Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η οικονομική όψη του πολέμου και η μάχη για τα ρούβλια

Η Ιστορία διδάσκει ότι δεν μπορεί να υπάρξει νίκη της Δημοκρατίας χωρίς καμία θυσία, αλλά και ότι το αποτέλεσμα δικαιώνει τη θυσία. Γράφει ο Κώστας Μποτόπουλος.

Η οικονομική όψη του πολέμου και η μάχη για τα ρούβλια
  • του Κώστα Μποτόπουλου*

Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία εισήλθε σε νέα φάση -αντεπίθεση ουκρανικών δυνάμεων, πιθανή εγκατάλειψη σχεδίου συνολικής κατάληψης από τους εισβολείς, εξίσου πιθανή αναδίπλωση ρωσικών δυνάμεων πριν από νέα επίθεση, εντατικοποίηση διπλωματικών και παραπλανητικών κινήσεων-, η «μάχη της οικονομίας» αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία. Διακυβεύονται, και από τις δυο πλευρές -τη Δύση που επιβάλλει μέτρα και κυρώσεις και τη Ρωσία που προμηθεύει τη Δύση, και κυρίως την Ευρώπη, με φυσικό αέριο και πετρέλαιο- τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα συμφέροντα: η οικονομική πίεση στον «αντίπαλο» είναι ικανή να επηρεάσει και το χρόνο, ίσως ακόμα και την έκβαση, της επί του πεδίο σύγκρουσης, καθώς και τη διαμόρφωση των ισορροπιών μετά το τέλος που όλοι περιμένουμε.

Η σημασία της «μάχης της οικονομίας» εξηγεί και γιατί τα μέτρα που εκατέρωθεν λαμβάνονται είναι όλο και πιο αντισυμβατικά. Από πλευράς Δύσης, συμφωνία-μαμούθ μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών για άμεση παροχή υγροποιημένου αερίου από τις δεύτερες στις χώρες της πρώτης και συγχρόνως πρωτοφανής αποδέσμευση -η τέταρτη στην ιστορία, αλλά μακράν η μεγαλύτερη και με προοπτική να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο- πετρελαϊκών αποθεμάτων εκ μέρους της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (εκπροσωπεί 31 βιομηχανικά κράτη, πλην Ρωσίας), ώστε να μειωθεί η τιμή του πετρελαίου και να αποκλιμακωθεί ο σχετιζόμενος με αυτήν πληθωρισμός. Και από πλευράς Ρωσίας, μονομερείς κινήσεις για «ενεργειακό στρίμωγμα» της Δύσης, με αποκορύφωμα την απαίτηση να πληρώνονται οι σχετικές προμήθειες από τα «μη φιλικά κράτη» σε ρούβλια.

Πριν από δέκα μέρες, το ρωσικό καθεστώς, δηλαδή ο Πούτιν, αποφάσισε να "ζητήσει" κάτι που όχι μόνο δεν προβλέπεται, αλλά απαγορεύεται στις συμβάσεις που έχει υπογράψει η Ρωσία με χώρες της Ευρώπης για την παροχή φυσικού αερίου: η πληρωμή έχει συμφωνηθεί σε ευρώ ή σε δολάρια, χωρίς δυνατότητα μονομερούς αλλαγής, και κανένα διεθνές δικαστήριο δεν θα δικαίωνε τη Ρωσία (αν γινόταν προσφυγή, η διαφορά θα λυνόταν από το διεθνές διαιτητικό δικαστήριο στη Στοκχόλμη). Βέβαια η Ρωσία και ο Πούτιν ουδόλως ενδιαφέρονται για διεθνή δικαστήρια, σε αρκετά από τα οποία έχουν ήδη καταστεί υπόλογοι, μόνο σκοπό έχουν πιέσουν έως εκβιασμού τις "εχθρικές" χώρες.

Όμως, ενώ η υποχρέωση πληρωμής σε ρούβλια επιχειρεί να στηρίξει το εθνικό νόμισμα και να δώσει μιαν "απάντηση" στις κυρώσεις («θέλετε μέτρα, πληρώστε σε ρούβλια»), ως κίνηση ενέχει και χαρακτηριστικά αυτοχειρίας: αναγκάζει τους "πελάτες" αερίου να στραφούν το συντομότερο δυνατό αλλού, βάζει τα θεμέλια για το τέλος της Ρωσίας ως «ενεργειακής υπερδύναμης» και στερεί την ρωσική οικονομία από "σκληρό" νόμισμα, που τόσο έχει ανάγκη στο εσωτερικό της.

