Η ΕΕ αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις. Σε αυτές περιλαμβάνονται η ανάγκη επιτάχυνσης στην παραγωγή καινοτομίας, η εμβάθυνση της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης, η προστασία της ασφάλειάς της και η διατήρηση των αξιών της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής ευημερίας επί των οποίων οικοδομήθηκε η κοινωνία της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η απάντηση στις προκλήσεις αυτές δεν θα είναι εύκολη δεδομένων των δυσμενών εξελίξεων που αντιμετωπίζει τώρα το μπλοκ, και κυρίως λόγω της πολιτικής αναταραχής στη Γαλλία και στη Γερμανία.
Παρόλα αυτά, αντιμετωπίζοντας το μέλλον της, μπορεί να βασιστεί στις σημαντικές ιστορικές επιτυχίες της. Η ΕΕ, άλλωστε, κατάφερε να μεγαλώσει και να διευρύνει την ένωσή της μέσα σε σχεδόν επτά δεκαετίες (και περισσότερο εάν πάμε πίσω στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, που δημιουργήθηκε το 1951).
Η διεύρυνση της ΕΕ την πήγε από τα αρχικά μόλις έξι μέλη (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία) στα σημερινά 27 (από 28, δυστυχώς, μετά το Brexit). Δεν είναι μόνο η διεύρυνση που υπήρξε αξιοσημείωτη, αλλά και η έκταση της οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των μελών.
Όπως σημείωναν το 2013 οι Annette Bongardt και άλλοι, «μπορεί κανείς να διακρίνει ευρύτερα τρεις φάσεις στη σύγκλιση της ΕΕ σε επίπεδο χωρών:
1) 1950-1973 –σύγκλιση της Δυτικής Ευρώπης με το βιοτικό επίπεδο των ΗΠΑ
2) 1974-1993- σύγκλιση της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης στην ηπειρωτική Ευρώπη
3) 1994-2010 –σύγκλιση της Ανατολικής Ευρώπης προς τη Δυτική Ευρώπη.
Αυτή η διαδικασία σύγκλισης υπήρξε ευρεία και ισχυρή, με την Ιταλία μόνο να αρχίζει να αποκλίνει κατά την τρίτη περίοδο λόγω της χαμηλότερης ανάπτυξης του ΑΕΠ».
Στη συνέχεια, μετά το 2013, προέκυψε το σοκ της χρηματοπιστωτικής κρίσης της ευρωζώνης, που δημιούργησε σημαντική απόκλιση (divergence) για ένα διάστημα. Υπήρξε επίσης πρόσφατα η ταχύτερη ανάπτυξη της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ, την οποία εξέτασα (σε άρθρο μου) την προηγούμενη εβδομάδα.
Από τις εννέα χώρες που εντάχθηκαν στην ΕΕ μεταξύ του 1973 και του 2000, όλες εκτός από μία (η Ελλάδα δυστυχώς) είχαν αυξήσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης) σε σχέση με τον μέσο όρο των αρχικών έξι μέχρι το 2023.
Η Ιρλανδία ήταν ο νικητής, με τεράστια διαφορά. Αλλά, δεδομένου του ρόλου που παίζουν εκεί οι ξένες άμεσες επενδύσεις, το ΑΕΠ ήταν 30% υψηλότερο απ’ ότι το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα το 2023. Και πάλι, και οι 13 χώρες που εντάχθηκαν μεταξύ του 2004 και του 2013, κυρίως από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αύξησαν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους σε σχέση με τις αρχικές έξι της ΕΕ, κάποιες με τεράστια ποσοστά.
Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Πολωνίας, για παράδειγμα, αυξήθηκε από 40% του επιπέδου των έξι της ΕΕ το 2004, στο 73% το 2023 (βλ. διαγράμματα).
Ως μέτρο σύγκρισης με μια χώρα παρόμοιου μεγέθους, αλλά εκτός ΕΕ, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ουκρανίας αυξήθηκε από το 28% του μέσου όρου των έξι της ΕΕ το 2003 σε μόλις 31% το 2021 και υποχώρησε στο 8% το 2023, μετά την επίθεση του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η Τουρκία, αν και «εκτός», τα πήγε καλά. Ωστόσο, ένας λόγος γι’ αυτό ήταν οι (φθίνουσες) ελπίδες για ένταξη στην ΕΕ, που αποτέλεσαν τον «οδηγό» για τις πολιτικές της χώρας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010.
Αυτό που συνέβη στους γείτονες των ΗΠΑ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συνέβη εντός της διευρυμένης ΕΕ. Το Μεξικό, μακράν η σημαντικότερη χώρα, έχει πάει προς τα πίσω: το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της έχει πέσει από το 35% στο 29% του επιπέδου των ΗΠΑ μεταξύ του 2004 και του 2023, παρά τις ευκαιρίες που υποτίθεται πως παρέχουν οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που έχει υπογράψει.
Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της διεύρυνσης της ΕΕ και των συμφωνιών του Μεξικό με τις ΗΠΑ είναι πως η πρώτη ήταν και θεσμική και ρυθμιστική: προσφέρει έναν δρόμο προς το να γίνει κανείς Ευρωπαίος.
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να το προσφέρουν αυτό. Αντιθέτως, οι κοινωνικές παθολογίες των ΗΠΑ, τις οποίες συζήτησα πρόσφατα, ξεπερνούν τα σύνορά της, καθώς εξάγει όπλα και εισάγει ναρκωτικά. Αυτό τροφοδοτεί τον γκανγκστερισμό και καταστρέφει το κράτος δικαίου.
Δεδομένης της ανησυχίας για τους μετανάστες που περνούν τα σύνορα, γιατί δεν προσπαθούν περισσότερο οι Αμερικανοί να κάνουν τις εύθραυστες χώρες αυτής της περιοχής πιο ευημερούσες; Ωστόσο, ομοίως, η ΕΕ έχει κάνει πολύ λίγα για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Η επιτυχία της ΕΕ ήταν σε συντριπτικό βαθμό εσωτερική. Ακόμη και η κρίση της Ευρωζώνης της δεκαετίας του 2010, παρά τα λάθη που έγιναν κατά τη δημιουργία και τη μετέπειτα διαχείριση της νομισματικής ένωσης, ξεπεράστηκε με επιτυχία. Από το 2020, όλες οι χώρες που επλήγησαν από την κρίση τα πήγαν καλύτερα από τη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Ισπανίας.
Ούτε η οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης, ούτε η σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών της ήταν αναπόφευκτη. Ήταν προϊόν σοφής διπλωματίας, η οποία, κατά ειρωνεία της τύχης, ανάγεται στην προώθηση της ενιαίας αγοράς από τη Μάργκαρετ Θάτσερ τη δεκαετία του 1980.
Ωστόσο, τώρα έρχονται νέες και ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις. Η ασφάλεια που παρέχουν οι ΗΠΑ θα γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, πολύ πιο ακριβή και, στη χειρότερη, θα εξαφανιστεί εντελώς. Η Ρωσία, υποστηριζόμενη από την Κίνα, αποτελεί απειλή για την Ευρώπη στα ανατολικά.
Η Ουκρανία, που θέλει απεγνωσμένα να απολαύσει τις ευλογίες της ένταξης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, κινδυνεύει να εγκαταλειφθεί από εκείνους που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα. Η γήρανση των κοινωνιών της ΕΕ αυξάνει τα δημοσιονομικά βάρη. Η εχθρότητα απέναντι στη μετανάστευση εντείνεται, ενώ η ανάγκη γι' αυτήν αυξάνεται.
Προπαντός, όπως καταδεικνύει η έκθεση Ντράγκι, η αύξηση της ανόδου της παραγωγικότητας - με την οικοδόμηση της ψηφιακής οικονομίας, την απορρύθμιση και την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης - είναι απαραίτητη.
Θα πρέπει επίσης να βρεθεί τρόπος να διαμορφωθεί και να εφαρμοστεί μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Θα πρέπει επίσης να συμφωνηθεί μια σημαντική αύξηση των δημοσιονομικών πόρων της ΕΕ, μέσω των δικών της φόρων και δυνατότητας δανεισμού. Αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγήσει την ΕΕ πίσω στις συζητήσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990 για την πολιτική ένωση.
Θα χρειαστεί επίσης να μειωθεί η ικανότητα των απείθαρχων μελών, όπως η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν, να εμποδίζουν βασικές κοινές πολιτικές. Πολλοί θα πουν ότι όλα αυτά είναι αδύνατα. Αλλά πρέπει να υπάρξουν κάποια οφέλη που προκύψουν από την αποχώρηση των Βρετανών αντιρρησιών.
Η Ευρώπη δεν πρέπει να υιοθετήσει ένα κοινωνικό μοντέλο που κινδυνεύει να φέρει τις αμερικανικές παθογένειες: του πρόωρου θανάτου, των μαζικών δολοφονιών και των δυσθεώρητων ποσοστών φυλάκισης.
Ωστόσο, οι ριζικές αλλαγές είναι απαραίτητες. Η επιβίωση μιας Ευρώπης ολόκληρης, ελεύθερης και εύθραυστης εξαρτάται από το αν οι Ευρωπαίοι έχουν τη γενναιότητα και τη σοφία να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της σημερινής εποχής.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation