Οι συζητήσεις περί ανταγωνιστικότητας βρίσκονται αυτή τη στιγμή πρώτες και στο επίκεντρο της Ευρώπης. Η νέα Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας (Competitiveness Compass) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η απάντηση της Κομισιόν στην έκθεση Ντράγκι, ζητά από την ΕΕ να οικοδομήσει τις δικές της υποδομές τεχνητής νοημοσύνης, να ενισχύσει τη βιομηχανική πολιτική και να τελειώσει το έργο της ενοποίησης της ενιαίας αγοράς.
Όλοι καλοί στόχοι, αλλά ως Αμερικανίδα που έφτανε σε αεροδρόμιο των Βρυξελλών την περασμένη εβδομάδα, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν «γιατί κάνουν τρεις ώρες για τον έλεγχο διαβατηρίων».
Δεν πρόκειται απλώς για κάποιες ανεκδοτολογικές σκέψεις ενός outsider (ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό). Έζησα και εργάστηκα στην Ευρώπη για 10 χρόνια, μόλις είχε εισαχθεί το ενιαίο νόμισμα. Ήταν μια αισιόδοξη εποχή. Αλλά έκτοτε η Ευρώπη έχει μείνει πίσω από τις ΗΠΑ σχεδόν σε όλες τις οικονομικές μετρήσεις, από την ανάπτυξη και το κατά κεφαλήν εισόδημα μέχρι το μέγεθος των κεφαλαιαγορών και του αριθμού των υψηλής αξίας τεχνολογικών εταιρειών.
Δεν είναι όλα κακά όμως. Ο πληθωρισμός μειώνεται τώρα, είναι αλήθεια, και στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο τα χρηματιστήρια έχουν επωφεληθεί κάπως από την εκλογή του Ντοναλντ Τραμπ, καθώς οι επενδυτές ψάχνουν τρόπους διαφοροποίησης. Αλλά όταν η ήπειρος είναι τόσο επώδυνα εγκλωβισμένη μεταξύ των απειλών δασμών της Αμερικής και του ντάμπινγκ ηλεκτρικών οχημάτων της Κίνας, αξίζει να δούμε προσεκτικά τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη -αν μπορεί να κάνει κάτι- για να αλλάξει θεμελιωδώς την οικονομική της τροχιά.
Μπορώ να σας πω πως η Wall Street ψάχνει απεγνωσμένα λόγους για να επενδύσει στην Ευρώπη. Οι αμερικανικές αγορές έχουν γίνει υπερβολικά συγκεντρωμένες και ευάλωτες σε σοκ όπως αυτό που είδαμε την περασμένη εβδομάδα, όταν έκαναν βουτιά οι τεχνολογικές μετοχές. Επίσης, έχει καθυστερήσει μια ύφεση στην Αμερική, την οποία ο πρόεδρος Τραμπ θα μπορούσε εύκολα να προκαλέσει με τις αλλοπρόσαλλες ενέργειές του.
Αλλά οι επενδυτές θέλουν ανάπτυξη. Και τα στοιχεία του ΑΕΠ της ευρωζώνης που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα έδειξαν ότι η ανάπτυξη της περιοχής έμεινε στάσιμη, με «οδηγό» τη συρρίκνωση στη Γερμανία και στη Γαλλία.
Οι επενδυτές δεν είναι οι μόνοι που θέλουν να διαφοροποιηθούν. Η Ευρώπη, από την πλευρά της, γνωρίζει πως χρειάζεται μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τους τεχνολογικούς τιτάνες της Αμερικής –για λόγους τόσο οικονομικούς, όσο και πολιτικούς. Σε συνέδριο για την ανταγωνιστικότητα στο οποίο συμμετείχαν την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, ο οικονομολόγος Μπενουά Κερέ, επικεφαλής της γαλλικής αρχής ανταγωνισμού, σημείωσε πως η αποδυνάμωση της βρετανικής CMA, της οποίας τώρα ηγείται ένα πρώην στέλεχος της Amazon, είναι μια «προειδοποίηση» για το πώς η πολιτική επιρροή μπορεί να εμποδίσει την εθνική κυριαρχία.
Ο Τραμπ έχει αφήσει να γίνει γνωστό ότι θεωρεί τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για τη ρύθμιση των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας ως άδικο φόρο στην αμερικανική καινοτομία. Η προφανής απάντηση σε έναν τέτοιο εκφοβισμό είναι να ξεκινήσει η Ευρώπη τη δική της τεχνολογική βιομηχανία.
Η έκθεση Compass προτείνει «γιγα-εργοστάσια ΑΙ» για την αύξηση της υπολογιστικής δύναμης, καθώς και νέες προσπάθειες για την ενίσχυση της βιοτεχνολογίας, της ρομποτικής, των κβαντικών και διαστημικών τεχνολογιών.
