ΗΠΑ: Το βαρύ τίμημα των περικοπών στις δαπάνες για έρευνα

Οι πολιτικές του Λευκού Οίκου οδηγούν σε μείωση των επενδύσεων στον τομέα της έρευνας. Η σταδιακή «αποχώρηση» από το R&D και γιατί αποτελεί νάρκη στην μακροχρόνια ανάπτυξη της χώρας.

ΗΠΑ: Το βαρύ τίμημα των περικοπών στις δαπάνες για έρευνα
  • της Abby Joseph Cohen*

Οι επενδυτές συνήθως επικεντρώνονται στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των οικονομικών συνθηκών ή στις επερχόμενες ανακοινώσεις εταιρικών αποτελεσμάτων. Αλλά τώρα είναι μια καλή στιγμή για να σκεφτούμε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των αλλαγών στην κυβερνητική πολιτική.

Αν και μπορεί να είναι δύσκολο να αποτιμηθούν στις αγορές, ωστόσο αρκετές ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ δεν αποτελούν καλό προμήνυμα για τις επενδύσεις των ΗΠΑ στην επιστήμη και την καινοτομία.

Οι προτεινόμενες περικοπές στο κυβερνητικό επιστημονικό προσωπικό και στις δαπάνες είναι μεγάλες και ευρείες. Αν και ορισμένες έχουν ανασταλεί από τα δικαστήρια, υπήρξαν μεγάλες μειώσεις προσωπικού στα παγκοσμίου φήμης Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών και τα Κέντρα Ελέγχου Λοιμώξεων (CDC) μεταξύ άλλων. Επιπλέον, εξωτερικές επιχορηγήσεις που δίνονται για έρευνα στα πανεπιστήμια μπορεί να περιοριστούν δραστικά, επηρεάζοντας ιδρύματα και επιστήμονες σε όλη τη χώρα.

Οι ΗΠΑ ηγούνται παγκοσμίως εδώ και αρκετές δεκαετίες στην δέσμευσή τους στην έρευνα και την ανάπτυξη, με τις δαπάνες τους να ξεπερνούν αυτές όλων των άλλων χωρών. Ως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά αυτό το χάσμα έχει πλέον συρρικνωθεί.

Η Κίνα επιτάχυνε τις δαπάνες της για έρευνα τα τελευταία 20 χρόνια και βρίσκεται στη δεύτερη θέση, μια θέση που προηγουμένως κατείχε η Ιαπωνία, και ακολουθεί η Γερμανία στην τρίτη θέση. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, ένας δείκτης που προσαρμόζεται ανάλογα με τη δυνατότητα δαπανών, η πρωτιά των ΗΠΑ έχει πέσει σημαντικά. Όχι μόνο δεν είναι πλέον οι ΗΠΑ πρώτες στον κόσμο, αλλά κατατάσσονται τώρα στην 8η θέση.

Περίπου το 2% των ομοσπονδιακών δαπανών των ΗΠΑ κατευθύνεται στην επιστήμη και τη συναφή Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D). Αυτό συγκρίνεται με το 12% περίπου του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού τη δεκαετία του 1960 -κατά τη διάρκεια της μετά τον Sputnik διαστημικής κούρσας- και το 5% κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 2000.

Υπήρξε επίσης μια απότομη αντιστροφή των σχετικών ρόλων που παίζουν οι κυβερνητικές και οι ιδιωτικές δαπάνες. Κατά τη δεκαετία του 1960, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πλήρωνε περίπου τα δύο τρίτα όλης της αμερικανικής Έρευνας και Ανάπτυξης, έναντι του 30% που πλήρωνε ο ιδιωτικός τομέας. Πιο πρόσφατα, η ομοσπονδιακή δαπάνη αντιπροσώπευε μόνο το 20% των συνολικών δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη σε σύγκριση με το 70% του ιδιωτικού τομέα.

Επιφανειακά, φαίνεται πως οι μειώσεις στις ομοσπονδιακές δαπάνες αντισταθμίστηκαν από την αυξημένη χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα. Μια πιο νεφελώδης εικόνα προκύπτει όταν ψάξουμε στην τομεακή κατανομή ή, πιο σημαντικό, στη διάκριση μεταξύ βασικής έρευνας και R&D που είναι προσανατολισμένη στη βιομηχανία.

