Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Wolf: Αν δεν είχαμε τους G20, έπρεπε να τους εφεύρουμε

Τα μηνύματα από την τελευταία σύνοδο της ομάδας. Τα θετικά στοιχεία και τα προβλήματα του διχασμού, της υπερφόρτωσης και της υποκρισίας. Πού πρέπει άμεσα να πέσει το βάρος.

Wolf: Αν δεν είχαμε τους G20, έπρεπε να τους εφεύρουμε
  • του Martin Wolf

Αν οι G20 δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να τους εφεύρουμε. Ορισμένοι θα αντέτειναν πως ο κόσμος είναι τόσο διχασμένος που αυτή η ομαδοποίηση χωρών δεν είναι λειτουργική. Ωστόσο, αυτό το γεγονός απλώς καθιστά τους G20, ή κάτι σαν και αυτούς, ακόμα πιο ουσιώδεις: δεν χρειάζεται να μιλά κανείς με ανθρώπους με τους οποίους ήδη συμφωνεί.

Μια ακόμα ισχυρότερη δικαιολογία για την ύπαρξη της ομάδας είναι πως δεν μπορούμε πλέον να ζούμε σε απομονωμένους θύλακες: η υγεία του πλανήτη μας και της οικονομίας μας εξαρτάται από τη συνεργασία μας αφού οι παγκόσμιες προκλήσεις είναι πιο πιεστικές από ποτέ, το ίδιο είναι και η ανάγκη να συνεργαστούμε σε μια τέτοια ομάδα.

Το ερώτημα τότε δεν είναι αν χρειαζόμαστε τους G20, αλλά πώς να αξιοποιήσουμε καλύτερα την ομάδα. Πόσο καλά ηγήθηκε της ομάδας η ινδική κυβέρνηση; Ποια μαθήματα θα πρέπει να πάρουμε από αυτή την εμπειρία για το μέλλον της;

Είναι κατανοητό πως η ινδική κυβέρνηση χρησιμοποίησε τους G20 για να γιορτάσει την Ινδία και τον ανερχόμενο ρόλο της στον κόσμο. Πέτυχε επίσης να κερδίσει την αποδοχή για την πλήρη συμμετοχή της Αφρικανικής Ένωσης. Αυτό το τελευταίο είναι πράγματι ένα βήμα προς μια μεγαλύτερη νομιμοποίηση των G20.

Ένα πιο σημαντικό ζήτημα, ωστόσο, είναι αν ο κόσμος έχει έρθει πιο κοντά στο να λύσει ορισμένες από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του. Εδώ υπάρχουν τρεις προφανείς ανησυχίες.

Η πρώτη είναι ο διχασμός. Η απουσία του Βλαντίμιρ Πούτιν και του Σι Τζινπίνγκ από την πρόσφατη σύνοδο στο Νέο Δελχί υπογραμμίζει πως ζούμε σε μια εποχή συγκρούσεων. Η ύπαρξη μιας ανεξέλεγκτης πυρηνικής υπερδύναμης είναι μια τεράστια απειλή για το μέλλον μας. Εξίσου ανησυχητική είναι η προφανής απόφαση του Κινέζου ηγέτη να μην εμπλακεί άμεσα με τους παγκόσμιους ομότιμούς του, εκτός από θεσμούς στους οποίους κυριαρχεί η Κίνα, όπως οι BRICS. Και η δική του απουσία αποτελεί κακό οιωνό για τη διαχείριση του κοινού μας μέλλοντος.

Η δεύτερη είναι η υπερφόρτωση. Όπως σημείωνα τον Μάιο, το ανακοινωθέν της εξαιρετικά επιτυχημένης συνόδου των G20 στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2009 μετρούσε μόλις 3.000 λέξεις. Επικεντρωνόταν επίσης στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στη διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας.

Η κρίση συγκέντρωνε τον νου. Είναι αναπόφευκτο πως η τρέχουσα προσέγγιση των παγκόσμιων ηγετών είναι πιο σκόρπια. Αλλά ήταν απαραίτητες όλες οι περίπου 13.000 λέξεις της διακήρυξης της συνόδου στο Δελχί; Καλύπτει σχεδόν ό,τι θα μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει. Πώς μπορεί να παρακολουθείται και να εκτιμάται η πρόοδος σε μια τόσο απλωμένη ατζέντα; Η απάντηση, όπως γνωρίζουμε από τις προηγούμενες προσπάθειες των G20, είναι πως δεν μπορεί: μεγάλο μέρος απλά θα χαθεί.

Η τρίτη είναι η υποκρισία. Όλοι γνωρίζουμε πως οι ηγέτες δεν εννοούν αυτό που υπόσχονται. Η διακήρυξη δηλώνει, για παράδειγμα, πως «επαναβεβαιώνουμε τη δέσμευσή μας για μηδενική ανοχή στη διαφθορά». Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πως οι G20 περιλαμβάνουν ορισμένες από τις πιο διεφθαρμένες χώρες του κόσμου.