Οι ευρωβουλευτές και οι διευθύνοντες σύμβουλοι στο συνέδριο για τον ανταγωνισμό υποστήριζαν ότι η ΕΕ θα πρέπει να εναρμονίσει τους κανονισμούς και να οικοδομήσει τη δική της ψηφιακή υποδομή, ώστε να μη μετατραπεί σε τεχνολογική «αποικία».
Και πάλι, πρόκειται για εξαιρετικούς στόχους. Αλλά μου θύμισαν επίσης τη συζήτηση που διεξάγει η Ευρώπη εδώ και δύο δεκαετίες σχετικά με την ολοκλήρωση της ενιαίας κεφαλαιαγοράς, την εμβάθυνση των διασυνοριακών δεσμών στους κλάδους των υπηρεσιών και τη δημιουργία μιας πραγματικής δημοσιονομικής ένωσης. Μέχρι στιγμής είναι σαν να είμαστε στο 2005.
Αλλά δεν υπάρχει πλέον χρόνος. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, η Ευρώπη έκανε ένα κρίσιμο λάθος, καθώς απομακρύνθηκε από τις προσπάθειές της για τη δημιουργία μεγαλύτερης εγχώριας, διαπεριφερειακής ζήτησης, επιλέγοντας αντ' αυτού να ενισχύσει τις εξαγωγές. Δεδομένου ότι τόσο η Κίνα, όσο και οι ΗΠΑ διπλασιάζουν τους δικούς τους μεταποιητικούς τομείς, η Ευρώπη έχει πλέον μείνει πίσω. Ακόμη και οι πιο ανταγωνιστικοί εξαγωγικοί τομείς αρχίζουν να αντιμετωπίζουν το δικό τους «σοκ της Κίνας».
Η παραγωγή στη Γερμανία βρίσκεται σε υποχώρηση εδώ και πέντε χρόνια, όπως επισημαίνεται σε νέα έκθεση του Σαντερ Τορντοαρ, επικεφαλής οικονομολόγου του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων, και του Αμερικανού οικονομολόγου Μπραντ Σέτσερ.
Οι αθέμιτες κινεζικές βιομηχανικές πρακτικές (συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε δάνεια χαμηλότερα από τα ισχύοντα στην αγορά, πρώτες ύλες και τεχνητά φτηνό εργατικό δυναμικό) δημιουργούν ένα αναπτυξιακό και εργασιακό σοκ όπως αυτό που υπέστη το Ντιτρόιτ πριν από δεκαετίες.
Η Ευρώπη είναι πλέον μια προνομιακή τοποθεσία για ντάμπινγκ, και δεδομένου ότι η μεταποίηση στη Γερμανία αντιπροσωπεύει το 20% της οικονομίας και 5,5 εκατ. θέσεις εργασίας, αυτό είναι οικονομικά και πολιτικά μη βιώσιμο.
Τι πρέπει να κάνουμε; Η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερη ολοκλήρωση της αγοράς και κανονιστική εναρμόνιση, αλλά και ένα ριζικά νέο εγχειρίδιο για το εμπόριο και την ανάπτυξη. Πρέπει να επενδύσει στις δικές της υποδομές τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες που πλήττονται από τις φθηνές κινεζικές εξαγωγές, όπως η Βραζιλία και η Τουρκία. Υπάρχουν κάποια πράγματα, όπως το πρόβλημα του κινεζικού ντάμπινγκ, στα οποία όλοι πρέπει να συμφωνήσουν.
Υπάρχουν και αλλού ευκαιρίες. Για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τα χρήματα των πράσινων επιδοτήσεων για πράγματα όπως αντλίες θερμότητας ή ηλεκτρικά αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στην Κίνα. Η ΕΕ χρειάζεται κάποιες διατάξεις για ένα «Αγοράστε Ευρωπαϊκά». Αυτές θα μπορούσαν να οργανωθούν κεντρικά, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή μιας κοινής προσέγγισης της βιομηχανικής στρατηγικής.
Η Γερμανία θα έχει τα περισσότερα οφέλη. Αλλά σε αντάλλαγμα για αυτές τις επιδοτήσεις, η Γερμανία θα πρέπει να ξανασκεφτεί τη δική της προσέγγιση ως προς την ανάπτυξη και το εμπόριο. Μπορεί, όπως συμβουλεύουν οι Σέτσερ και Τορντοάρ, να υποστηρίζει την έρευνα του ΔΝΤ σε χώρες με επίμονα και υπερβολικά μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Όλα αυτά αποτελούν μια μεγάλη αλλαγή στο status quo της Ευρώπης. Αλλά δεν έχει πλέον επιλογή. Η μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα είναι τώρα τμήμα της στρατηγικής για επιβίωση.
© The Financial Times Limited 2025. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation