Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η Δημοκρατία δοκιμάζεται σοβαρά στο Ισραήλ

Οι προτεινόμενες από την κυβέρνηση νομικές μεταρρυθμίσεις μοιάζουν μάλλον με απόπειρα αρπαγής εξουσίας, γράφει ο Martin Wolf. Ο μεγάλος κίνδυνος του πελατειακού καπιταλισμού.

Η Δημοκρατία δοκιμάζεται σοβαρά στο Ισραήλ
  • του Martin Wolf

Η ισραηλινή πολιτική βρίσκεται σε κρίση. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχει διαδηλώσει στους δρόμους ενάντια στις εκτεταμένα επικριθείσες «δικαστικές μεταρρυθμίσεις» του δεξιού κυβερνητικού συνασπισμού.

Το πρόγραμμα αυτής της κυβέρνησης είναι προφανούς σημασίας για το μέλλον της χώρας. Αλλά έχει επίσης ευρύτερη σημασία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στον ρόλο του Ισραήλ στην περιοχή. Επίσης, διότι αυτό που συμβαίνει εγείρει ερωτήματα αναφορικά με το πώς μια δημοκρατία μπορεί να μετατραπεί σε αυταρχικό καθεστώς μέσω της αχαλίνωτης πλειοψηφικότητας.

Ο Larry Diamond του Πανεπιστημίου Stanford υποστηρίζει πως η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει τέσσερα μεμονωμένα απαραίτητα και συλλογικά επαρκή στοιχεία: ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, ενεργή συμμετοχή στον δημόσιο βίο των πολιτών, προστασία των κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων όλων των πολιτών και ένα κράτος δικαίου που δεσμεύει και προστατεύει όλους τους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των πιο ισχυρών.

Αυτοί που έχουν κερδίσει τις εκλογές δεν δικαιούνται να απειλούν οποιοδήποτε από αυτά τα ουσιώδη στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αν επιδιώξουν να δημιουργήσουν μια τέτοια κατάσταση, τότε υπονομεύουν τη δημοκρατία. Η δημοκρατία τότε είναι ένα σύστημα κυριαρχίας της πλειοψηφίας, που περιορίζεται από θεσμικούς ελέγχους. Από αυτούς τους περιορισμούς, κανένας δεν είναι σημαντικότερος από το κράτος δικαίου.

Γι’ αυτό η ΕΕ δυσκολεύεται τόσο με τις «ανελεύθερες δημοκρατίες» της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Γι’ αυτό, επίσης, οι προτεινόμενες νομικές «μεταρρυθμίσεις» της ισραηλινής κυβέρνησης είναι τόσο αμφιλεγόμενες. Για τους πολέμιους, οι μεταρρυθμίσεις θα διαλύσουν τις προστασίες έναντι των αυθαίρετων πράξεων της κυβέρνησης, απειλώντας την ατομική ελευθερία και τη νομική προβλεψιμότητα σε μια χώρα που εξαρτάται από τις ξένες επενδύσεις και μια δυναμική οικονομία της αγοράς.

Η κυβέρνηση, εξυπακούεται, πως δεν το βλέπει έτσι. Θεωρεί πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει υπονομεύσει την ικανότητά της να κυβερνήσει αξιολογώντας ακόμα και την «λογικότητα» των ενεργειών της. Αυτό φέρνει επίσης τους νομικούς συμβούλους της κυβέρνησης σε μια απαράδεκτα ισχυρή θέση στην ανάπτυξη πολιτικής.

Επιπλέον, το δικαστήριο έχει ανοίξει το φράγμα για δικαστικούς αγώνες, καθώς επιτρέπει σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να μηνύει την κυβέρνηση, παραλύοντας έτσι τις απαραίτητες οικονομικές δραστηριότητες. Εν ολίγοις, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει υπερβεί τα όριά του, απειλώντας την ευημερία και τη δημοκρατία.

Αυτά έμαθα μιλώντας με ένα υψηλόβαθμο μέλος της κυβέρνησης. Για να μάθω αν έχει νόημα μίλησα με τη Netta Barak-Corren, καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Η Barak-Corren συμφωνεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει πράγματι μειώσει τα όρια για την κατάθεση αγωγής κατά της κυβέρνησης. Τα έχει επίσης ανατρέψει, όχι συχνά, αλλά με συνέπεια. Αυτό έχει δημιουργήσει αλυσιδωτές επιπτώσεις στον ρόλο των νομικών συμβούλων της κυβέρνησης, οι οποίες επηρεάζουν την ικανότητα λειτουργίας της κυβέρνησης.

