Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Βιάζονται όσοι μιλούν για το τέλος της παγκοσμιοποίησης

Οι τεκτονικές πλάκες κάτω από τις αγορές και την παγκόσμια οικονομία είναι σε κίνηση. Είναι όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι νέες τάσεις θεμελιώδης αλλαγή στο μοντέλο της παγκοσμιοποίησης που γνωρίζουμε;

Βιάζονται όσοι μιλούν για το τέλος της παγκοσμιοποίησης
  • του Adam Tooze*

Το θέμα αυτής της εβδομάδας είναι «το τέλος της παγκοσμιοποίησης όπως τη γνωρίζουμε». Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει ένα μείγμα επιχειρημάτων στους τομείς της γεωπολιτικής, των χρηματοοικονομικών και της οικονομίας, που θεωρεί ότι η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων των τελευταίων 30-40 χρόνων αλλάζει.

Το παλιό είναι το εξής: Η άνοδος της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του ελεύθερου εμπορίου, τα χαμηλά επιτόκια, ο χαμηλός πληθωρισμός και οι υψηλές αποτιμήσεις μετοχών, ειδικά στον κλάδο της τεχνολογίας.

Το νέο είναι το εξής: Λαϊκισμός, περιορισμοί στο εμπόριο, υψηλότερα επιτόκια και πληθωρισμός, με τις αποτιμήσεις των μετοχών να βρίσκονται υπό πίεση.

Είμαστε τελικά σε μια πραγματική φάση μετάβασης; Εδώ, ο Άνταμ Τουζ εκφράζει τον σκεπτικισμό του για την επικρατούσα άποψη, όπως ακούστηκε πρόσφατα στον ετήσιο χαιρετισμό που απηύθυνε στους μετόχους της BlackRock o Λάρι Φινκ. Οι Ρόμπερτ Άμστρονγκ και Ίθαν Γου υποστηρίζουν στο Chartbook ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρήσουμε ότι οι τεκτονικές πλάκες, που βρίσκονται κάτω από τις αγορές και την οικονομία, βρίσκονται σε κίνηση. Οι αλλαγές αυτές είναι ακόμα πολύ φρέσκες και ακόμα είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε πού θα μας οδηγήσουν, ωστόσο, το έδαφος κάτω από τα πόδια μας σίγουρα κουνιέται.

Άνταμ Τουζ: Η αποπαγκοσμιοποίηση μπορεί να είναι περισσότερο λόγια παρά ουσία

Η ετήσια επιστολή του Λάρι Φινκ στους μετόχους της BlackRock προκάλεσε ένα κύμα συζητήσεων γύρω από την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, το μέλλον της παγκοσμιοποίησης, τις εφοδιαστικές αλυσίδες, τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις που θα έχουν όλα αυτά στους επενδυτές. Σημεία των καιρών. Οι προηγούμενες επιστολές του Φινκ έγιναν γνωστές γιατί εστίαζαν σε ζητήματα κλιματικής κρίσης, καθώς και περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG).

Τώρα, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, ο Φινκ και ο διαχειριστής κεφαλαίων αισθάνονται υποχρεωμένοι να λάβουν υπόψη τους τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.

H επιστολή διαγιγνώσκει αυτό που αποκαλώ «πολυκρίση» στο βιβλίο μου “Shutdown” (δανειζόμενος τη φράση από τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ).

«Οι επιπτώσεις αυτού του πολέμου δεν θα περιοριστούν μόνο στην ανατολική Ευρώπη», σημειώνει ο Φινκ. «Επικάθονται πάνω σε μια πανδημία που έχει ήδη επιδράσει με συνταρακτικό τρόπο σε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές τάσεις. Οι συνέπειες θα γίνονται αισθητές για δεκαετίες και με τρόπους που ακόμα δεν μπορούμε να προβλέψουμε».

