Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ερευνα της Stat Bank για τον κλάδο ”Επιπλο–Ξύλο”

Δύσκολη χρονιά χαρακτηρίζει σε έκθεση της η Stat Bank, το 2002 για το κλάδο Ξυλείας και Επίπλου, καθώς οι επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν το σκληρό ανταγωνισμό και τις μειωμένες πωλήσεις, κατέφυγαν στο τρίπτυχο άμυνας, που περιλαμβάνει μείωση δαπανών και αποθεμάτων, εξαγωγές και νέα προϊόντα.

Ερευνα της Stat Bank για τον κλάδο ”Επιπλο–Ξύλο”
Ο σκληρός ανταγωνισμός στον χώρο του επίπλου καλά κρατεί σε μια περίοδο που οι Έλληνες καταναλωτές σφίγγουν το... ζωνάρι. Κι οι επιχειρήσεις του κλάδου, καταφεύγουν στο γνωστό τρίπτυχο της άμυνας: αυστηρός έλεγχος των δαπανών με ταυτόχρονη προσπάθεια μείωσης των αποθεμάτων, αύξηση των πωλήσεων στις ξένες αγορές καθώς και συνεχές λανσάρισμα νέων προϊόντων σε συνδυασμό με υποστήριξη των πελατών –ειδικά των μεγάλων- μετά την πώληση, επισημαίνει σε σχετική ανάλυσή της η Stat Bank.



Στελέχη μεγάλων εταιριών από τον κλάδο επίπλου, εκτιμούν στο 18μηνο που απομένει μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, οι επιχειρήσεις τους θα αρχίσουν να παίρνουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Είναι φυσιολογικό οι παραγγελίες επίπλων για τις εγκαταστάσεις που συνδέονται με την Ολυμπιάδα, να μην έχουν τιμολογηθεί ακόμη καθώς πρώτα πρέπει να ολοκληρωθεί το κατασκευαστικό μέρος, επισημαίνεται στην ανάλυση.



Οι βιομηχανίες επίπλου, άντλησαν σημαντικά κεφάλαια το 1999 και το 2000 από το χρηματιστήριο τα οποία έστρεψαν σε παραγωγικές επενδύσεις. Η κατασκευή των εργοστασίων ολοκληρώθηκε και η παραγωγική διαδικασία ξεκίνησε. Νέα προϊόντα λανσάρονται στην αγορά και οι ελπίδες ότι θα αυξηθούν οι πωλήσεις –ειδικά στις ξένες αγορές- θεωρούνται βάσιμες από τους εκπροσώπους των εταιριών. Βέβαια την ίδια στιγμή ο εγχώριος ανταγωνισμός συνεχώς αυξάνει. Νέοι παίκτες, όπως τα ΙΚΕΑ, αναζητούν το δικό τους μερίδιο στην αγορά και πολλαπλασιάζουν τον ήδη αυξημένο ανταγωνισμό.

Οι επιχειρήσεις

Οι εξελίξεις για την χρονιά που πέρασε στις κυριότερες επιχειρήσεις του κλάδου, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Stat Bank είχαν ως εξής:

Η Neoset εξακολουθεί να ποντάρει στους δύο παράγοντες που οδήγησαν στην αύξηση των οικονομικών μεγεθών ειδικά τα τελευταία χρόνια: την αναγνωρισιμότητα των σημάτων της από το ελληνικό κοινό (Neoset, Σκουρόπουλος, Νέο Κατοικείν) και την πολιτική διανομής ”ευέλικτων” προϊόντων για το ελληνικό νοικοκυριό σε χαμηλές τιμές.

Στη διετία 2000-2001, η Neoset επέκτεινε τις παραγωγικές της εγκαταστάσεις στο Βασιλικό Χαλκίδας οι οποίες καλύπτουν πλέον επιφάνεια 59.000 τετραγωνικών στρεμμάτων. Το καινούργιο στοίχημα για την εταιρεία έχει να κάνει με την πώληση των επίπλων κουζίνας ενώ στο εξωτερικό, η Neoset, ρίχνει μεγάλο βάρος στην αγορά της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Επίσης, έχει ανοίξει καταστήματα σε Καναδά, Ρωσία, Κύπρο, Αιθιοπία και Νιγηρία.

Στο 9μηνο του 2002, η Sato εμφάνισε μείωση πωλήσεων της τάξεως του 12,6% παρά το γεγονός ότι στο 3ο τρίμηνο άρχισαν να διαφαίνονται κάποιες ελπίδες αντιστροφής τους πτωτικού κλίματος. Το 2002, ήταν μια δύσκολη χρονιά για την θυγατρική της Sato στην Γερμανία (Grammer) η οποία επηρεάστηκε από την διεθνή αρνητική συγκυρία. Ταυτόχρονα, η κρίση στην γερμανική αγορά επίπλου βρήκε την Grammer σε μια περίοδο εντάσεως επενδύσεων οι οποίες έγιναν για την ανάπτυξη νέων προϊόντων και είχαν ως αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό των εξόδων.