Η βασική έρευνα θα πρέπει να θεωρείται κοινό αγαθό, κάτι για το οποίο η τελική χρήση, εμπορική ή άλλη, μπορεί να μην είναι γνωστή εξαρχής. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την ανάπτυξη των βασικών στοιχείων των συστημάτων GPS από τον στρατό των ΗΠΑ και τη NASA τη δεκαετία του 1960.

Η Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D), από την άλλη πλευρά, είναι κάτι πιο κοντά στην υλοποίηση και στη μετρήσιμη εμπορική αξία. Δεν αποτελεί έκπληξη που οι κυβερνητικές δαπάνες δίνουν προτεραιότητα στη βασική έρευνα (R) ενώ οι εταιρικές δαπάνες επικεντρώνονται στην Ανάπτυξη (D), όχι στην Έρευνα.

Η εταιρική Έρευνα και Ανάπτυξη μπορεί να είναι ευέλικτη και να εκμεταλλεύεται την επιτυχημένη καινοτομία για κέρδος και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Οι ταμειακές ροές που προκύπτουν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση πρόσθετης Έρευνας και Ανάπτυξης και για την εταιρική επέκταση.

Αυτό έχει οδηγήσει σε αυξημένη συγκέντρωση των μελλοντικών ευκαιριών, καθώς οι μεγαλύτερες, ήδη επιτυχημένες εταιρείες τείνουν να κυριαρχούν. Στις ΗΠΑ, τρεις τομείς αντιπροσωπεύουν σήμερα περίπου τα δύο τρίτα του συνόλου της ιδιωτικής Έρευνας και Ανάπτυξης – το λογισμικό και οι υπηρεσίες IΤ, το hardware IT και τα φαρμακευτικά προϊόντα. Οι περισσότεροι από τους εναπομένοντες τομείς έχουν μικρότερο μερίδιο στη συνολική Έρευνα και Ανάπτυξη από ό,τι πριν από 15 χρόνια.

Οι προοπτικές για τους κλάδους, νέους ή μη, που εξαρτώνται από τη βασική έρευνα έχουν γίνει πιο αβέβαιες με τις πρόσφατες περικοπές της κυβέρνησης. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μπορεί να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερες δυσχέρειες. Θα επηρεαστούν επίσης οι βιομηχανίες που επρόκειτο να επωφεληθούν από τα προγράμματα πράσινης ενέργειας, που τώρα αποχρηματοδοτούνται.

Η συγκέντρωση των ευκαιριών του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου - και η συνακόλουθη απόδοση των τιμών των μετοχών - που απολαμβάνει ένας μικρός αριθμός βιομηχανιών επαναλαμβάνεται στην πρόσβαση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, ιδίως για τους ειδικευμένους εργαζόμενους.

Οι θεωρήσεις βίζας H-1B, οι οποίες προσφέρονται μόνο για εξειδικευμένα επαγγέλματα, είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Περίπου 53.000 εταιρείες υπέβαλαν αίτηση για αυτές τις θεωρήσεις το 2024. Δέκα εταιρείες, σχεδόν όλες στον τομέα της πληροφορικής, πήραν το 30% των H-1B που εκδόθηκαν. Ο σωρευτικός αντίκτυπος της ανεπαρκούς ροής και της στενής κατανομής εξειδικευμένων εργαζομένων δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Περισσότερο από το 60% των εργαζομένων που κατέχουν διδακτορικά στην επιστήμη και τη μηχανική στις ΗΠΑ είναι μετανάστες.

Ο πλήρης αντίκτυπος των νέων πολιτικών μπορεί να μην είναι άμεσος, αλλά οι επιπτώσεις στη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα θα μπορούσαν να μειώσουν την ελκυστικότητα των ΗΠΑ ως μαγνήτη, τόσο για τις ξένες επενδύσεις, όσο και για τα ταλέντα υψηλής εξειδίκευσης.

 

* Η συγγραφέας του άρθρου είναι καθηγήτρια διοίκησης επιχειρήσεων στο Columbia Business School

© The Financial Times Limited 2025. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v