Από τη ρωσική οικονομία δεν λείπουν επιπλέον εκατομμύρια υποτιμημένα ρούβλια, αλλά χρήματα ικανά να στηρίξουν τις τράπεζες και τα νοικοκυριά. Κι είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν επιβιώσουν στην περίπτωση που ο Πούτιν, όπως απειλεί κι όπως είναι ικανός να κάνει, κλείσει τη στρόφιγγα του αερίου στην Ευρώπη και στερηθεί τα 750 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα που του προσφέρουν οι ως σήμερα ισχύουσες συμφωνίες με τη Gazprom, δηλαδή με τον ίδιον και τα φιλαράκια του.

Από 1ης Απριλίου ο Πούτιν πέρασε, παρ’ όλα αυτά -ή ακριβώς λόγω όλων αυτών- από την απειλή στην πράξη. Υπέγραψε το σχετικό διάταγμα και το συμπλήρωσε με τη δήλωση-τελεσίγραφο ότι πλέον τα 48 κατά τις ρωσικές Αρχές «μη φιλικά κράτη», «για να αγοράσουν φυσικό αέριο, θα πρέπει να ανοίξουν λογαριασμούς σε ρούβλια σε ρωσικές τράπεζες». Μέσα σε λίγα λεπτά από αυτή την ανακοίνωση, η τιμή του φυσικού αερίου στις διεθνείς αγορές ανέβηκε κατά 7% (για να πέσει σταδιακά). Με γνωστή ήδη, και επαναληφθείσα αμέσως μετά εκ μέρους Γερμανίας, Γαλλίας και σύσσωμου του G-7, άρνηση των δυτικών χωρών για τέτοια είδους πληρωμή, το φάσμα ενός κλεισίματος της στρόφιγγας εκ μέρους της Ρωσίας ή ενός ανοιχτού «οικονομικού πολέμου» μοιάζει να έρχεται πιο κοντά.

Αν ξύσουμε ωστόσο κάτω από την επιφάνεια, δηλαδή διαβάσουμε τα «μικρά γράμματα» της ρωσικής πρωτοβουλίας αλλά και τη θέσουμε στις ευρύτερες γεωπολιτικές διαστάσεις της, τα πράγματα αλλάζουν αρκετά. Με την επιφύλαξη ότι καμία νομική ή πολιτική ερμηνεία δεν μπορεί να θεωρηθεί «σίγουρη» απέναντι σε ένα καθεστώς που στηρίζεται στη μονομέρεια, την άρνηση του δικαίου, το ψέμα και την παραπλάνηση, δυο κρίσιμα στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη: το διάταγμα του Πούτιν προβλέπει άνοιγμα όχι ενός αλλά δυο λογαριασμών -ενός σε ξένο συνάλλαγμα και ενός σε ρούβλια- και όχι σε οποιαδήποτε τράπεζα αλλά στη Gazprombank.

Ο δεσμός ανάμεσα σε εταιρία που διαχειρίζεται μονοπωλιακά κρατικό πλούτο και που συγχρόνως είναι τράπεζα που χρηματοδοτούσε, ως χτες, το ευρωπαϊκό Champions League θα πρέπει ίσως, κάποια στιγμή, να μας απασχολήσει, αλλά αυτό που έχει εν προκειμένω σημασία είναι ότι η Gazprombank δεν υπόκειται στις δυτικές κυρώσεις, ακριβώς για να μην κοπεί η ενεργειακή τροφοδοσία.

Υπ’ αυτή την οπτική, ο μηχανισμός, και οι προθέσεις των Ρώσων, μεταβάλλονται: φαίνεται ότι οι «μη φιλικές χώρες» θα μπορούν να συνεχίσουν να πληρώνουν σε ξένο συνάλλαγμα, το οποίο στη συνέχεια θα μετατρέπεται αυτομάτως σε ρούβλια, μέσω της ρωσικής κεντρικής τράπεζας. Αν ισχύει αυτό, οι συναλλαγές προορίζονται να συνεχιστούν με μια ανεπαίσθητη διαφορά: οι Ρώσοι δεν λένε «είτε πληρώνεις σε ρούβλια, είτε σού κόβω την προμήθεια», αλλά «παίρνεις ενέργεια, πληρώνεις σε ευρώ και γνωρίζεις ότι αυτό θα μετατραπεί σε ρούβλια».

Οι μεν δεν χάνουν τα εκατομμύρια την ημέρα που διατηρούν -προσωρινά- την οικονομία τους ζωντανή, οι δε αποδέχονται -χωρίς φυσικά να το παραδέχονται δημόσια- ότι οι ήδη με πολλές «τρύπες» κυρώσεις τους (εξαίρεση για την ενέργεια, για αρκετές τράπεζες και για πολλά προϊόντα) αποδυναμώνονται κι άλλο, μέσω της «μετατροπής», που μοιάζει πολύ με «ξέπλυμα», ευρώ σε ρούβλια.