Πάντως, η διοίκηση της SATO εμφανίζεται αισιόδοξη για το μέλλον καθώς ειδικά στην τριετία 1999-2001 έγιναν σημαντικές επενδύσεις (εξαγορές, δημιουργία κέντρων Logistics κλπ ) ύψους άνω των 40 εκατομμυρίων ευρώ οι οποίες σύντομα αναμένεται ότι θα αρχίσουν να αποδίδουν. Η Sato έχει παρουσία σε δεκάδες χώρες του εξωτερικού είτε μέσω θυγατρικών εταιρειών είτε μέσω αντιπροσώπων.

Η Δρομέας έχει πολλά να περιμένει από τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων καθώς έχει και αυτή ολοκληρώσει πρόσφατα σημαντικές επενδύσεις όπως η νέα αυτοματοποιημένη μονάδα ξύλου και το τμήμα χύτευσης αλουμινίου. Βέβαια, το 2002 κλείνει για την εισηγμένη εταιρεία με μείωση πωλήσεων (σ.σ στο 9μηνο του 2002 διαμορφωνόταν στα επίπεδα του 26%) αλλά και κατακόρυφη μείωση κερδών.

Η εταιρία προετοιμάζει συνεχώς καινούργια προϊόντα και περιμένει περαιτέρω αύξηση της ζήτησης και από τις χώρες του εξωτερικού στις οποίες δραστηριοποιείται. Ήδη, στο 9μηνο του 2002, οι εξαγωγές του Δρομέα αντιπροσώπευαν το 12% των πωλήσεων έναντι 8% που ήταν το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.

Την προσπάθεια ”στροφής” του καταναλωτικού ενδιαφέροντος στα παραγόμενα προϊόντα εις βάρος των εμπορευόμενων, καταδεικνύουν τα οικονομικά αποτελέσματα 9μηνου της Βαράγκης. Οι πωλήσεις προϊόντων ίδιας παραγωγής αυξήθηκαν κατά 6% σε σχέση με το 9μηνο του 2001 ενώ στο ίδιο διάστημα οι πωλήσεις των εμπορευόμενων ειδών παρουσίασαν μείωση κατά 4%.

Στις αρχές του 2003 η Βαράγκης επρόκειτο να συμμετέχει στις διεθνείς εκθέσεις επίπλου του Παρισιού, της Κολωνίας και του Μιλάνου αποσκοπώντας στην ενίσχυση των εξαγωγών της. Οι επενδύσεις έχουν ήδη προχωρήσει επηρεάζοντας φυσικά τα οικονομικά αποτελέσματα του 2002 λόγω των υψηλών αποσβέσεων.

Τα αποτελέσματα του κλάδου επίπλων

Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των εννέα μεγαλύτερων βιομηχανιών του κλάδου, οι πωλήσεις διαμορφώνονται σε 167 εκατ. ευρώ έναντι 152 εκατ. ευρώ, άνοδος που μεταφράζεται σε 9,83%. Πολύ μικρότερη, όμως, είναι η αύξηση των μεικτών κερδών και εσόδων, μόλις 3,28%, στα 65 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το 2001 το μεικτό περιθώριο κέρδους κατά 6% έναντι του 2000.



Οπως επισημαίνεται στη σχετική έκθεση της Stat Bank, σε επίπεδο καθαρών προ φόρου κερδών η εικόνα είναι ιδιαίτερα αρνητική για τον κλάδο. Ο συνδυασμός των αυξημένων αποσβέσεων (έφτασαν τα 11 εκατ. ευρώ αυξημένες κατά 12,65%) με την μη επανάληψη το 2001 εκτάκτων κερδών που αύξησαν την κερδοφορία του 2000 οδήγησε τα κέρδη σε μείωση κατά 27% στα 10,5 εκατ. ευρώ έναντι 14,5 εκατ. ευρώ της προηγούμενης χρήσης.

Η βιομηχανία ξύλου

Η άνοδος της κατασκευαστικής δραστηριότητας, η οποία θα επιταχυνθεί τα προσεχή δύο έτη λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, τα χαμηλά στεγαστικά επιτόκια και η σταδιακή επιστροφή των προτιμήσεων των καταναλωτών στο ξύλο είναι το τρίπτυχο που δημιουργεί αισιοδοξία στους βιομηχάνους ξυλείας. Η εγχώρια βιομηχανία πάντως αντιμετωπίζει μακροχρόνια προβλήματα που περιορίζουν την αισιοδοξία που δημιουργεί η αυξανόμενη ζήτηση για τα προϊόντα του κλάδου.