Σύμφωνα με τον Φινκ, η επιθετικότητα του Πούτιν θέτει εν αμφιβόλω το ιστορικό πλαίσιο πάνω στο οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη ολόκληρης της εταιρείας του:

«Στις αρχές της δεκαετίας του '90, η παγκόσμια κοινότητα εξήλθε από την ψυχροπολεμική περίοδο και η Ρωσία έγινε δεκτή στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποκτώντας πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές… Ο πλανήτης επωφελήθηκε από το παγκόσμιο "μέρισμα ειρήνης" και από την επέκταση της παγκοσμιοποίησης. Επρόκειτο για ισχυρές τάσεις, οι οποίες επιτάχυναν το διεθνές εμπόριο, διεύρυναν τις παγκόσμιες αγορές, αύξησαν την οικονομική ανάπτυξη και συνέβαλαν στη δραματική μείωση της φτώχειας σε πολλά κράτη ανά τον κόσμο.

Περίπου εκείνη την εποχή, πριν δηλαδή 34 χρόνια, ξεκινήσαμε να χτίζουμε την BlackRock. Αναγνωρίσαμε πως η άνοδος της παγκοσμιοποίησης και η ανάπτυξη των αγορών θα πυροδοτούσε την ανάγκη για μια διαχείριση κεφαλαίων που θα καθοδηγείται από την τεχνολογία, κάτι που πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να προσφέρουμε στους πελάτες μας».

H BlackRock έκανε μια πρώτη δημόσια προσφορά το 1999, λίγους μήνες μετά τη ρωσική οικονομική κρίση του 1998, η οποία βοήθησε τον Πούτιν να αναρριχηθεί στην εξουσία.

Σήμερα, ο Φινκ δηλώνει ότι η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία «έβαλε τέλος στην παγκοσμιοποίηση, όπως τη ζήσαμε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ηδη, λόγω της πανδημίας, oι δεσμοί μεταξύ εθνών, εταιρειών, ακόμα και ανθρώπων, έχουν επιδεινωθεί, έπειτα από δύο χρόνια πανδημίας. Πολλές κοινότητες και άνθρωποι απομονώθηκαν και έγιναν πιο εσωστρεφείς. Πιστεύω ότι αυτό ενίσχυσε την πόλωση και τις ακραίες συμπεριφορές που βλέπουμε σήμερα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της κοινωνίας».

Ο Φινκ είναι υπέρμαχος της άποψης ότι οι επενδυτές θα παίξουν βασικό ρόλο στην αντιμετώπιση αυτών των απειλητικών τάσεων, μέσα από τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση ζητημάτων περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης. Απέναντι όμως στην επιθετικότητα του Πούτιν, συνηγορεί υπέρ μιας ακόμα πιο ριζοσπαστικής κίνησης: μιας συνειδητής και καλά ενορχηστρωμένης απεργίας του διεθνούς κεφαλαίου.

«Η εισβολή λειτούργησε καταλυτικά ώστε κυβερνήσεις και κράτη να συνεργαστούν και να διακόψουν από κοινού τις οικονομικές και επιχειρηματικές τους σχέσεις με τη Ρωσία», υποστηρίζει ο Φινκ. «Ενωμένοι γύρω από την ακλόνητη δέσμευσήη τους να υποστηρίξουν τον λαό της Ουκρανίας, εξαπέλυσαν έναν “οικονομικό πόλεμο” εναντίον της Ρωσίας… Αυτές οι κινήσεις του ιδιωτικού τομέα απέδειξαν τη δύναμη που έχουν οι αγορές: τον τρόπο με τον οποίο οι αγορές μπορούν να προσφέρουν κεφάλαια σε όσους/ες λειτουργούν εποικοδομητικά εντός του συστήματος και πόσο γρήγορα μπορούν να αποσύρουν αυτή την υποστήριξη σε όσους/ες λειτουργούν εκτός του συστήματος… Αυτός ο “οικονομικός πόλεμος” απέδειξε πόσα πολλά πράγματα μπορούμε να καταφέρουμε, όταν οι εταιρείες, με την υποστήριξη των μετόχων τους, συνεργάζονται ενάντια στη βία και την επιθετικότητα».

Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό κάλεσμα σε αγώνα, ωστόσο ο Φινκ δεν χρονοτριβεί αναμασώντας πόσο σπουδαία είναι η ευθύνη που προκύπτει απ’ όλα αυτά. Έτσι κι αλλιώς, αν καλείς σε οικονομικό πόλεμο ενάντια στο καθεστώς του Πούτιν, γιατί να σταματήσεις εκεί;

Ωστόσο, ο Φινκ μάς οδηγεί πίσω σε γνωστότερα και λιγότερο ανατρεπτικά μονοπάτια:

«Η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία και η επακόλουθη αποσύνδεσή της από την παγκόσμια οικονομία, θα οδηγήσει πολλές εταιρείες και κυβερνήσεις παγκοσμίως στην επαναξιολόγηση των εξαρτήσεών τους και τον ανασχεδιασμό του αποτυπώματος των αλυσίδων παραγωγής και της συναρμολόγησής τους. Ο κορωνοϊός είχε ήδη σπρώξει αρκετούς/ές προς αυτή την κατεύθυνση. Και παρόλο που η εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια είναι στο επίκεντρο της συζήτησης, οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις θα ξεκινήσουν να εξετάζουν πιο συνολικά τις εξαρτήσεις τους από άλλα κράτη».

Δεν μαθαίνουμε ποτέ ποια είναι αυτά τα «άλλα κράτη» που έχει ο Φινκ στο μυαλό του. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι «το Μεξικό, η Βραζιλία και οι ΗΠΑ ή οι κόμβοι παραγωγής στη νοτιοανατολική Ασία», που θεωρητικά αποτελούν ασφαλή στοιχήματα, ενδέχεται να επωφεληθούν από τη μετεγκατάσταση παραγωγικών μονάδων.

«Αναπόφευκτα, αυτή η αποσύνδεση θα δημιουργήσει δυσκολίες στις εταιρείες, όπως μεγαλύτερο κόστος και μικρότερα περιθώρια κέρδους», προβλέπει ο Φινκ. Κάτι που θα έχει «εγγενώς» πληθωριστικές πιέσεις.

Όπως σημειώνει ο Φινκ, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ βρίσκεται σε πρωτοφανή επίπεδα τα τελευταία 40 χρόνια, δημιουργώντας τεράστιες πιέσεις ιδιαίτερα στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους και εργαζόμενες. Ως συνέπεια, οι εθνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν ένα «δίλημμα που είχαν να αντιμετωπίσουν εδώ και δεκαετίες. Πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στον πιο υψηλό πληθωρισμό ή στην επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και της εργασίας, που θα μειώσει γρήγορα τον πληθωρισμό».

Στο Chartbook, ο Ρόμπερτ Άρμστρονγκ και ο Ίθαν Γου πιάνουν το νήμα από εκεί που το άφησε ο Φινκ. Προσφέρουν μια ισχυρή σύνοψη των δυνάμεων που υπόσχονται ότι θα βάλουν τέλος στην παγκοσμιοποίηση όπως τη γνωρίζουμε και που θα επιταχύνουν τις πληθωριστικές πιέσεις.