Η διακήρυξη λέει, επίσης, πως «παραμένουμε προσηλωμένοι στην ενίσχυση της πλήρους, ισότιμης, αποτελεσματικής και ουσιαστικής συμμετοχής των γυναικών ως υπεύθυνων λήψης αποφάσεων για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων». Αλλά θυμηθείτε πως η Σαουδική Αραβία είναι μέλος.

Η υποκρισία, μπορεί κάποιος να απαντήσει, είναι ο φόρος τιμής που αποτίνει η κακία στην αρετή. Αλλά αυτό δεν είναι και μεγάλη παρηγοριά, όταν αφορά ακόμα και τα σημαντικότερα παγκόσμια ζητήματα του σήμερα -τις αυξανόμενες θερμοκρασίες και τον συνδυασμό επιδείνωσης  της φτώχειας και μη διαχειρίσιμων χρεών σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες.

Το ανακοινωθέν δηλώνει, για παράδειγμα, πως «αναγνωρίζουμε την ανάγκη για αυξημένες παγκόσμιες επενδύσεις για να πετύχουμε τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα και για ταχεία και ουσιαστική αύξηση των επενδύσεων και της κλιματικής χρηματοδότησης από δισεκατομμύρια σε τρισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως από όλες τις πηγές». Ωστόσο, αυτό σημαίνει πως θα κάνουν κάτι σχετικό γι’ αυτό; Άλλωστε, η αμέσως επόμενη πρόταση υπόσχεται να αυξηθεί η «χρηματοδότηση, η αύξηση της δυνατότητας και η μεταφορά τεχνολογίας με εθελοντικούς και αμοιβαία συμφωνημένους όρους» (η έμφαση δική μου).

Αυτό το «εθελοντικούς και αμοιβαία συμφωνημένους» ήδη υποδηλώνει πως δεν πρόκειται να γίνουν και πολλά.

Μακράν η σημαντικότερη συμβολή της ινδικής προεδρίας θα μπορούσε να είναι οι εκθέσεις για την ενίσχυση της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη και το περιβάλλον, οι οποίες εκπονήθηκαν από ομάδα εμπειρογνωμόνων υπό τον Λόρενς Σάμερς του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και τον NK Σινγκ, διακεκριμένο Ινδό δημόσιο υπάλληλο. Η πρώτη από αυτές τις εκθέσεις δημοσιεύθηκε στα τέλη Ιουνίου. Η δεύτερη υποτίθεται ότι αναμένεται αργότερα.

Η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από αυτές τις εκθέσεις είναι ότι ο κόσμος χρειάζεται να αυξήσει μαζικά τις επενδύσεις, αν θέλει να επιτύχει τους αναπτυξιακούς και περιβαλλοντικούς στόχους του, όπως πρέπει.

Ένα τεράστιο μέρος όλων των νέων επενδύσεων πρέπει να γίνει στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αλλά οι περισσότερες από αυτές δεν διαθέτουν τους εγχώριους πόρους, την τεχνογνωσία ή και τα δύο, για να επιτύχουν αυτό που απαιτείται. Επιπλέον, αδυνατούν επίσης να έχουν πρόσβαση σε ξένα κεφάλαια στην κλίμακα και με τους όρους που απαιτούνται. Αντιθέτως, καθώς τα επιτόκια έχουν αυξηθεί στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, η πρόσβασή τους έχει επιδεινωθεί σημαντικά και πολλές είναι βαθύτατα χρεωμένες.

Γνωρίζουμε τις λύσεις. Χρειάζεται πολύ περισσότερη επίσημη χρηματοδότηση, σε διάφορες μορφές. Μεγάλο μέρος αυτής πρέπει να ενθαρρύνει σημαντικά μεγαλύτερες ιδιωτικές ροές, μέσω του επιμερισμού των κινδύνων. Αυτό με τη σειρά του θα απαιτήσει ένα μείγμα σημαντικής ελάφρυνσης του χρέους, που θα ενορχηστρωθεί από το ΔΝΤ, πολύ μεγαλύτερες ροές με ευνοϊκούς όρους προς τις φτωχότερες χώρες, σημαντικά μεγαλύτερο μετοχικό κεφάλαιο στις πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες, ιδίως στην Παγκόσμια Τράπεζα, και υψηλότερους δείκτες μόχλευσης σε αυτές τις τράπεζες. Αυτό με τη σειρά του θα απαιτήσει μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση, μεταξύ άλλων στα μερίδια ψήφου.

Η ατζέντα αυτή είναι ριζοσπαστική, ουσιαστική και επείγουσα. Εάν πρόκειται να επιτευχθεί στο σχετικά εγγύς μέλλον, πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχη εστίαση της παγκόσμιας οικονομικής πολιτικής.

Τα καλά νέα είναι ότι οι αποφάσεις των δυτικών και των ηγετικών αναδυόμενων χωρών μπορούν να το κάνουν να συμβεί. Αλλά πρέπει να επικεντρωθούν σε αυτό που είναι επείγον. Πρέπει να επικεντρώσουν την προσοχή τους στον μετασχηματισμό της κλίμακας και της φύσης της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη και το περιβάλλον.

Τα ωραία λόγια χωρίς αποφασιστικότητα για δράση δεν σημαίνουν τίποτα.

© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v