Στην βιομηχανία ξυλείας, σύμφωνα με την έκθεση, ο ανταγωνισμός εστιάζεται το τελευταίο διάστημα στο επίπεδο των τιμών με αποτέλεσμα να περιορίζονται τα μικτά περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Πάντως οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου –ειδικά οι εισηγμένες- έχουν κόψει το τελευταίο διάστημα τις κορδέλες των εγκαινίων σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες και ελπίζουν ότι οι επενδύσεις θα τους φέρουν πίσω στο πολλαπλάσιο τα κεφάλαια που επένδυσαν.

Άνοδο πωλήσεων στο 9μηνο του 2002 –κατά 10% σε επίπεδο ομίλου- εμφάνισε και η Σέλμαν η οποία έχει ως κύρια δραστηριότητα τη βιομηχανική επεξεργασία κορμών ξύλου για την παραγωγή μεγάλης σειράς προϊόντων καθώς και την εμπορία πρώτων υλών για τη βιομηχανία και βιοτεχνία επεξεργασίας ξύλου. Πάντως, το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της εταιρείας και ο ανταγωνισμός των τιμών, σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες επενδύσεις, έφεραν σημαντική μείωση στα μικτά αποτελέσματα εκμετάλλευσης.



Η Ακρίτας, βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης ενός ευρύτατου επενδυτικού προγράμματος ύψους περίπου 40 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στους κλάδους παραγωγής μοριοσανίδας, επικάλυψης τεχνητής ξυλείας με μελαμίνη και ξυλόφυλλα και παραγωγή ημιέτοιμων στοιχείων επίπλου κατασκεύασε νέα παραγωγική μονάδα, κέντρο διανομής στην Αττική και κτίριο γραφείων στην Αλεξανδρούπολη. Οι αυξημένες αποσβέσεις δημιούργησαν ζημιές στο 9μηνο του 2002 ενώ ελαφρά μειωμένες ήταν και οι πωλήσεις της εταιρείας. Η διοίκηση της Ακρίτας εκτιμά ότι η καινούργια μονάδα μοριοσανίδας –επρόκειτο να τεθεί σε λειτουργία τον Δεκέμβριο του 2002- θα συμβάλει στην αύξηση των πωλήσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Η Βαλκάν Εξπορτ, εμφάνισε αύξηση κερδών και πωλήσεων της τάξεως του 13% στο 9μηνο του 2002 παρά την πίεση των τιμών από τον οξυμένο ανταγωνισμό στον κλάδο της ξυλείας. Η εταιρεία έχει ενεργοποιήσει σχέδιο ελέγχου των δαπανών, μείωσης των αποθεμάτων και περιορισμού του απαιτούμενου κεφαλαίου κίνησης.

Τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου ξυλείας

Κακή χρονιά αποδείχθηκε το 2001 για τις μεγάλες βιομηχανίες ξυλείας.

Συγκεκριμένα οι πωλήσεις των έντεκα μεγαλύτερων επιχειρήσεων ανήλθαν το 2001 σε 276 εκατ. ευρώ έναντι 256 εκατ. ευρώ της χρήσης του 2000 παρουσιάζοντας άνοδο κατά 7,83%. Εξ αυτών τα 132 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν στον κύκλο εργασιών της ηγέτιδας του κλάδου, της εισηγμένης στο χρηματιστήριο Σέλμαν.

Μιμούμενες τις βιομηχανίες επίπλου, όμως, οι εταιρίες ξυλείας καταγράφουν πολύ μικρότερη αύξηση μεικτών κερδών, 4,6% με αποτέλεσμα το –ήδη μικρό- περιθώριο μεικτού κέρδους να υποχωρήσει κατά μισή περίπου ποσοστιαία μονάδα και να διαμορφωθεί σε 18,5%.

Στα θετικά στοιχεία της χρήσης του 2001 πρέπει να χρεωθεί η συγκράτηση των εξόδων λειτουργίας και διάθεσης προϊόντων στο επίπεδο του 2000, δηλαδή τα 33,5 εκατ. ευρώ. Αντίθετα σε χρηματοοικονομικό επίπεδο το 2001 αποδείχθηκε περίπου ”εφιαλτικό”. Τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις και τόκους καταθέσεων μειώθηκαν από 6,5 εκατ. ευρώ σε 3,6 εκατ. ευρώ και ταυτόχρονα τα έξοδα αυξήθηκαν κατά 45% στα 8,6 εκατ. ευρώ.

Αποτέλεσμα τα ολικά αποτελέσματα της χρήσης να μειωθούν κατά 21,5% και παρά την συγκράτηση των αποσβέσεων στο επίπεδο του 2000 (15,3 εκατ. ευρώ έναντι 15,1 εκατ. ευρώ) τα καθαρά προ φόρων κέρδη υποχώρησαν σε 14,7 εκατ. ευρώ έναντι 16,9 εκατ. ευρώ, πτώση κατά 12,88%.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v