Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τι φέρνει η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής σύνταξης

Το κόστος μετάβασης στο νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης και ποιες είναι οι εκτιμήσεις για τις απολαβές. Ο κουμπαράς και ποιος θα κληθεί να τον καλύψει. Γράφουν οι Σ. Ρομπόλης και Γ. Μπέτσης.

Τι φέρνει η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής σύνταξης
  • των Σάββα Ρομπόλη και Βασίλειου Μπέτση*

Στον επιστημονικό και πολιτικό δημόσιο διάλογο που διεξάγεται με αφορμή την κυβερνητική πρωτοβουλία κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, διαπιστώνεται μονομέρεια επιχειρημάτων, ασάφειες, αμφισβητούμενες παραδοχές και αντιφάσεις, γεγονός που οδηγεί στον περιορισμό ανάδειξης των σοβαρών μειονεκτημάτων και των συνεπειών του συγκεκριμένου εγχειρήματος.

Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την έρευνά μας, οι επιπτώσεις της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης θα είναι σοβαρές και σημαντικές τόσο για τους σημερινούς συνταξιούχους όσο και για τους μελλοντικούς.

Πιο συγκεκριμένα, ενώ στην επιχειρηματολογία τους οι κυβερνητικοί παράγοντες αναγνωρίζουν ότι το κόστος μετάβασης θα προσεγγίσει τα 55 δισ. ευρώ, ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι δεν θα μειωθούν οι επικουρικές συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων, δεδομένου ότι θα χρηματοδοτούνται από μέρος της ανάπτυξης, τα αυξημένα φορολογικά έσοδα, τους επιπρόσθετους επενδυτικούς πόρους και τις μεταβιβάσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί αναδεικνύουν, μεταξύ των άλλων, εύλογα ερωτήματα, όπως:

α) εάν παρέχει το κράτος μέρος από το όφελος της ανάπτυξης στην κάλυψη του κόστους μετάβασης, τότε ποιο θα είναι το όφελος για την οικονομία, αφού αυτοί οι πόροι θα στερούνται από τη χρηματοδότηση παραγωγικών (Γεωργία, Μεταποίηση), αναπαραγωγικών (Υγεία, Κοινωνική Προστασία, Παιδεία) τομέων της οικονομίας και των δημόσιων επενδύσεων;

β) εάν τα φορολογικά έσοδα και οι μεταβιβάσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού χρηματοδοτούν το κόστος μετάβασης, αυτό θα σημαίνει ότι καλύπτοντας οι φορολογούμενοι πολίτες το συγκεκριμένο κόστος, ουσιαστικά θα χρηματοδοτούν τα κερδοφόρα οφέλη αυτών που θα διαχειρίζονται την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, και

γ) εάν επιπρόσθετοι επενδυτικοί πόροι θα χρηματοδοτούν το κόστος μετάβασης, το ερώτημα που προκύπτει είναι: από ποιο μέρος των επενδυτικών αποδόσεων, αφού το σύνολο των αποδόσεων θα πρέπει να πιστώνεται στον ατομικό κουμπαρά των ασφαλισμένων. Γιατί διαφορετικά θα σημαίνει μείωση του επιπέδου των επικουρικών συντάξεων του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, από τη στιγμή που ένα τμήμα των αποδόσεων των ατομικών λογαριασμών θα χρηματοδοτεί το κόστος μετάβασης.

Επίσης, το επιχείρημα ότι το κόστος μετάβασης στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος θα είναι χαμηλό και θα αυξάνεται σταδιακά, με κορύφωσή του την περίοδο μετά από 30-40 έτη, είναι ανησυχητικά επισφαλές μακροοικονομικά, δημοσιονομικά και κοινωνικά. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών, το κόστος μετάβασης θα κυμαίνεται στο επίπεδο των 150-200 εκατ. ευρώ ετησίως και μέχρι το 2030 θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 1 δισ. ευρώ ετησίως. Μέχρι την περίοδο 2045-2050, το κόστος μετάβασης θα προσεγγίσει τα 2,5 δισ. ευρώ ετησίως.

Αυτό θα συμβεί γιατί όσο θα συνταξιοδοτούνται οι σημερινοί εργαζόμενοι, αυτοί που είναι σήμερα 40, 45, 50 και 55 ετών, δηλαδή οι γονείς της μελλοντικής γενιάς εργαζομένων, δεν θα είναι εργαζόμενοι για να χρηματοδοτούν τις συντάξεις τους, αφού αυτοί θα αποταμιεύουν στον δικό τους ατομικό κουμπαρά.

Ακριβώς σ' αυτόν τον ετεροχρονισμό της καταβολής των εισφορών και της χορήγησης της σύνταξης, σε συνδυασμό και με τη μακροχρόνια προοπτική που αντικειμενικά εμπεριέχει το ασφαλιστικό σύστημα εστιάζεται η αιτία της πεπλανημένης αισιοδοξίας που διακυρύσσεται από κυβερνητικούς παράγοντες για το μικρό κόστος μετάβασης που θα είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθεί κατά τα πρώτα χρόνια της μεταβατικής περιόδου.