Όμως, όταν αντιπαρέθεσα την καλά τεκμηριωμένη ανάλυση του Unhedged με τις προσπάθειες εντυπωσιασμού του Φινκ, άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως αυτό που έχει σημασία δεν είναι τελικά όσα ο Φινκ αφήνει απροσδιόριστα. Τι θα προέκυπτε αν διαβάζαμε την επιστολή της BlackRock, όχι τόσο ως μια ανάλυση αλλά ως μια άσκηση εταιρικής διπλωματίας, της οποίας οι υπεκφυγές σηματοδοτούν το αντίθετο από ό,τι δείχνουν οι τίτλοι της;

Μπορούμε να πιστέψουμε πραγματικά ότι η BlackRock παραιτείται της παγκοσμιοποίησης όπως την ξέρουμε; Ούτως ή άλλως, ο Πούτιν, με την κραυγαλέα επιθετικότητα του και τα ξεσπάσματα θυμού του, προσφέρει ένα πολύ βολικό «καρότο», με το οποίο μπορείς να καλλιεργήσεις το αφήγημα για την κρίση της παγκοσμιοποίησης.

Οι πράξεις της Ρωσίας μπορεί να είναι εξοργιστικές. Η οικονομική τους βαρύτητα όμως είναι περιορισμένη. Όπως υπενθυμιζει ο Φινκ περιχαρής στους μετόχους της, η BlackRock έχει επενδύσει ελάχιστα χρήματα εκεί. Κοιτώντας τα πράγματα μέσα από ένα παγκόσμιο πρίσμα, πόσα πραγματικά διακυβεύονται από έναν οικονομικό πόλεμο εναντίον της Ρωσίας;

Την ίδια ώρα, η ενασχόλησή του με τον Πούτιν βγάζει τον Φινκ από τη δύσκολη θέση να πρέπει να μιλήσει για το πραγματικό ρήγμα στην παγκόσμια οικονομία: το ρήγμα μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ. Μάλιστα, αν σε ενδιαφέρει να διατηρήσεις τις δραστηριότητες σου στην Κίνα, όπως σίγουρα θέλει να κάνει η BlackRock, όσο λιγότερα πράγματα λες για τον συγκεκριμένο ανταγωνισμό, τόσο το καλύτερο.

Στη συζήτηση για τις εφοδιαστικές αλυσίδες, πόσο πολύ μας αφορά ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία; Οι οικονομικές ροές τις οποίες απειλεί η συγκεκριμένη πολεμική σύρραξη είναι σε προϊόντα (σιτάρι, καλαμπόκι, κ.λπ.) και ενέργεια. Όσον αφορά τις εφοδιαστικές αλυσίδες, η πιο δραματική αναστάτωση που ενδέχεται να προκληθεί είναι στα εξαρτήματα καλωδίων που παράγονται σε εργοστάσια στην Ουκρανία και εξάγονται στις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες BMW και Mercedes. Δεν πρόκειται για προϊόντα άνευ αξίας, ωστόσο δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν για κανένα λόγο τον σηματοδότη μιας νέας εποχής στην οικονομική ιστορία.

Όπως σημειώνουν οι Άρμστρονγκ και Γου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια απειλή σε μια πραγματικά ουσιαστική εφοδιαστική αλυσίδα, εκείνη των μικροηλεκτρονικών συστημάτων. Η πρόκληση δεν έρχεται από τη Ρωσία, αλλά από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία αποφάσισε να μετατρέψει τον τεχνολογικό κλάδο σε πεδίο μάχης με την Κίνα. Όπως και η ανταγωνίστριά τους, η Vanguard, έτσι και η BlackRock εξαναγκάστηκε λόγω των αμερικανικών κυρώσεων να αποχωριστεί ορισμένα πολύτιμα στοιχεία του ενεργητικού της.

Ένα σημαντικό κομμάτι του επιχειρηματικού λόμπι στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τους Άρμστρονγκ και Γου, έχει στραφεί εναντίον της Κίνας. Δεν μπορεί όμως να ειπωθεί το ίδιο για την BlackRock και κάθε άλλο μεγάλο παίκτη στον αμερικανικό χρηματοπιστωτικό τομέα. Ο Τζορτζ Σόρος μπορεί να επιμένει ότι η BlackRock κάνει ένα στρατηγικό λάθος επιλέγοντας να συνεχίσει να επενδύει στην Κίνα, ωστόσο η εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων δεν δείχνει κανένα σημάδι υποχώρησης. Ενδέχεται λοιπόν, η συζήτηση για το τέλος της παγκοσμιοποίησης να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια παραπλάνησης.