Ωστόσο, εξήγησε, αυτός ο ακτιβισμός ήταν σε μεγάλο βαθμό μια απάντηση στην ανεπάρκεια της δημοκρατικής δομής, η οποία αποτελείται από μία μόνο Βουλή, στην οποία αρκεί μια απλή πλειοψηφία για να περάσει οποιοσδήποτε νόμος, συμπεριλαμβανομένου ενός νόμου συνταγματικής σημασίας. Ενδεχομένως, αυτή η δομή θα έδινε σε μια πλειοψηφία ανεξέλεγκτες εξουσίες που δεν υπάρχουν σε άλλες δημοκρατίες. Μέχρι στιγμής, οι εξουσίες αυτές έχουν περιοριστεί περισσότερο από την πολιτική κουλτούρα και τις περιστάσεις, παρά από το νόμο.

Το κρίσιμο σημείο του Barak-Corren, ωστόσο, είναι ότι οι προτάσεις του συνασπισμού -δηλαδή, να πολιτικοποιηθούν οι διορισμοί δικαστών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων χαμηλότερου επιπέδου, και να καταστεί εξαιρετικά δύσκολο για το δικαστήριο να παρακάμψει την κυβέρνηση, ενώ παράλληλα να δοθεί η δυνατότητα στην Κνεσέτ να ανατρέψει τις αποφάσεις του- δεν είναι ούτε απαραίτητες, ούτε επαρκείς για να διορθωθούν τα προβλήματα με τη δομή της ισραηλινής δημοκρατίας και τη συμπεριφορά του δικαστικού σώματος.

Αυτή η περιγραφή με πείθει ότι οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν κυρίως μια αρπαγή εξουσίας. Θα επιτρέψουν στην εκτελεστική εξουσία να λειτουργεί με μικρή δικαστική λογοδοσία και θα γεμίσουν το δικαστικό σώμα με (ενδεχομένως ανίκανους) πιστούς, ακόμη και σε τομείς που έχουν ελάχιστη σχέση με την πολιτική.

Οι αλλαγές αυτές έχουν επίσης δυνητικά σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, μεταξύ άλλων στον εξαιρετικά επιτυχημένο τομέα της υψηλής τεχνολογίας, ο οποίος έχει συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της ισραηλινής οικονομίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Ισραήλ είναι τώρα σχεδόν το ίδιο με αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Γαλλίας.

Ο μεγάλος οικονομικός κίνδυνος που δημιουργεί η ανελεύθερη δημοκρατία, τον οποίο βλέπουμε σε πολλές άλλες χώρες, είναι ο «πελατειακός καπιταλισμός». Σε τέτοια συστήματα γίνεται πολύ εύκολο για τους διεφθαρμένους να επιτύχουν στην πολιτική, την κυβέρνηση, τη δικαιοσύνη και τις επιχειρήσεις. Αυτό με τη σειρά του αποθαρρύνει την είσοδο νέων έντιμων ανταγωνιστών στην οικονομία, επειδή είναι αυτοί που πάντα βασίζονται περισσότερο σε μια ανεξάρτητη δικαιοσύνη και γραφειοκρατία. Οι εγκάθετοι έχουν την εξουσία με το μέρος τους. Οι ξένοι εξαρτώνται από το κράτος δικαίου.

Περιττό να πούμε ότι η άφιξη αυτής της νέας κυβέρνησης δημιούργησε πολλές άλλες ανησυχίες, όχι μόνο για το μέλλον των κατεχομένων εδαφών. Η ιδέα της προσάρτησης της Δυτικής Όχθης, για παράδειγμα, είναι δυνητικά θανατηφόρα για ένα δημοκρατικό Ισραήλ, εκτός αν παραχωρηθεί πλήρης ιθαγένεια στους Παλαιστίνιους, γεγονός που θα μετατρέψει το Ισραήλ σε ένα δι-εθνικό κράτος. Αλλά στον πιο στενό τομέα της νομικής μεταρρύθμισης το ζήτημα είναι αν η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να περιορίσει αυτό που επιδιώκει στις αλλαγές που οι ειδικοί θεωρούν απαραίτητες για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων ή αν είναι αποφασισμένη να αποκτήσει πολιτικό έλεγχο του νομικού συστήματος, υπονομεύοντας έτσι το κράτος δικαίου.

Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το πλαίσιο ότι η οικονομική ιστορία του Ισραήλ καταδεικνύει ότι το νομικό σύστημα για το οποίο η κυβέρνηση διαμαρτύρεται τώρα με τόση πικρία δεν εμπόδισε την επιτυχία του παρελθόντος. Αυτό υποδηλώνει επίσης ότι αυτές οι δραματικές μεταρρυθμίσεις είναι από μόνες τους αχρείαστες και στοχεύουν σε άλλους στόχους από τους φαινομενικούς.

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου πρέπει να το ξανασκεφτεί πριν προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά.

© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v