Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιατί το «φάρμακο» των υψηλότερων επιτοκίων απειλεί να σκοτώσει τις οικονομίες

Η εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών οδηγεί τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ανεβαίνει ο πληθωρισμός, αυξάνουμε τα επιτόκια. Ωστόσο, αυτή η φορά μπορεί να είναι διαφορετική, εφόσον το πρόβλημα αφορά την προσφορά και όχι τη ζήτηση. Αν είναι έτσι, η αύξηση των επιτοκίων θα αποδειχτεί καταστροφική.

Γιατί το «φάρμακο» των υψηλότερων επιτοκίων απειλεί να σκοτώσει τις οικονομίες

Διάχυτη είναι η αίσθηση σε οικονομικούς κύκλους του εξωτερικού, ιδίως στις ΗΠΑ, ότι ο πληθωρισμός και η ακρίβεια οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο «τύπωμα» χρήματος που μεσολάβησε προκειμένου να αντιμετωπιστούν διεθνώς οι συνέπειες από την πανδημία και τα λοκντάουν, χωρίς να παραγνωρίζονται βεβαίως η διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες και οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.

Έτσι, η λύση στο πρόβλημα εστιάζει, όπως αναμενόταν, περισσότερο στην κατανάλωση. Η προσέγγιση αυτή είναι παραδοσιακά ισχυρή στις κεντρικές τράπεζες των σύγχρονων κοινωνιών, που έχουν συνηθίσει να ελέγχουν τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου ρεγουλάροντας τη ζήτηση, μέσω και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, με βασικότερο εργαλείο τις αυξομειώσεις των επιτοκίων.

Με αυτή τη λογική εμφανίζεται αυτή την περίοδο ως επιβεβλημένη η αύξηση των επιτοκίων, προκειμένου να τιθασευτεί ο πληθωρισμός, παρά τις προφανείς δυσμενείς συνέπειες που ήδη παρατηρούμε στις αγορές μετοχών και ομολόγων, αλλά και τις βιοποριστικές αδυναμίες που προκαλεί η ακρίβεια σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού.

Ο κίνδυνος βέβαια είναι προφανής και καθόλου ασήμαντος: Αν το φάρμακο δεν είναι το σωστό, οι οικονομίες κινδυνεύουν να διολισθήσουν σε ύφεση ή σε στασιμοπληθωρισμό, διογκώνοντας το πρόβλημα για τους πολίτες, ιδίως εκείνους που θα έρθουν αντιμέτωποι με το κόστος των υψηλότερων επιτοκίων και τη σύσφιξη της αγοράς εργασίας. Κι αυτό ενδέχεται να έχει σοβαρότατες συνέπειες όχι μόνο στην περαιτέρω ανάδειξη ακραίων λαϊκιστικών κινημάτων στις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά και στην εκδήλωση σημαντικών ταραχών στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι οικονομολόγοι, που αποστασιοποιούνται από την κλασική θεώρηση, τονίζοντας ότι οι πηγές της ακρίβειας και του πληθωρισμού δείχνουν ότι πρόκειται περισσότερο για πρόβλημα που προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς και όχι για υπερβολική εκτόξευση της ζήτησης, συγκρινόμενης με την προ πανδημίας περίοδο.

Για την ακρίβεια, εκτιμούν ότι η άνοδος στις τιμές της ενέργειας αλλά και στις τιμές διαφόρων πρώτων υλών και των τροφίμων, που στην πράξη οδηγούν την κούρσα του πληθωρισμού, οφείλεται σε διαταραχές της προσφοράς, είτε αυτό αφορά την ίδια την παραγωγή, είτε την αλυσίδα εφοδιασμού, είτε τις πολεμικές κυρώσεις, άρα πρέπει να αντιμετωπιστεί με παραγωγικές επενδύσεις (που ενθαρρύνονται από τα χαμηλά επιτόκια) σε κρίσιμους τομείς (με επιπλέον κίνητρα) και όχι με προσπάθειες περιορισμού της ρευστότητας, μέσω της αύξησης στο κόστος χρήματος.

