Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Αν και κινήσεις σε αυτήν την κατεύθυνση, προφανώς, ήδη υπάρχουν, κυρίως από την πλευρά των ΗΠΑ, στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, ακόμη, ουδείς κάθεται.
Νομοτελειακά, όμως, αυτή η στιγμή θα έρθει και η επόμενη ημέρα για την Ουκρανία θα απαιτήσει, μεταξύ πολλών άλλων και την παρουσία ειρηνευτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, με τη μορφή της περίφημης “Συμμαχίας των Προθύμων”, για τη δημιουργία της οποίας πρωτοστατούν, αφενός ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, αφετέρου ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμμ. Μακρόν.
Αν και οι ειρηνευτικές δυνάμεις για τις οποίες έκανε λόγο ο φίλτατος Στάρμερ αφορούν ένα εκστρατευτικό σώμα της τάξης των 20 έως 30 χιλιάδων ανδρών από τις 30 και πλέον χώρες που εξέφρασαν ενδιαφέρον συμμετοχής, ο αμερικανικός παράγοντας, άτυποι εκφραστές του οποίου ήσαν παρόντες στο πρόσφατο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, υποστηρίζει ότι θα απαιτηθούν για το συγκεκριμένο εγχείρημα ακόμη και 2 ή 3 μεραρχίες, ώστε η προσπάθεια να θεωρηθεί “σοβαρή” εκ μέρους της Ευρώπης και να προσελκύσει, ενδεχομένως, και τη συμμετοχή των ΗΠΑ.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η γείτονα Τουρκία έχει εκφράσει ενδιαφέρον συμμετοχής, όχι μόνον στη συγκεκριμένη προσπάθεια αλλά και αυτόνομα, με “ειρηνευτικές” δυνάμεις στην Ουκρανία, κάτι το οποίο οι Αμερικανοί καλωσορίζουν.
Όπως επισημαίνουν, πρώτον, οι Τούρκοι έχουν τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ, δεύτερον είναι πρόθυμοι να τον χρησιμοποιήσουν, από την Ουκρανία έως όπου αλλού χρειαστεί, δεδομένου ότι ήδη το πράττουν με στρατιωτική παρουσία από το Αζερμπαϊτζάν έως τη Συρία, τη Λιβύη, το Σουδάν, το Κατάρ, την Κύπρο και αλλού και, τρίτον, διαθέτουν μία ισχυρή αμυντική βιομηχανία.
Η Ελλάδα, αντίθετα, ελάχιστα από αυτά τα στοιχεία διαθέτει, δεν επιθυμεί να έχει παρουσία “επί του πεδίου” και “δυσανασχετεί” με ενδεχόμενη τουρκική παρουσία στην Ουκρανία.
Προαναγγέλλει, με άλλα λόγια, η χώρα μας, μία διπλωματική ήττα της, πριν καν στηθεί το διαπραγματευτικό τραπέζι για το μέλλον της Ουκρανίας. Και τούτο καθώς ενώ αναβαθμίζεται – εκ των πραγμάτων – το ειδικό βάρος της γείτονος Τουρκίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, υποβαθμίζεται το αντίστοιχο ελληνικό και πάλι εκ των πραγμάτων.
Αν και ελάχιστα μπορούν να προεξοφληθούν επί του παρόντος, η κυριότερη ποιοτική διαφορά σε αυτήν την υπόθεση μεταξύ της γείτονος και της χώρας μας, έγκειται στην προθυμία συμμετοχής στο όλο εγχείρημα.
Από το Παρίσι, όπου διεξήχθη η τελευταία διεθνής συνάντηση για το ουκρανικό ζήτημα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες που είναι έτοιμες να στείλουν στρατεύματα. Και τούτο παρά την ήδη εκπεφρασθείσα προθυμία της γείτονος, περί του αντιθέτου.
Μάλιστα, πριν την παραπάνω σύνοδο στο Παρίσι, ατύπως, η Ελλάδα εμφανιζόταν να θέτει τρεις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή της στο ειρηνευτικό σώμα, οι οποίες, μερικώς ή συνολικά, προφανώς, απορρίφθηκαν.
Πρώτον, η ελληνική συμμετοχή στην διεθνή δύναμη θα ήταν δυνατή μόνον μετά την υπογραφή συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία, δεύτερον, η όποια ελληνική δύναμη δεν θα συμμετείχε σε οποιαδήποτε επιχείρηση εντός ρωσικής επικράτειας, και τρίτον, σε περίπτωση παραβίασης της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός από τη Μόσχα, οι ελληνικές δυνάμεις θα επέστρεφαν άμεσα στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια θα ήσαν ωσεί παρούσες και οιωνεί απούσες.
Με άλλα λόγια, λέγαμε προς τους συμμετέχοντες στη σύνοδο ότι, επί της ουσίας, δεν θέλουμε να πάμε, υπό τον φόβο αρνητικής τροπής των πραγμάτων και τυχόν απωλειών μελών της ελληνικής αποστολής και του -βέβαιου – πολιτικού κόστους που θα τις συνόδευε.
Όσο βέβαιο, όμως, είναι αυτό το κόστος άλλο τόσο είναι και το δυνητικό που θα αφορά την τροπή των πραγμάτων στα ελληνοτουρκικά, με επίκεντρο το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Για όσους αμφιβάλλουν περί αυτού, αρκεί να θυμίσουμε τι συνέβη με το καθεστώς των Δωδεκανήσων ή ακόμη και άλλων νησιών στην μεθόριο με την Τουρκία, η κυριαρχία των οποίων είχε ήδη προσδιορισθεί με τη Συνθήκη της Λωζάνης αλλά παρόλα αυτά “προορίζονταν” για την γείτονα, από τους “συμμάχους” μας.
Η τότε επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας σε αντίθεση με την σαφή και έμπρακτη στήριξη του συμμαχικού αγώνα εκ μέρους της Ελλάδας βάρυνε καταλυτικά στην κυριαρχία επί των νήσων, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων, μετά τη λήξη του πολέμου.
Αυτά για τους λάτρεις της Ιστορίας, από την οποία οφείλουμε να αντλούμε διδάγματα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.