Η ανάλυση στο Unhedged καταλήγει σε έναν συναρπαστικό διάλογο με τον Λάρι Σάμερς (που υποστηρίζει τόσο το Unhedged όσο και το Chartbook εδώ και καιρό).

Όπως σχολιάζει ο Σάμερς στους Άρμστρονγκ και Γου, ανεξάρτητα από το πόσο ευφυής ή κουτή είναι η (πεσιμιστική) εικόνα τους για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης και του πληθωρισμού, δεν φαίνεται να τη συμμερίζεται κανένας από τους μεγάλους παίκτες των αγορών:

«Οι τωρινές τιμές υποδηλώνουν σαφώς ότι η πρόσφατη εκτίναξη του πληθωρισμού και των επιτοκίων θα υποχωρήσουν σύντομα και ο παλιός κόσμος της “μακροχρόνιας στασιμότητας” θα επαναβεβαιώσει την κυριαρχία του. Αυτό γίνεται πιο ορατό στην καμπύλη των Fed Funds futures, η οποία δείχνει πως κάποια στιγμή εντός της επόμενης χρονιάς, οι αυξήσεις των επιτοκίων θα σταματήσουν λίγο κάτω από το 3% και η όποια οικονομική πολιτική θα εξασθενήσει από εκείνο το σημείο και έπειτα».

H ΒlackRock συμμερίζεται αυτή την οπτική στις πιο πρόσφατες προβλέψεις της για το 2ο τρίμηνο του 2022. Πρόκειται για μια περίεργη μορφή γνωστικής ασυμφωνίας: να μιλάς δηλαδή ως εάν αναγνωρίζεις τις δυσκολίες αλλά να μην προχωράς σε μια πιο ακριβή αποτίμησή τους. Ενδεχομένως, ενώ εύχεσαι παράλληλα, τελικά, να μην γίνουν πραγματικότητα.

Πιστεύω ότι κάτι αντίστοιχο ισχύει πιο γενικά και για την παγκοσμιοποίηση. Γίνεται πολύς λόγος για τον επαναπατρισμό και την ανακατασκευή των εφοδιαστικών αλυσίδων, αλλά στο τέλος υπάρχει πολύ λιγότερη ουσιαστική δράση. Η Apple, για να χρησιμοποιήσουμε το πιο χτυπητό παράδειγμα, στην πράξη ενίσχυσε την εξάρτησή της από την Κίνα τη χρονιά που μας πέρασε.

Τουλάχιστον για την ώρα, οι βιαστικές κουβέντες για το τέλος της παγκοσμιοποίησης όπως τη γνωρίζουμε, εξαιτίας της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, πρέπει να αντιμετωπίζονται με περίσκεψη.

Φανταστείτε τον Φινκ υπέρμαχο ενός οικονομικού πολέμου εναντίον της Κίνας! Όταν κάτι τέτοιο δεν θα φαντάζει πλέον διαστημικό, τότε θα ξέρουμε ότι βρισκόμαστε πράγματι σε ένα νέο κόσμο.

 

* Ο Adam Tooze διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης και είναι διευθυντής του European Institute.

 

** Στις 8 Απριλίου θα βρεθεί στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ως καλεσμένος του Eteron -Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή- και θα συζητήσει με τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη, Διευθυντή του Ινστιτούτου, σχετικά με την αναζήτηση ενός νέου παραδείγματος οικονομικής δικαιοσύνης σε ταραχώδεις καιρούς.

Το κείμενο αυτό είναι ένας διάλογος ανάμεσα στη στήλη Unhedged των Robert Armstrong και Ethan Wu στους FT και του Newsletter Chartbook του Adam Tooze.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v