Κάποια σημάδια δείχνουν ότι αυτή η άποψη, που υποστηρίζεται πλέον και από τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς, μπορεί να αποδειχθεί ορθότερη. Στην ενέργεια για παράδειγμα, είναι γεγονός ότι η στροφή προς την «πράσινη ενέργεια» αποθάρρυνε τις νέες επενδύσεις σε παραδοσιακά καύσιμα, τόσο στο πετρέλαιο όσο και στο φυσικό αέριο. Στα τρόφιμα, οι ειδικοί προειδοποιούσαν εδώ και καιρό ότι μπορεί η ζήτηση να αρχίσει να υπερφαλαγγίζει την προσφορά, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα μέτρα κατά της Ρωσίας (όπως και στην ενέργεια), επιδείνωσαν σημαντικά το πρόβλημα.

Στο πλαίσιο αυτό, έχει ιδιαίτερη σημασία άρθρο στον Guardian, σύμφωνα με το οποίο, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος «συστημικής κρίσης» στα τρόφιμα, ανάλογης της κρίσης που αντιμετώπισε το 2008 το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, με συνέπειες πολύ σφοδρότερες για τη ζωή στον πλανήτη, λόγω της κυριαρχίας συγκεκριμένων προμηθευτών σε όλο το κύκλωμα παραγωγής βασικών τροφίμων.

Σε κάθε περίπτωση, εφόσον το βαθύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι οικονομίες αφορά την προσφορά, η έκρυθμη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στο διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό μπορεί να αποκτήσει στρατηγικές συνέπειες, πέρα από τον χώρο των τροφίμων και της ενέργειας.

Διότι μπορεί η Δύση να έχει σχεδόν πλήρη έλεγχο στον χρηματοοικονομικό τομέα, βρίσκεται όμως πλέον σε αντιπαλότητα τόσο με τη Ρωσία (τον μεγαλύτερο παραγωγό πρώτων υλών στον κόσμο), υπογείως και με την Κίνα (την παραγωγική ατμομηχανή του κόσμου σε πολύ μεγάλη γκάμα αγαθών), ενώ οι άλλες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη, όπως η Ινδία και η Βραζιλία, δείχνουν να έχουν πιάσει «κερκίδες», παρακολουθώντας πώς θα εξελιχθεί το παιχνίδι.

Eν ολίγοις, η μακροχρόνια στροφή των δυτικών οικονομιών προς τις υπηρεσίες και την τεχνολογία, καθώς ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μεταφερόταν σε χώρες χαμηλότερου κόστους, μπορεί να εξελιχθεί σε αχίλλειο πτέρνα και πηγή μεγάλων δεινών στο νέο κόσμο στον οποίο ζούμε, μετά την πανδημία και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Εμμέσως πλην σαφώς, αυτό το αδύνατο σημείο έχει διαπιστωθεί τόσο στις ΗΠΑ όσο, μέχρι ενός βαθμού, και στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο χρόνος ο οποίος απαιτείται για να γίνουν πράξη τα όποια φιλόδοξα επενδυτικά σχέδια, όπως π.χ. το REPowerEU της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα έχουμε μπροστά μας ένα σοβαρό χρονικό κενό μεταξύ επιτακτικών αναγκών και ρεαλιστικών λύσεων.

Ο χρόνος θα δείξει, αν αυτή η οπτική είναι ορθότερη των παραδοσιακών κινήσεων ελέγχου της ακρίβειας και του πληθωρισμού με μέτρα που εστιάζουν στη ζήτηση. Αν αποδειχθεί όμως ορθή, τότε το φάρμακο της αύξησης επιτοκίων, που αναμένεται να υιοθετήσει σύντομα και η ΕΚΤ ακολουθώντας τη FED, όπως συνήθως πράττει, ενδέχεται να αποδειχθεί έως και θανατηφόρο για τις οικονομίες, ενδεχομένως και για τη σταθερότητα της πολιτικής διακυβέρνησης.

Iδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αντίθετα με τις ΗΠΑ (τη δεύτερη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά με απόσταση από τη Ρωσία), δεν έχει ούτε μία χώρα στην πρώτη δεκάδα των κρατών με τις πλουσιότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v