Το παιχνίδι -και ένας πόλεμος, σε αυτό το επίπεδο, είναι παίγνιο, σίγουρα όχι μηδενικού αθροίσματος- αλλάζει μορφή: η στόχευση είναι περισσότερο πολιτική, παρά οικονομική, κι ακόμα λιγότερο εμπορική. Η Ρωσία «δείχνει» -στον εαυτό της και στον κόσμο- ότι διατηρεί κάποιες ικμάδες «εθνικής κυριαρχίας» κι ότι μπορεί να εκμεταλλεύεται την ανάγκη, και τα κενά, του αντιπάλου της, η δε Δύση καμώνεται πως οι κυρώσεις της και οι αρχές της φέρνουν αποτέλεσμα χωρίς να κινδυνεύει η ίδια.

Ένας Έλληνας ειδικός -για όλα τα θέματα και σε όλα τα διεθνή fora υπάρχουν Έλληνες ειδικοί-, ο Νίκος Τσάφος του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (βλ. Guardian 31ης Μαρτίου 2022) κάνει λόγο «για διανοητική γυμναστική»: οι Ρώσοι «μπλοφάρουν», η Δύση «δεν τσιμπάει» -αλλά, θα πρόσθετα, και «δεν δαγκώνει».

Σε κάθε περίπτωση, τρία κρίσιμα μέτωπα μένουν ανοιχτά. Το πρώτο είναι το πιο επείγον: αφού κανείς και για τίποτα δεν μπορεί να εμπιστευτεί τη Ρωσία, κάθε χώρα, και η Ένωση συνολικά, θα πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την περίπτωση που, κόντρα στη λογική και τις προβλέψεις, η Ρωσία κλείσει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου -η χώρα μας, που ευτυχώς δεν έχει τεράστια εξάρτηση, ανακοίνωσε ήδη κάποιες «σκέψεις».

Τα δυο άλλα μέτωπα είναι πιο μακροπρόθεσμα αλλά και πιο δομικά. Αν η Δύση είναι αποφασισμένη να προστατέψει, και τελικά να επιβάλλει, τις αρχές της, πρέπει κάποια στιγμή να κλιμακώσει τις κυρώσεις σε βαθμό πραγματικού οικονομικού αποκλεισμού της Ρωσίας -κάτι που σήμερα δεν ισχύει, αλλά που, αν ισχύσει, θα έχει σοβαρές επιπτώσεις και επί της παγκόσμιας οικονομίας και επί της ίδιας της Δύσης. Επίσης, η αποδεδειγμένη χρήση από τη Ρωσία της ενεργειακής εξάρτησης, ιδίως εκ μέρους της Ευρώπης, ως εργαλείου πίεσης και εξουδετέρωσης των κυρώσεων, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει, μια ώρα αρχύτερα, σε θεμελιώδεις αλλαγές του ενεργειακού μίγματος και εν γένει της ενεργειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλαγές που δεν καλύπτονται ούτε από τη συμφωνία με τις ΗΠΑ -για το υγροποιημένο αέριο των οποίων, ακόμα και αν υποτεθεί ότι επαρκούσε, δεν υφίστανται οι κατάλληλες υποδομές- ούτε από άλλες άμεσα διαθέσιμες πηγές (με πρώτη τη Νορβηγία).

Η συμμετοχή των λαών της Ευρώπης, αν θέλουν η Δύση να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, στο πεδίο της μάχης αλλά και στο πεδίο των αξιών, συνίσταται στην αποδοχή ότι θα πρέπει να πληρώσουν ένα τίμημα. Το τίμημα αυτό θα είναι σίγουρα οικονομικό, πιθανότατα και με συνέπειες, ελπίζεται όχι μεγάλης διάρκειας, στην ποιότητα ζωής καλομαθημένων στην ευημερία λαών. Η Ιστορία διδάσκει ότι δεν μπορεί να υπάρξει νίκη της Δημοκρατίας χωρίς καμία θυσία -αλλά και ότι το αποτέλεσμα δικαιώνει τη θυσία. Πόσο μάλλον που, στην προκείμενη περίπτωση, δεν είναι θυσία αίματος, που έχει αφεθεί αποκλειστικά στους Ουκρανούς, αλλά θυσία στην τσέπη, στις συνήθειες, στην -όχι άδικη, αλλά πλέον ξεπερασμένη- αίσθηση υπεροχής.

 

* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ (www.botopoulos.gr).


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v