Όμως, η κρισιμότητα, από κάθε άποψη, του κόστους μετάβασης βρίσκεται στη γιγάντωσή του και στην ταυτόχρονη καταβολή των συντάξεων των σημερινών εργαζομένων των 35, 40, 45 και 50 ετών. Επιπλέον, αντίστοιχες ασάφειες εμπεριέχει το επιχείρημα των κυβερνητικών παραγόντων ότι οι συντάξεις θα είναι αυξημένες, διότι θα προκύπτουν από τη συσσώρευση των εισφορών και τις αποδόσεις των επενδύσεων.

Κι αυτό γιατί παραλείπεται να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας που μετατρέπει τον ατομικό κουμπαρά σε σύνταξη, αυτό που ονομάζεται στην αναλογιστική επιστήμη «ράντα ζωής» και συνιστά τον συντελεστή που ενσωματώνει το προσδόκιμο ζωής.

Αυτό σημαίνει ότι όσο θα αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, με αυτόν τον συντελεστή, τόσο θα μειώνεται η σύνταξη που θα λάβουν οι νέες γενιές, δεδομένου ότι η εισφορά του 6% θα παραμένει σταθερή και δεν θα αυξάνεται. Έτσι, και στο επιχείρημα του δημογραφικού κινδύνου, ως αιτίας της μετάβασης από το διανεμητικό σύστημα στην κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο δημογραφικός κίνδυνος δημιουργεί τις ίδιες επιπτώσεις στο κεφαλαιοποιητικό και στο διανεμητικό σύστημα.

Με άλλα λόγια, αφού θεωρείται ως δεδομένο από τους κυβερνητικούς παράγοντες η συνεχής αύξηση του προσδόκιμου ζωής και της γήρανσης του πληθυσμού, τότε κάθε νέα γενιά αναμένεται να έχει μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής από την προηγούμενη, με αποτέλεσμα να λάβει και μικρότερη σύνταξη αφού θα ζει κατά μέσο όρο περισσότερα χρόνια (δεδομένου ότι η εισφορά του 6% θα παραμείνει σταθερή).

Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης θα συντελεσθεί, μεταξύ των άλλων, και η μετάβαση από τη συλλογική αντιμετώπιση του κινδύνου του γήρατος, της αναπηρίας και της χηρείας στην ατομική αντιμετώπιση. Δηλαδή, με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών για οποιονδήποτε κίνδυνο αναπηρίας ή χηρείας, η επικουρική σύνταξη που θα λαμβάνει ο ασφαλισμένος θα εξαρτάται από το ύψος του ατομικού κουμπαρά.

Αυτό σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος που μπορεί να μείνει ανάπηρος ή να αποβιώσει λόγω εργατικού ατυχήματος και έχει εργαστεί για παράδειγμα μόνο 10 έτη, τότε αφού θα έχει αποταμιεύσει στον ατομικό του κουμπαρά λίγα χρήματα, θα λάβει ως επίπεδο σύνταξης αναπηρίας και χηρείας μικρότερο από 50 ευρώ τον μήνα. Κι αυτό θα συμβεί γιατί οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι θα αντιμετωπίζονται ατομικά και χωρίς καμία χρηματοδοτική βοήθεια του κράτους.

Όμως, για την αποφυγή μίας τέτοιας δυσμενούς προοπτικής, υποστηρίζεται ότι ένα μικρό τμήμα της εισφοράς του 6% θα αφορά την πληρωμή του αντίστοιχου ασφαλίστρου. Εάν όμως συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η σύνταξη γήρατος θα χρηματοδοτείται με μικρότερο μέρος από το 6% της εισφοράς και αφού το σύστημα θα είναι πλήρως κεφαλαιοποιητικό, αυτό θα σημαίνει μικρότερο κουμπαρά, άρα και μικρότερη σύνταξη. Οπότε το επιχείρημα για εξασφάλιση υψηλότερων συντάξεων για τις μελλοντικές γενιές καταρρίπτεται.

Αντίθετα, οι μελλοντικές γενιές θα λάβουν μικρότερη σύνταξη από τις σημερινές γενιές, αφού θα ζουν, κατά μέσο όρο, περισσότερα έτη από τη σημερινή γενιά, αλλά και οι σημερινοί εργαζόμενοι και γονείς των μελλοντικών γενιών θα υποστούν μεγάλες μειώσεις στις συντάξεις τους, όπως προκύπτει από την ανάλυσή μας, γεγονός που θα συμβεί μετά από 15 έτη, δηλαδή μετά το 2035. 

 

*Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου. Ο κ. Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Υποψ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v