Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το πρόβλημα που δεν λύνουν investment grade και Ταμείο Ανάκαμψης

Σε μια χώρα που έχει ήδη έλλειμμα ανθρώπινου κεφαλαίου, και αυτό αναμένεται να ενταθεί, μία είναι η λύση για να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμη ευημερία. Γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.

Το πρόβλημα που δεν λύνουν investment grade και Ταμείο Ανάκαμψης

Το ότι δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ξεπέρασαν για τα καλά πλέον τα 600 δισ. ευρώ, ήτοι τα 60.000 ευρώ ανά Νεοέλληνα, όταν το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα είναι τρεις φορές χαμηλότερο, δεν φαίνεται να απασχολεί πολύ πολίτες και πολιτικούς αυτής της χώρας. Το ίδιο ισχύει και με την προοπτική η Ελλάδα του 2050 να είναι με κάτω από 10 εκατομμύρια κατοίκους, μέσης ηλικίας, όχι πολύ μακριά από τα 50 χρόνια.

Κανείς δεν ανησυχεί επίσης, πλην αρκετών επιχειρήσεων, για το κραυγαλέο πλέον έλλειμμα ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο καλύπτει το σύνολο της κοινωνικής πυραμίδας. Με άλλα λόγια, η χώρα χρειάζεται χαμηλής, μεσαίας και υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο δεν υπάρχει.

Σίγουρα δε το έλλειμμα αυτό δεν το καλύπτουν σε καμιά περίπτωση τα κύματα μουσουλμάνων και ισλαμιστών που μετακινούνται από χώρες οι οποίες κατέχουν πρωτεία βίας, διαφθοράς, μίσους, φανατισμού και απεριόριστης… βλακείας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα, παρά τις επενδυτικές βαθμίδες και τα Ταμεία Ανάκαμψης, χωρίς το απαραίτητο ανθρώπινο κεφάλαιο σε συγκεκριμένους τομείς και ιδιαίτερα σε αυτούς της έρευνας και ανάπτυξης, όσο χρήμα και αν δεχτεί, θα πάει χαμένο από παραγωγικής πλευράς.

Μέσα σε αυτό το όχι ιδιαίτερα συναρπαστικό περιβάλλον, δύο έγκριτοι Έλληνες οικονομολόγοι, οι Δημήτρης και Χρήστος Ιωάννου, σε τελευταία άρθρα τους, επισημαίνουν το σημαντικό αυτό πρόβλημα και γράφουν:

«Στην τρέχουσα και στις επόμενες δεκαετίες, η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα είναι η οικονομική ανάπτυξή της σε συνθήκες μείωσης του πληθυσμού, εφόσον η δημογραφική κάμψη και η συνεπαγόμενη γήρανση είναι δεδομένα που υπάρχουν και δεν μπορούν να αντιστραφούν μεσοπρόθεσμα. Όταν όμως έχεις έναν πληθυσμό που μειώνεται αλλά και που, ταυτόχρονα, ένα όλο και μικρότερο ποσοστό του εργάζεται, εάν ταυτοχρόνως έχεις ως στόχο την ανάπτυξη, υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να το πετύχεις: οι όλο και πιο λίγοι που εργάζονται να γίνονται όλο και πιο παραγωγικοί και η αύξηση της παραγωγικότητάς τους να αντισταθμίζει και να υπερκεράζει την τάση για μείωση της παραγωγής, που προκύπτει από τη μείωση του αριθμού τους. Τέτοια, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι η κατεύθυνση που ακολουθεί η Ελλάδα. Πλην όμως, όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό αλλά και η πορεία της, επί του παρόντος, είναι ακριβώς αντίστροφη.

Ο πιο ασφαλής, ίσως, δείκτης για τη δυνητική και πραγματική παραγωγικότητα μίας οικονομίας είναι το ποσοστό των εργαζομένων "υψηλής ειδίκευσης", δηλαδή μεγάλης παραγωγικότητας».

Στο επίπεδο αυτό όμως, στην ΕΕ, η θέση της Ελλάδας είναι χαμηλή, γεγονός που έχει και άλλες παρενέργειες. Τόσο κοινωνικού όσο και πολιτιστικού περιεχομένου.

Πιο αναλυτικά, στη δεκαετία 2012-2021, η Ελλάδα αύξησε μόλις κατά μία ποσοστιαία μονάδα το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης υψηλής ειδίκευσης / υψηλών δεξιοτήτων (από 31% σε 32%) και κατά 0,67 χιλ. ευρώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2010. Κατέχει έτσι την (τελευταία) 27η και την (τρίτη από το τέλος) 25η θέση στις σχετικές κατατάξεις μεταξύ των χωρών της EE. Η δε ελάχιστη βελτίωσή της είναι προϊόν της διετίας 2020-2021.

Αντιθέτως, η Πορτογαλία, η οποία όταν εντάχθηκε στην Ένωση ήταν πιο κάτω από τη χώρα μας, την ίδια περίοδο, αύξησε το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης υψηλής ειδίκευσης και υψηλών δεξιοτήτων από 31% σε 43% ενώ, παράλληλα, αύξησε και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 12%. Η Ρουμανία, που βρισκόταν στον χαμηλότερο συνδυασμό των δύο μεγεθών το έτος 2012ν αύξησε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το μερίδιο των θέσεων υψηλών ειδικοτήτων και κατά 40,2% το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η Βουλγαρία επίσης αύξησε το ποσοστό των θέσεων υψηλών ειδικοτήτων κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 28,9%.

Καταλαμβάνει τη 12η και 10η θέση στις σχετικές κατατάξεις. Η Ιταλία αύξησε κατά μία ποσοστιαία μονάδα το μερίδιο των θέσεων υψηλών ειδικοτήτων και κατά 2,1% το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ευρισκόμενη ωστόσο σε υψηλότερη θέση από την Ελλάδα.

Πιο γενικά, το 2012, το ποσοστό των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης στις χώρες της EE ήταν 39% και της ευρωζώνης 40%. Η Ελλάδα, με το 31%, είχε μία απόκλιση από τον μέσο όρο 8 και 9 μονάδων αντιστοίχως. Το 2021, το ίδιο ποσοστό είχε αυξηθεί σε 42% για την EE και 43% για την ευρωζώνη. Η Ελλάδα, με 32%, είχε πλέον μία απόσταση 10 και 11 μονάδων αντιστοίχως. Το χάσμα με την υπόλοιπη EE αντί να μειωθεί, μεγάλωσε.

Μήπως τα παραπάνω στοιχεία θα έπρεπε να προβληματίσουν την κυβέρνηση πολύ περισσότερο από τετριμμένες οικονομικές θεωρήσεις;

Ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να αποφύγει η Ελλάδα την απόκλιση προς τις χαμηλότερες θέσεις παραγωγής, εισοδήματος και απασχόλησης στην EE, και για να είναι ρεαλιστικές οι επιδιώξεις και οι προσδοκίες μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες δημογραφικής γήρανσης, φθίνοντος πληθυσμού και μειούμενου εργατικού δυναμικού, είναι με τη ραγδαία αύξηση του μεριδίου των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών στο ΑΕΠ και ειδικότερα εκείνης της υποκατηγορίας τους που έχουμε ορίσει ως "αγαθά Baumol". Δηλαδή τα αγαθά που η προστιθέμενη αξία τους δημιουργείται από τη συνεχή ενσωμάτωση στην παραγωγική τους διαδικασία γνώσεων που προκύπτουν από την τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο», γράφουν οι Δημήτρης και Χρήστος Ιωάννου και κάποιοι επαΐοντες θα έπρεπε να τους ακούσουν με προσοχή.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v