Οι πιέσεις των οργανωμένων επαγγελματικών ομάδων προς το πολιτικό σύστημα για παροχές θα αυξηθούν και ως γνωστόν, το τελευταίο δεν χαρακτηρίζεται από αυτοπειθαρχία.
Από εκεί και πέρα, οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης είναι το ζητούμενο. Όμως, η ανάπτυξη είναι μεγάλη πρόκληση για μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός γηράσκει και συρρικνώνεται, η ίδια δεν αγκαλιάζει τις νέες τεχνολογίες και χαρακτηρίζεται από ενδημική διαφθορά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας εκτιμάται μεταξύ 1% και 1,4% τα τελευταία 40 χρόνια παρά τα τεράστια κοινοτικά κεφάλαια που εισέρρευσαν στη χώρα το ίδιο διάστημα.
Προφανώς, θέλουμε να ελπίζουμε για το καλύτερο για την επόμενη 20ετία αλλά δεν είμαστε μόνοι.
Άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες για κάπου 45 χρόνια ανήκαν στο Σοβιετικό μπλοκ και τις είχαμε αφήσει πίσω, είτε μας έχουν ξεπεράσει σε πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως η Τσεχία, είτε μας έχουν πλησιάσει πολύ κοντά, όπως η Ρουμανία, τα τελευταία 20 χρόνια.
Η αποφυγή μιας νέας οικονομικής κρίσης είναι η αναγκαία συνθήκη για αύξηση του πραγματικού εισοδήματος την επόμενη 20ετία.
Ομως, η ικανή συνθήκη για την επίτευξη υπερδιπλάσιου μέσου ρυθμού ανάπτυξης σε σύγκριση με τα τελευταία 40 χρόνια είναι άλλη. Είναι η έκρηξη των επενδύσεων σε τομείς τεχνολογικής αιχμής και παραδοσιακούς με αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου εις βάρος της κατανάλωσης, η έμφαση στην έρευνα και την καινοτομία με αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος και η αντιμετώπιση του δημογραφικού.
Θεωρητικά, μπορούμε να ελπίζουμε. Ρεαλιστικά, όχι.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.